Μεταναστευτικές ροές στην Ελλάδα: Μια ιστορία 45 ετών!
Η μετανάστευση αποτελεί ένα φαινόμενο που διαμορφώνει τις κοινωνικές και πολιτισμικές δυναμικές των χωρών υποδοχής. Από τη δεκαετία του 1990, η Ελλάδα έχει μετατραπεί από χώρα αποστολής μεταναστών σε χώρα υποδοχής. Η γεωγραφική της θέση, που τη χαρακτηρίζει ως πύλη εισόδου προς την Ευρώπη, την καθιστά βασικό σημείο διέλευσης και εγκατάστασης μεταναστών και προσφύγων. Η προσφυγική κρίση του 2015 ενίσχυσε αυτή την τάση, με την Ελλάδα να υποδέχεται εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, κυρίως από τη Συρία, το Αφγανιστάν και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ασίας. Η Κρήτη, ως στρατηγικό σημείο στη Μεσόγειο, δέχθηκε επίσης σημαντικές ροές μεταναστών, φυσικά όχι στο μέγεθος εκείνων που δέχθηκαν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Πρόσφυγας ή
μετανάστης;
Νομικά, οι όροι «πρόσφυγας» και «μετανάστης»
δεν είναι ταυτόσημοι, παρότι στον δημόσιο λόγο συχνά χρησιμοποιούνται εναλλάξιμα.
Παρόλα αυτά, μια γενική διάκριση που θα μπορούσε να γίνει είναι ότι οι
εθελοντικοί μετανάστες, συχνά αποκαλούμενοι και οικονομικοί μετανάστες, δεν
αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο θανάτου εάν παραμείνουν στη χώρα καταγωγής τους.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η απόφαση για μετανάστευση δεν καθοδηγείται κυρίως
από τον εξαναγκασμό, αλλά από την προσδοκία ότι τα πιθανά οφέλη στη χώρα
προορισμού, όπως οι ευκαιρίες απασχόλησης και επαγγελματικής εξέλιξης που μπορεί
να βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση, υπερτερούν των αρνητικών συνεπειών της
αποχώρησης από την πατρίδα.
Σύμφωνα με το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του
ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, το οποίο ιδρύθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων
Εθνών το 1951, ο πρόσφυγας ορίζεται ως: «Ένα
άτομο που λόγω βάσιμου φόβου δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας,
συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται
εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου, δεν
επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας, ή που δεν έχει
υπηκοότητα και είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, ως
αποτέλεσμα των γεγονότων αυτών, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν
επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή».
Κρίσιμη πτυχή αποτελεί η προστασία των
προσφύγων από την αναγκαστική επαναπροώθηση. Το δικαίωμα αυτό των προσφύγων καθορίζεται
στη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων. Όπως δηλώνεται ρητά: «Κανένα συμβαλλόμενο κράτος θα απελάσει ή
επιστρέψει (επαναπροωθήσει), πρόσφυγα με οποιονδήποτε τρόπο στα σύνορα εδαφών
όπου η ζωή ή η ελευθερία του θα απειλούνταν λόγω της φυλής του, της θρησκείας,
εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ή πολιτική άποψη».
Συνεπώς, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι
πρόσφυγες είναι άνθρωποι που έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη χώρα
καταγωγής τους λόγω φόβου, δίωξης, πολέμου, βίας ή άλλων καταστάσεων που
διαταράσσουν σοβαρά τη δημόσια τάξη και δημιουργούν συνθήκες σοβαρού κινδύνου
για την ύπαρξή τους. Ως αποτέλεσμα, εξαιτίας αυτών των συνθηκών, τα άτομα αυτά
χρειάζονται «διεθνή προστασία».
Ελλάδα και μετανάστευση
Το μεταναστευτικό φαινόμενο αποτελεί μία από
τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες, διότι,
ενώ προσφέρει στα κράτη πολλές δυνατότητες, αποτελεί παράλληλα και αιτία
σοβαρών αρνητικών ζητημάτων. Παρόλο που οι νέοι μετανάστες φέρνουν μαζί τους
νέες ικανότητες και δεξιότητες, αποτελούν, την ίδια στιγμή, μια ομάδα που είναι
ιδιαίτερα ευάλωτη στον κοινωνικό αποκλεισμό, στην περιθωριοποίηση και σε όλα τα
αρνητικά επακόλουθα που δύνανται αυτά να επιφέρουν.
