Μιχάλη Δεληγιαννάκη: Αντάνασος – Παντάνασσα το Τοπωνυμικό

 


Φίλες και φίλοι, αγαπητοί Αντανασώτες (με ένα «σ») καλώς σας βρήκα στο χωριό σας, τη δροσόλουστη και φιλόξενη Παντάνασσα (με δύο «σ»).

Ξεκινώ τη σημερινή μου παρουσίαση με αυτό το παράδοξο «λογοπαίγνιο» ή «ευφυολόγημα» που το αναδεικνύει και το επεξηγεί, επιστημονικά τεκμηριωμένα, ο συγγραφέας του εν λόγω παρουσιαζόμενου πονήματος «Αντάνασος (Παντάνασσα), από την αρχή ως την αρχή του τέλους, Το τοπωνυμικό», Μιχάλης Δεληγιαννάκης.

Με τον συγγραφέα δεν γνωρίζομαι προσωπικά, πέραν της πρότερής του εργασιακής ιδιότητας, ως Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Ρεθύμνου, πριν αυτή περάσει υπό τη διοίκηση του Δήμου Ρεθύμνης. Στο αναγραφόμενο στα «αυτάκια» του βιβλίου βιογραφικό του, κυριαρχεί  το σκωπτικό, με αυτοσαρκαστικά στοιχεία ύφος, που παραπέμπουν σε άκρως ευφυές άτομο. Αρχιτέκτονας της μεγάλης αρχιτεκτονικής σχολής της Φλωρεντίας, με σπουδές αρχαιολογίας, με πλούσιο συγγραφικό και ερευνητικό έργο, πολυταξιδεμένος, δηλώνει με καμάρι καπετάνιος ιστιοπλοϊκού σκάφους, που, προσωπικά, με παραπέμπει σε αδάμαστη και ανυπόταχτη ψυχή, ίσως, γονιδιακά προερχόμενη από τους προπάτορές του, την επαναστατική οικογένεια των Δεληγιαννάκηδων από τα Σφακιά.

Εκεί, μέσα στη ζοφερή και μίζερη, θα τολμήσω να πω, περίοδο της πανδημίας και καραντίνας, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας, σημειώνει, «ξεκίνησε το ταξίδι μνήμης στον μικρό-κόσμο της Αντανάσου και του Τοπωνυμικού της. Είναι η πρώτη στάση», αναφέρει, με έμφαση και νόημα, συμπληρώνω εγώ. Αιτία ήταν το αίσθημα του ανήκειν στην κοινότητα. Αίσθημα που ξεχείλισε διαπιστώνοντας ότι τα μνημόσυνα των γονέων του έγιναν με την επιμέλεια των χωριανών, γεγονός που τον έκανε να νιώσει βαθιά Αντανασώτης.

Η συγγραφή του βιβλίου, σημειώνει ο Μιχάλης Δεληγιαννάκης, «ξεκίνησε αυτοβιογραφικά, όμως πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα εντυπωσιακό ταξίδι, με συνταξιδιώτες τους χωριανούς, που με συνόδευσαν εκεί όπου θα ξαναζούσα τον μικρόκοσμο του χωριού μου».

Σε αυτό το κοπιαστικό αλλά και μαγευτικό ταξίδι του χώρου και του χρόνου είχε ως άξια συμπαραστάτη και συνοδοιπόρο τη φιλόλογο Μαρία Καναβά, που έχει επιμεληθεί φιλολογικά τον ανά χείρας τόμο. Με τη Μαρία, εν αντιθέσει με τον συγγραφέα, γνωριζόμαστε προσωπικά, αφού με τον πατέρα της, παπά Γιώργη, είμαστε συνάδελφοι, αλλά και η ίδια η Μαρία έκανε μάθημα στη συνονόματη κόρη μου. Η Μαρία, ως φιλόλογος, αναφέρει ο Μιχάλης Δεληγιαννάκης, «έστριψε το καράβι της εργασίας προς ένα συγκεκριμένο σκοπό, η οποία το μεταμόρφωσε, παρά τις εγγενείς δυσκολίες, η οποία το μεταμόρφωσε προκειμένου να διαβάζεται από όλους».

