Παιδικά Χριστούγεννα
Αυτές τις μέρες, όσων χρονών και να είσαι, δεν γίνεται να μην θυμηθείς και να μην αναπολήσεις τα Χριστούγεννα των παιδικών σου χρόνων. Εορταστικές ημέρες που ήταν τόσο διαφορετικές από τις σημερινές, αλλά συνάμα και τόσο ιδιαίτερες και αξέχαστες.
Είχα την τύχη ή την ατυχία να μεγαλώσω στην Αθήνα, την πρωτεύουσα,
σε μια ήσυχη συνοικία του Χαϊδαρίου. Μια Αθήνα, που τις δεκαετίες του ’70 και
του ’80 δεν είχε καμιά σχέση και ομοιότητα με τη σημερινή πολύβουη, ανώνυμη και
πολυπολιτισμική πρωτεύουσα. Αν και μεγαλούπολη, οι ανθρώπινες σχέσεις και επικοινωνία
διέπονταν ακόμη από ευγένεια και ζεστασιά, τουλάχιστον στην ήσυχη περιοχή που
μέναμε.
Από τις αρχές του Δεκέμβρη στολίζαμε το χριστουγεννιάτικο
δέντρο στο σαλόνι όλη μαζί η οικογένεια. Ήταν μια μαγική στιγμή και διαδικασία
που την περιμέναμε πώς και πως. Το δεντράκι φτωχικό, αν το συγκρίνεις με τα
σημερινά, υπερπαραγωγές. Πολύχρωμα στολίδια, πολύχρωμα φωτάκια που αναβόσβηναν
και βέβαια βαμβάκι στα κλαδιά για να μοιάζει με χιόνι. Και βέβαια, απαραίτητη
και η φάτνη στη βάση του.
Από τις παραμονές που θα κλείναμε το σχολείο για τις χριστουγεννιάτικες
διακοπές, δεν είχαμε τίποτα άλλο στο μυαλό μας, παρά μόνο τα κάλαντα! Μέρες
πριν καταστρώναμε τα σχέδιά μας, για το πού θα πάμε να τα πούμε, πόσα θα
βγάλουμε και εν τέλει, πώς θα ξοδέψουμε αυτά τα χρήματα. Η παρέα ήταν δεδομένη:
Ο Μιχάλης, ο Σταύρος κι εγώ. Και οι τρεις συμμαθητές και γειτονάκια, στην οδό
Νίκης.
Την παραμονή των Χριστουγέννων ξυπνούσαμε αχάραγα. 7.30
ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Το κουτί για τα χρήματα το είχαμε φτιάξει από τις
προηγούμενες ημέρες. Μια μικρή παπουτσόκουτα ντυμένη με ένα γυαλιστερό, φανταχτερό
χριστουγεννιάτικο χαρτί περιτυλίγματος και μια ορθογώνια τρύπα στο κέντρο, που
πάντα μας δυσκόλευε να την ανοίξουμε προσεκτικά με το ψαλίδι της μαμάς. Από το
πατάρι είχαμε κατεβάσει τα τριγωνάκια μας και είχαμε κάνει και δυο-τρεις
πρόβες, για να ξέρουμε μέχρι που θα τα λέμε. Οι δυο πρώτες στροφές ήταν
υπεραρκετές! Κανείς από τους γονείς μας δεν έφερνε αντίρρηση ούτε για την ώρα
που ξεκινούσαμε, αξημέρωτα, ούτε μας ρωτούσαν και μας υποδείκνυαν πού θα πάμε. Τα
κάλαντα ήταν έθιμο και έπρεπε να τηρηθεί ευλαβικά. Και βέβαια, ποτέ δεν
αναρωτηθήκαμε αν θα ξυπνούσαμε τους κατοίκους των διαμερισμάτων και των
σπιτιών. Το θεωρούσαμε δεδομένο ότι θα ήταν ξύπνιοι και θα μας περίμεναν!
Άλλωστε, έπρεπε να πάμε πρώτοι, για να μην μας προλάβουν άλλοι και να ακούσουμε,
πίσω από την πόρτα, το αποκαρδιωτικό «μας τα ‘πανε».
Η αρχή γινόταν από τις «μεγάλες» πολυκατοικίες της περιοχής.
Μαζεμένα κουδούνια, μαζεμένα λεφτά! Δυστυχώς, βέβαια, όπως συμβαίνει πάντα,
κάποιοι μας προλάβαιναν. Και όσο περνούσε ή ώρα, τόσο πιο συχνά ακούγαμε πίσω
από τις κλειστές πόρτες αυτό που απευχόμασταν. Αλλά δεν το βάζαμε κάτω.
Συνεχίζαμε ακάθεκτοι. Μετά είχαν σειρά τα μαγαζιά της γειτονιάς, που οι
ιδιοκτήτες μας ήξεραν με τα μικρά μας ονόματα, αφού από εκεί ψωνίζαμε καθημερινά:
Ο φούρνος, το μπακάλικο, το ζαχαροπλαστείο, το καφενείο, το καθαριστήριο…
Τα κέρδη μας ήταν πενιχρά. Πέντε δραχμές, δέκα, είκοσι…
Γυάλιζε το μάτι μας και χαμογελούσαμε πλατιά, σκουντώντας ο ένας τον άλλον, όταν
βλέπαμε εκείνο το γαλάζιο πενηντάρικο! Για το τέλος αφήναμε τα δικά μας σπίτια,
που ξέραμε εκ των προτέρων ότι θα πάρουμε τα περισσότερα, πεντακοσάρικο ή
χιλιάρικο.