Για την Ελλάδα, η μετανάστευση δεν είναι ένα
καινούριο φαινόμενο διότι αυτή έχει επηρεάσει έντονα την ελληνική κοινωνία πλέον
των εκατό ετών. Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική εμπειρία με το φαινόμενο της
μετανάστευσης έχει αλλάξει ριζικά, καθώς η Ελλάδα από χώρα που έστελνε
μετανάστες σε αναπτυγμένες χώρες όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ,
ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, έγινε χώρα που δέχεται μετανάστες από
χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα πολέμου, εσωτερικών αναταραχών και
φτώχειας, όπως εκείνες της Μέσης Ανατολής. Ειδικότερα, από το 1945 έως το 1990,
η Ελλάδα θεωρείται παραδοσιακά μια χώρα αποστολής μεταναστών.
Την περίοδο 1990-1997, η εικόνα αλλάζει με την
είσοδο ξένων υπηκόων, ενώ οι εκροές παραμένουν αμετάβλητες. Την περίοδο εκείνη
πραγματοποιήθηκε εισροή μεταναστών, ιδιαίτερα μετά την πτώση των καθεστώτων στη
Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η Ελλάδα τότε βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μεγάλη
μεταναστευτική εισροή κυρίως από χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με την
Αλβανία να αποτελεί την κύρια πηγή αυτής. Συνεπώς, οι εκτεταμένες εισροές προς
την Ελλάδα ξεκίνησαν το 1989 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με διακυμάνσεις
κατά διαστήματα. Αυτή η μεταναστευτική πορεία μπορεί να χωριστεί σε διάφορες
φάσεις. Κατά την περίοδο της «μεταναστευτικής πρόκλησης» (1989/90-1997), η
ισορροπία ανατράπηκε λόγω της μαζικής εισόδου μεταναστών στη χώρα. Τα έτη
1989/90 αποτέλεσαν σημείο αλλαγής, καθώς η πολιτικοοικονομική κατάρρευση στη
Νοτιοανατολική Ευρώπη οδήγησε σε μεγάλες, ανεξέλεγκτες και συχνά παράνομες
μετακινήσεις ατόμων και οικογενειών προς την Ελλάδα, κυρίως από χώρες της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης με σημαντική πηγή την Αλβανία.
Η φάση προσαρμογής στη μετανάστευση (1997-2014)
αντανακλά μια αποδοχή της νόμιμης παρουσίας των μεταναστών, καθώς και μια
προσπάθεια της δημόσιας πολιτικής να προσαρμοστεί στις νέες πραγματικότητες.
Κατά την περίοδο αυτή, λόγω και της οικονομικής κρίσης που επηρέασε τη χώρα
μετά το 2009, η είσοδος μεταναστών μειώνεται και τα όρια μεταξύ οικονομικής και
προσφυγικής μετανάστευσης γίνονται ασαφή.
Από το 2015 και έπειτα, παρατηρείται αυτό που
θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «μεταναστευτική έξαρση» (2015-2018), μια περίοδος
κατά την οποία οι εισροές μεταναστών και προσφύγων από τρίτες χώρες προς την
Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά.
Στη φάση της «μεταναστευτικής ωρίμανσης»
(1997-2007), η Ελλάδα αρχίζει να αναπτύσσει μια νέα πραγματικότητα, καθώς ο
μεταναστευτικός πληθυσμός φτάνει το 8%-10% του νόμιμου πληθυσμού της χώρας. Οι
Έλληνες αντιλαμβάνονται ότι η παρουσία των μεταναστών δεν είναι προσωρινή αλλά
μόνιμη. Με την αποδοχή αυτής της νέας πραγματικότητας, το 1997 ξεκινά το πρώτο
πρόγραμμα νομιμοποίησης μεταναστών, ακολουθούμενο από άλλα δύο προγράμματα το
2001 και το 2005. Μέσω αυτών των προγραμμάτων, η χώρα επιχειρεί να κανονίσει το
νομικό καθεστώς των μακροχρόνια εγκατεστημένων μεταναστών, αναγνωρίζοντας τη
μακροχρόνια παραμονή τους.
Είναι σαφές ότι η μαζική μετανάστευση προς την
Ελλάδα έχει επιφέρει σημαντικές επιδράσεις στην κοινωνία και την οικονομία, και
η αποτελεσματική διαχείρισή της απαιτεί μια συνεχή και στρατηγική προσέγγιση
από τις αρχές και την κοινωνία.