Τι έχει να μας προσφέρει, όμως, ο τόμος που σήμερα παρουσιάζεται; Τις απαντήσεις μας τις δίνει η ίδια η Μαρία Καναβά στον πρόλογο του βιβλίου. «Αρχικά, είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια συστηματική, άκρως σοβαρή και επιστημονική μελέτη για την ιστορία της Αντάνασο», αναφέρει χαρακτηριστικά. Και ξεκαθαρίζει ότι δεν μιλάμε για πολέμους, επαναστάσεις, ήρωες κλπ. Στις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνεται η μικροϊστορία του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής, αφού η Αντάνασο έχει την τύχη να βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν του νομού Ρεθύμνου και η ιστορία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους όμορους οικισμούς, Απόστολοι, Βολιώνες, Πατσώ, Μέρωνα, Μεσοννήσια, αλλά και με τη γειτνιάζουσα επαρχία Αγίου Βασιλείου. Με νοσταλγία αλλά και αγωνία, η Μαρία Καναβά αναφέρει σε ανάρτησή της στα social, ότι  «η ιστορία των Ποταμών αδυνατεί να παραμείνει εγκλωβισμένη στον πυθμένα της λίμνης.

Το βιβλίο αυτό δίνει την άνωση και την ώθηση να βγει στην επιφάνεια και να ζωντανέψει στη σκέψη μας το ένδοξο παρελθόν της». Ως μικροϊστορία του τόπου, αναδεικνύεται το φυσικό αλλά και ανθρωπογενές περιβάλλον, δίνοντας έμφαση «στους ανθρώπους της περιοχής, το τοπίο, το έδαφος και το υπέδαφος, τη χλωρίδα και την πανίδα, την αρχιτεκτονική, έννοιες που στο σύνολό τους προσδιορίζουν μια συγκεκριμένη κοινότητα ανθρώπων» συμπληρώνει η επιμελήτρια του τόμου.

Επανερχόμενος στα χαρακτηριστικά του βιβλίου, εύκολα διαπιστώνουμε ότι μπορεί να το προσεγγίσει και να το αναγνώσει ο καθένας, από τη δική του οπτική ματιά, με το δικό του κριτήριο, άσχετα από το μορφωτικό επίπεδο που διαθέτει. Έτσι, ο Αντανασώτης αλλά και οι κάτοικοι των γύρω περιοχών θα βρουν στοιχεία και τοπωνύμια από την καθημερινότητά τους, αλλά παράλληλα θα ανακαλέσουν νοσταλγικές μνήμες του πρόσφατου ή απώτερου παρελθόντος, θα θυμηθούν διηγήσεις και ιστορίες των παππούδων και γιαγιάδων, θα ανακαλύψουν χαμένα τοπωνύμια που το «σημαίνον» σήμερα δεν υφίσταται πια, αλλά μέσω του βιβλίου κατανοούν το «σημαινόμενο». Αλλά και ο επιστήμονας-ερευνητής, που θα θέλει να ασχοληθεί με το τοπωνυμικό μιας περιοχής, θα βρει ένα χρήσιμο, ορθά επιστημονικά τεκμηριωμένο εργαλείο, με παραπομπές και πλούσια βιβλιογραφία, που μπορεί να εμβαθύνει στην ουσία του τοπωνυμικού. Με τέτοιο τρόπο ο ομιλών βρήκε την ετυμολογία του επωνύμου του μέσα από μια εργασία της αείμνηστης Ειρήνης Μπριλάκη-Καβακοπούλου για το τοπωνυμικό του Σπηλίου.

Μπαίνοντας στην ουσία και το περιεχόμενο του βιβλίου, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που προσεγγίζει ο συγγραφέας τη δημιουργία των τοπωνυμίων. Θεωρεί ότι είναι μια εσωτερική διεργασία, ένας θεσμός της κοινότητας, της εκάστοτε τοπικής κοινότητας.

Το τοπωνύμιο, ως κοινοτικός θεσμός καταγραφής του τόπου, παρακολουθεί τον ιστορικό χρόνο της κοινότητας. Τα τοπωνύμια άρχισαν να θεσμοθετούνται από τότε που ο τόπος κατοικήθηκε από κοινότητες ανθρώπων και αποτελούν μέχρι και σήμερα «γλωσσικά απολιθώματα». Οι χωριανοί, σε κάθε τοπωνύμιο, αντιστοιχούσαν μια οπτική εικόνα της τοποθεσίας, γνώριζαν τους ιδιοκτήτες, τα χαρακτηριστικά του εδάφους, την ομαλότητα καθώς και τη γονιμότητα του χωραφιού. Τα τοπωνύμια αποτέλεσαν τις μονάδες του γεωγραφικού επικοινωνιακού συστήματος όπου καταγράφονται έως και σήμερα τα σημαντικά στοιχεία του χώρου. Ο χωριανός, δηλαδή, είχε βιώσει τον χώρο σε έναν νοητικό χάρτη, σε αντίθεση με τον ξενοχωριανό, ο οποίος τον αγνοούσε, γεγονός που τους ξεχώριζε και τους διαφοροποιούσε. Τα τοπωνύμια, στο πλαίσιο της κοινοτικής ζωής του χωριού, οι κάτοικοι τα μάθαιναν συγχρόνως με τη μητρική τους γλώσσα και έτσι η γεωγραφική θέση που προσδιόριζε ήταν απόλυτα σαφής, ώστε να επιτρέπει την άμεση επικοινωνία των κατοίκων του χωριού. Έτσι, ενώ στα νεότερα χρόνια, αναφέρει ο Μιχάλης Δεληγιαννάκης, τα συμβόλαια συνοδεύονται από το «τόπο-γραφικό», σε προηγούμενες εποχές η ιδιοκτησία του χωραφιού προσδιοριζότανε πάντοτε με το τοπωνύμιο αλλά και τους συνοράτορες.