Μεσημέρι πια, κατάκοποι και με την παπουτσόκουτα βαριά, να
κουδουνίζει από τα κέρματα, τελειώναμε την περιοδεία. Και τότε καθόμασταν, οι
τρεις μας, σε μια μορφή ιεροτελεστίας, στο πλατύσκαλο της εισόδου της πολυκατοικίας
μας. Ανοίγαμε με προσοχή το κουτί για να μην το χαλάσουμε, αφού θα το
χρησιμοποιούσαμε και για τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και αρχίζαμε το μέτρημα. Πάντα
οι εισπράξεις υπερέβαιναν τις προσδοκίες μας. Μόνο τότε βλέπαμε και πιάναμε
τόσα πολλά λεφτά στα χέρια μας! Και ήταν δικά μας! Να τα ξοδέψουμε όπου και όπως
θέλαμε!
Η ίδια, πανομοιότυπη διαδικασία γινόταν και στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς,
με σαφώς λιγότερες εισπράξεις, εις γνώση μας, βέβαια.
Τις επόμενες ημέρες κατεβαίναμε στο κέντρο της Αθήνας για τα
ψώνια μας, εννοείται με το λεωφορείο, αφού δεν είχαμε δικό μας αυτοκίνητο.
Έκανε τέρμα στην πλατεία Κουμουνδούρου, που καμιά σχέση δεν έχει με τη σημερινή
της μορφή και κατάσταση. Ανηφορίζαμε την οδό Ευρυπίδου και χαζεύαμε τα
τσουβάλια με τα όσπρια και τα βαρελάκια με τις ελιές στα μαγαζιά, ενώ η μυρωδιά
του παστουρμά μας έσπαγε τη μύτη. Φτάναμε στην πολύβουη πλατεία Ομονοίας, που
τότε έσφυζε από ζωή και εμπόριο. Βέβαια, η πλατεία Συντάγματος ανέκαθεν έκλεβε τις
εντυπώσεις. Στολισμένη με λαμπιόνια, που δεν υπήρχαν στους περιφερειακούς
δήμους και με ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο στη μέση που καθόμασταν από
κάτω και το χαζεύαμε για ώρα!
Η βόλτα μας πάντα κατέληγε στο ΜΙΝΙΟΝ! Αυτό το μοναδικό
υπερκατάστημα που όλη η Αθήνα το επισκεπτόταν εκείνες τις ημέρες. Αφού χαζεύαμε
με τις ώρες τους αγιοβασίληδες και τους ήρωες του Ντίσνευ και ανεβοκατεβαίναμε
χαχανίζοντας τις ηλεκτρικές σκάλες, καταλήγαμε στον όροφο με τα παιχνίδια. Εκεί
δεν ξέραμε τι να πρωτοπάρουμε για να ξοδέψουμε τα χρήματα από τα κάλαντα.
Βασικά, τα θέλαμε όλα! Αλλά τα χρήματα δεν έφταναν! Μικρότερος, θυμάμαι, είχα
αγοράσει ένα ηλεκτρικό τρενάκι με βαγόνια και ράγες, που το έστηνα καταμεσής
στο σαλόνι. Στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού της μόδας ήταν τα Playmobil! Καουμπόυδες και ινδιάνοι με άλογα, ιππότες
με πανοπλίες και σπαθιά, αστυνομικοί με στολές και περιπολικά. Ώρες ατελείωτες
μετά στο σπίτι να τα στήνουμε και να τα ξεστήνουμε.
Και όταν βαριόμασταν με αυτά, μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς
στην είσοδο της πολυκατοικίας μας για να παίξουμε επιτραπέζια. MONOPOLY, Γκρινιάρης, Φιδάκι και αργότερα
Ναυμαχία! Η τηλεόραση, μια ασπρόμαυρη PHILIPS, δεν μας πολυσυγκινούσε. Άλλωστε, να
δούμε τι; ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ τα μοναδικά κανάλια, που άρχιζαν τις εκπομπές τους μετά
τις 5.00 το απόγευμα.
Τα βράδια είχαμε και τα τυχερά παιχνίδια στο σπίτι μας. Ο
μπαμπάς μας είχε αγοράσει το «ΠΑΡΤΑ ΟΛΑ». Έναν στρογγυλό δίσκο, σαν σβούρα, που
τον έστριβες και όπου καθόταν: Πάρε ένα, πάρε δύο, βάλε ένα, βάλε δύο, βάλτε
όλοι, πάρτα όλα! Καθόμασταν όλη η πενταμελής οικογένεια γύρω από το στρογγυλό
τραπέζι και η μαμά μας έδινε από δέκα κουκιά στον καθέναν μας αντί για μάρκες!
Μετά από κάμποση ώρα, κάποιος από εμάς είχε μαζέψει όλη την ψηματιά με τα
κουκιά!
Με αυτά και με αυτά, περνούσαν οι δύο εβδομάδες των
χριστουγεννιάτικων διακοπών. Με ανεμελιά, χωρίς κοσμικές εξόδους και ρεβεγιόν,
αλλά με την οικογένεια και τους παιδικούς μας φίλους. Και πιστέψτε με, δεν
πλήτταμε καθόλου!!!
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ!

Σχόλια