Κατά την επόμενη περίοδο, που ονομάζεται
«μεταναστευτική κανονικότητα» (2007-2014), οι ροές μεταναστών και ο συνολικός
αριθμός τους από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη αρχίζουν να μειώνονται λόγω της
οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, σημειώνεται αύξηση των ροών από χώρες της Ασίας
και της Αφρικής, όπου τα όρια μεταξύ οικονομικής μετανάστευσης και προσφυγικών
ροών είναι ασαφή, δημιουργώντας έτσι σύνθετες μεταναστευτικές καταστάσεις.
Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας είναι
καθοριστική ως προς το ζήτημα της μετανάστευσης, καθώς βρίσκεται στο
σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Ως αποτέλεσμα, η χώρα λειτουργεί ως κύρια πύλη
εισόδου για μετανάστες από τις φτωχές και πολιτικά ασταθείς περιοχές της Ασίας
και της Αφρικής που αναζητούν πρόσβαση στις πιο εύπορες χώρες της Ευρώπης.
Η μετανάστευση, επομένως, προσφέρει
δυνατότητες που μπορούν να αξιοποιηθούν προς όφελος της χώρας υποδοχής, αλλά
παράλληλα ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας ή και ενίσχυσης προβλημάτων που
υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή.
Η πολιτισμική πολυμορφία στην Ελλάδα αναδύθηκε
μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Στην αρχή, υπήρξαν αρκετές ανησυχίες
τόσο από την πλευρά των πολιτών όσο και από τα πολιτικά κόμματα σχετικά με αυτή
την εξέλιξη. Ωστόσο, ύστερα από δύο δεκαετίες, η χώρα φαίνεται να έχει
προσαρμοστεί υιοθετώντας πιο προχωρημένες πολιτικές ενσωμάτωσης σε σύγκριση με
το παρελθόν. Παρά ταύτα, η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών έχει
περιοριστεί εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, όπως είναι η γραφειοκρατία που
δημιουργεί εμπόδια στην ίδια τη νομοθεσία, καθώς και οι αρνητικές αντιδράσεις
κάποιων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, οι οποίες αποδίδονται στην αύξηση της
εγκληματικότητας και της ανεργίας που θεωρείται ότι συνδέονται με τους
μετανάστες.
Η πρώτη φάση της μεταναστευτικής πολιτικής
στην Ελλάδα ολοκληρώνεται με την ψήφιση του νόμου 1975/1991. Η προσέγγιση αυτής
της περιόδου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αυστηρή και κατασταλτική,
δεδομένου ότι επικεντρωνόταν στη διατήρηση ενός προσωρινού καθεστώτος για τους
μετανάστες, χωρίς να προβλέπονται μέτρα ή πολιτικές για την ουσιαστική ένταξή
τους.
Η θέσπιση του νόμου 2910/2001 σηματοδοτεί την έναρξη μιας δεύτερης φάσης στη
μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας, φέρνοντας σημαντικές αλλαγές σε σχέση με
το προηγούμενο νομικό πλαίσιο. Η νομοθεσία αυτή δεν εστιάζει πλέον κυρίως στον
έλεγχο και την καταστολή, αλλά περιλαμβάνει σημαντικές προβλέψεις, όπως το
δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση, που αποτελεί βασικό στοιχείο για την
κοινωνική ένταξη των μεταναστών.
Η τρίτη περίοδος διαμορφώνεται με την θέσπιση
του νόμου 3386/2005, ο οποίος φέρνει σημαντικές καινοτομίες σε σχέση με τις
προηγούμενες νομοθεσίες. Στα άρθρα 67-69, γίνεται αναφορά στο καθεστώς των
μακροχρόνιων διαμενόντων, ενώ τα άρθρα 53-60 καλύπτουν τις διατάξεις για το
δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης. Επιπλέον, τα άρθρα 42-56 καθορίζουν τα
κριτήρια και τις διαδικασίες για την απόκτηση άδειας διαμονής από θύματα
εμπορίας ανθρώπων που συνεργάζονται με τις αρχές.
Η διαδικασία απόκτησης υπηκοότητας αποτελεί
ένα θεμελιώδες στοιχείο για την αξιολόγηση των μεταναστευτικών πολιτικών ενός
κράτους. Στην Ελλάδα, η διαδικασία αυτή θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 2001, με
καθορισμό των απαιτούμενων προϋποθέσεων, των δικαιολογητικών που πρέπει να
υποβληθούν, καθώς και της προβλεπόμενης διοικητικής διαδικασίας. Ωστόσο, τα
ποσοστά χορήγησης της ελληνικής υπηκοότητας στους μετανάστες παρέμειναν σε
χαμηλά επίπεδα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο υψηλό κόστος της αίτησης, αλλά και
στο γεγονός ότι αρχικά δόθηκε προτεραιότητα σε άτομα ελληνικής καταγωγής και σε
επαναπατριζόμενους Έλληνες.
Το 2010, το ελληνικό Κοινοβούλιο ενέκρινε τον
νόμο 3838/2010, ο οποίος επιτρέπει στα παιδιά μεταναστών που φοιτούν σε
ελληνικά σχολεία να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα. Ο νόμος αυτός δείχνει
μια πιο ανοιχτή στάση απέναντι στα παιδιά μεταναστών δεύτερης γενιάς και
παρέχει λύση σε ένα ζήτημα που παρέμενε άλυτο για περισσότερα από είκοσι
χρόνια.
Ο νόμος αυτός περιλαμβάνει σημαντικές πρόνοιες
για την απόκτηση υπηκοότητας από τα παιδιά ξένων υπηκόων που γεννήθηκαν και
ζουν μόνιμα στην Ελλάδα. Τα παιδιά μπορούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια
αν οι γονείς τους έχουν κατοικήσει στη χώρα νόμιμα και χωρίς διακοπή για πέντε
έτη. Επιπλέον, ένα παιδί ξένων υπηκόων που δεν έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, αλλά
έχει φοιτήσει επιτυχώς για έξι έτη σε ελληνικό σχολείο και ζει μόνιμα και
νόμιμα στη χώρα, μπορεί επίσης να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια μετά την
ολοκλήρωση αυτών των σπουδών.
Επιπλέον, ο νόμος δίνει το δικαίωμα συμμετοχής
στις εκλογές πρώτου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης σε ομογενείς και μετανάστες
που ζουν νόμιμα στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτουν μόνιμες άδειες
διαμονής που απαιτούν τουλάχιστον πέντε χρόνια νόμιμης διαμονής.
Ο νόμος 4521/2014 εισάγει σημαντικές
καινοτομίες στη μεταναστευτική πολιτική της χώρας. Ειδικότερα, το άρθρο 128
υπογραμμίζει ότι η πολιτική κοινωνικής ένταξης έχει σκοπό την ομαλή ενσωμάτωση
των πολιτών τρίτων χωρών στην ελληνική κοινωνία και την αναγνώριση της ισότιμης
συμμετοχής τους στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή. Στο πλαίσιο
αυτής της διαδικασίας, οι πολίτες τρίτων χωρών αποκτούν δικαιώματα και
υποχρεώσεις παρόμοια με εκείνα των Ελλήνων πολιτών, με έμφαση στον σεβασμό των
νόμων και των βασικών αξιών της ελληνικής κοινωνίας.
Ακολουθούν οι νόμοι 4375/2016, 4636/2019 και 4825/2021,
οι οποίοι εστιάζουν κυρίως σε ζητήματα ασύλου και επιτάχυνσης των διαδικασιών
για την ασφαλή και αξιόπιστη ταυτοποίηση, καθώς και στην κινητικότητα υπηκόων
τρίτων χωρών με σκοπό την συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η προσφυγική κρίση και η
Ελλάδα
Είναι
γεγονός ότι από το 1991 και μετά, η Ελλάδα αρχίζει να επικεντρώνεται
στην ανάπτυξη μιας συνεκτικής μεταναστευτικής πολιτικής, μεταβαίνοντας από τον
ρόλο της χώρας αποστολής μεταναστών σε αυτόν της χώρας υποδοχής. Στην ουσία αποτέλεσε
έναν ελκυστικό προορισμό για οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι συνέβαλαν και στο
ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα. Παρά την οικονομική κρίση, η οποία επηρέασε
αρνητικά την οικονομική κατάσταση των μεταναστών, η κατάσταση αυτή δεν εμπόδισε
τη συνέχιση της εισροής νέων μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα.
Το πολυδιάστατο προσφυγικό ζήτημα εντάθηκε
μετά το 2015 και την κορύφωση της έντασης στη Μέση Ανατολή και ιδίως στη Συρία.
Μετά το 2015, η Ευρώπη και κατ’ επέκταση η
Ελλάδα, έχει βυθιστεί σε μια παράλληλη με άλλες (οικονομική, ενεργειακή,
υγειονομική), μεταναστευτική και προσφυγική κρίση, με αυξανόμενο αριθμό
ανθρώπων να αναζητούν καταφύγιο από συγκρούσεις και φτώχεια σε χώρες όπως η
Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η Αφρική, η Νότια Ασία, η Ουκρανία και άλλες
περιοχές. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, το 2015,
το οποίο ήταν η πιο δύσκολη χρονιά για την Ελλάδα από πλευράς εισροών, πάνω από
1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες επιχείρησαν να εισέλθουν στην Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Η Ελλάδα υπήρξε το κύριο σημείο εισόδου και
διέλευσης για πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους που διασχίζουν τη Μεσόγειο
Θάλασσα. Πολλοί από αυτούς που έφτασαν στην Ελλάδα προσπάθησαν να προχωρήσουν
μέσω των Δυτικών Βαλκανίων, επιδιώκοντας να φτάσουν σε χώρες της Σένγκεν, όπως
η Ουγγαρία και η Σλοβενία. Από εκεί, οι περισσότεροι επιθυμούσαν να ταξιδέψουν
προς βόρειες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία και η Σουηδία, όπου πίστευαν ότι θα
είχαν περισσότερες πιθανότητες να λάβουν άσυλο και να επωφεληθούν από καλύτερα
κοινωνικά επιδόματα.
Το 2015 υπήρξε έτος με εξαιρετικά υψηλό αριθμό
αφίξεων στην Ελλάδα, καθώς 872.519 άτομα πέρασαν τα ελληνοτουρκικά θαλάσσια σύνορα
για να φτάσουν στα νησιά του Αιγαίου. Ωστόσο, από το φθινόπωρο του 2015, η ροή
των αφίξεων άρχισε να μειώνεται εξαιτίας του συνδυασμού των επιπτώσεων από το
σταδιακό κλείσιμο της λεγόμενης «Βαλκανικής Οδού» και εν συνεχεία από τα μέτρα
που ακολούθησαν όπως η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας.
Το 2016, οι αφίξεις στην Ελλάδα μειώθηκαν
σημαντικά σε περίπου 180.000, από τους 872.519 πρόσφυγες που έφθασαν στα
ελληνικά νησιά το 2015. Επιπλέον, η πλειοψηφία των ατόμων που έφτασαν στην
Ελλάδα το 2015 κατάφεραν να φύγουν από τη χώρα στους πρώτους μήνες του 2016.
Για το 2017, από τον Ιανουάριο έως τα τέλη
Απριλίου καταγράφηκαν 5.282 αφίξεις, με 4.843 από αυτές να πραγματοποιούνται
μέσω θαλάσσης. Σύμφωνα με την UNHCR, η εκτίμηση για το σύνολο των προσφύγων
στην Ελλάδα το 2017 αναφέρει ότι 29.718 πρόσφυγες και μετανάστες εισήλθαν στη
χώρα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Δεκέμβριο. Οι κυριότερες χώρες προέλευσης
περιλάμβαναν τη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Δημοκρατία του Κονγκό και την
Αλγερία.
Όσον αφορά τα έτη 2018 και 2019, τα στοιχεία
που διατίθενται από από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης αναφέρουν ότι το
2018 εισήλθαν 50.215 αιτούντες άσυλο, το 2019 71.386 ενώ λόγω της πανδημίας, το
2020 ήταν λιγότεροι από 20.000, το 2021 λιγότεροι από 10.000 και το 2022
κινήθηκαν στις 20.000. Το 2023 όμως υπήρξε ραγδαία άνοδος των νεοεισερχόμενων
σε σύγκριση με την τελευταία τριετία, φτάνοντας τις 47,930 με το 87% αυτών να
καταφθάνουν από θαλάσσης. Οι χώρες προέλευσης παρέμειναν οι ίδιες, με τη Συρία
να κατατάσσεται στην πρώτη θέση και πλέον το Αφγανιστάν στη δεύτερη ενώ μέχρι
το 2020 τη δεύτερη θέση κατείχε το Ιράκ.
Τα τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού
Μετανάστευσης για το 2023 αναδεικνύουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των
νεοεισερχόμενων μεταναστών και προσφύγων είναι άνδρες (73% έναντι 27%), ενώ το
εκπαιδευτικό επίπεδό τους είναι ιδιαιτέρως χαμηλό.
Όπως είναι αναμενόμενο, η συντριπτική πλειονότητα των νεοεισερχόμενων προσφύγων στην Ελλάδα το 2023 εγκατέλειψαν τις εστίες τους λόγω εξαιρετικά σοβαρών συνθηκών, όπως πολεμικές συγκρούσεις και πολιτικές ή άλλες διώξεις.
Το
άρθρο αυτό έχει αντλήσει στοιχεία από τη διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία μου με
θέμα «Η εκπαιδευτική πολιτική για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες από το
ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης και μετά» που εκπόνησα στο Τμήμα Πολιτικής
Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης τον Φεβρουάριο του 2025.
Σχόλια