Ο συγγραφέας, μετά από ενδελεχή κοπιώδη έρευνα και μελέτη, μας παραθέτει την κατηγοριοποίηση των τοπωνυμίων της Αντάνασο, ανάλογα με το νόημα και τον προσδιορισμό τους. Έτσι έχουμε:

Εδαφωνύμια, που οι ονομασίες τους οφείλονται σε εφαφολογικούς ή άλλους γεωγραφικούς παράγοντες, όπως το έδαφος, τα πετρώματα, τα βουνά, τις σπηλιές, τα κτίσματα κλπ.

Υδρωνύμια, που υποδηλώνουν την ύπαρξη νερού σε ρυάκια, πηγές κλπ.

Φυτωνύμια και καρπώνυμα, που έλαβαν την ονομασία τους από φυτά ή δέντρα

Ζωωνύμια, που έλαβαν την ονομασία τους από ζώα ή έντομα.

Ονοματολογικά, που έλαβαν την ονομασία τους από οικογενειακά ονόματα, παρωνύμια, αγιώνυμα και εθνικά.

Κτιριώνυμα και τοπόσημα, που αναφέρονται σε κατοικίες, ναούς, βρύσες, αλώνια, σχολεία, μιτάτα και σπιτάκια.

Αρχαιοπινή, που αναφέρονται σε περιοχές με ευρήματα προϊστορικά ή ιστορικά.

Τοπωνύμια σαρκαστικά, που η σημασία τους αποδίδεται με πλάγιο, υπαινικτικό και συχνά υπερβολικό τρόπο.

Λαογραφικά, που πρόκειται για φαντασιώνυμα, δηλαδή για ονομασίες που ανάγονται στη φαντασία των κατοίκων.

Ο Μιχάλης Δεληγιαννάκης καταγράφει και παρουσιάζει περί τα 430 τοπωνύμια της περιοχής, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένη, επιστημονική, μεθοδολογία κατά την παρουσίασή τους.

·        Τα κατατάσσει σε απόλυτη αλφαβητική σειρά.

·        Παραθέτει το άρθρο του τοπωνυμίου στην ανάλογη πτώση, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή και στην κρητική διάλεκτο: Στη Χαλέπα, στου Χαιρέτη το σώχωρο, στον Χανιώτη χάρακα, στα Χαρακούλια, στσι Φτέρες το Αρμί, στση Σαρακίνας το λιβάδι.

·        Αναφέρει την κατηγορία που ανήκει το τοπωνύμιο, όπως αναφέραμε παραπάνω: Εδαφωνύμιο, υδρονύμιο, φυτωνύμιο κλπ.

·        Προσδιορίζει γεωγραφικά πού βρίσκεται η συγκεκριμένη περιοχή που αναφέρεται το τοπωνύμιο.

·        Κάνει ετυμολογία του τοπωνυμίου.

·        Όπου υπάρχει, παραθέτει το συμβόλαιο στο οποίο υπάρχει το συγκεκριμένο τοπωνύμιο.

Παράλληλα, για να βοηθήσει τον αναγνώστη στην ταυτοποίηση του τοπωνυμίου στον χώρο, παραθέτει έξι δισέλιδους, έγχρωμους ευκρινείς χάρτες, (google maps) στους οποίους είναι τοποθετημένα τα τοπωνύμια. Οι χάρτες είναι υπομνηματισμένοι και τμηματικοί, παρουσιάζοντας, κατά σειρά, τα τοπωνύμια, κοντά στο χωριό, στο Βένι και Πλάι, στο Πάνω Αόρι, στο Πέρα Αόρι, στα Αμπέλια και Φαράγγι, και στους Ποταμούς.

Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο συγγραφέας καταγράφει τα σπίτια του οικισμού κατά τη δεκαετία του 1950, θεωρώντας τα, όρθά, ως τοπόσημα, με βάση το όνομα του ιδιοκτήτη, αφού «για τον χωριανό αποτελούν ξεχωριστές νοητικές εικόνες του χώρου, που επιτρέπουν την άμεση συνεννόηση με τους υπόλοιπους χωριανούς».  Όπως συμβαίνει, ή καλύτερα όπως συνέβαινε σε όλα τα χωριά της Κρήτης σε περασμένες δεκαετίες ο κάθε κάτοικος τους χωριού είχε έναν ιδιαίτερο, πολλές φορές, τρόπο που αναφερόταν στην κοινότητα, ένα παρανόμι, πέρα και έξω από τα στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητας. Ο ίδιος τρόπος αναφοράς, που ήταν γνωστός και προσφιλής μόνο στα μέλη της κοινότητας, ακολουθούνταν και στην οικία του. Έτσι, μέσα στο βιβλίο θα συναντήσουμε το σπίτι του Βασιλουργού, στη Βασιλούς, του Κούτσουρα, του Συμεάκη κλπ.

Την ίδια καταγραφή πραγματοποιεί ο συγγραφέας, ως τοπόσημα, για τα καφενεία και τα παντοπωλεία του οικισμού, τα ελαιουργεία, τις γνωστές φάμπρικες και τους αλευρόμυλους, αλλά και τους νερόμυλους, καθώς και τα κοινοτικά κτήρια. Όλα αυτά τα τοποθετεί σε χάρτη του οικισμού, ώστε να γίνεται πιο εύκολα η χωρική ταυτοποίηση.

Και βέβαια, σε μια πλήρη εργασία, δεν μπορεί να απουσιάζουν ως τοπόσημα οι εκκλησίες του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής.

Ο συγγραφέας πραγματοποιεί μια προσεκτική καταγραφή 18 εκκλησιών, παλαιών και νεότερων, ακολουθώντας τον ίδιο τρόπο παρουσίασής τους όπως αναφέρθηκε παραπάνω.

Ο Μιχάλης Δεληγιαννάκης, με απαράμιλλο ζήλο, συνεχίζει την εργώδη προσπάθειά του, καταγράφοντας, ως τοπόσημα, με την ίδια επιστημονική μεθοδολογία, τα Μετόχια της περιοχής, τα δεκάδες αλλοτινά αλώνια, με το όνομα του ιδιοκτήτη, δείγμα μιας προβιομηχανικής περιόδου, που μόνο νοσταλγία και θύμησες μας προκαλεί, τις κτηνοτροφικές μάντρες, γιδόσπιτα και μιτάτα, δείγματα κι αυτά της παραδοσιακής κρητικής αρχιτεκτονικής, που τείνει να εξαφανιστεί. Όλα τα παραπάνω τοπόσημα εμφανίζονται σε υπομνηματισμένους χάρτες, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό τους σε 13! Ειλικρινά, και μόνο η τοποθέτηση τόσων εκατοντάδων τοπωνυμίων-τοποσήμων στους χάρτες, από μόνα τους αποτελούν μια μοναδική και άκρως κοπιαστική εργασία!

Στο τελευταίο, 4ο κεφάλαιο του πονήματος, ο συγγραφέας μας παραθέτει τα «ιδιάζοντα τοπωνύμια» όπως τα αναφέρει. Αυτά, τα διαχωρίζει σε αρχαιοπινή, που έχουν τις ρίζες τους από την προελληνική εποχή ως το τέλος της βυζαντινής περιόδου, σε ιστορικά, που είναι και ο μεγαλύτερος όγκος τοπωνυμίων και ανάγονται στη Βενετοκρατία και την τουρκοκρατία, σε τοπωνύμια με σαρκαστικό περιεχόμενο και τέλος τα φαντασιώνυμα, που τα χαρακτηρίζει ως «τοπωνύμια προερχόμενα από την κουλτούρα της μαγείας».

Θα κλείσω τη σημερινή μου παρουσίαση με το μεγάλο επίδικο: Αντάνασος ή Παντάνασσα; Ο συγγραφέας αφιερώνει ολόκληρο το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου για αυτό το θέμα. Αναφέρει ότι το Αντάνασος είναι ένα προελληνικό όνομα, με άγνωστο νόημα και σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της περιοχής πιστοποιεί την ύπαρξη προελληνικής κοινότητας.

Το όνομα του χωριού, Παντάνασσα, το επίσημο όνομα δηλαδή, όπως το καταγράφει η ελληνική πολιτεία μετά το 1925, ταυτίζεται με το προσωνύμιο της Παναγίας της Παντάνασσας, αποτελεί, δηλαδή, ένα αγιωνυμικό τοπόσημο, προσδιορίζοντας, έτσι, την απαρχή της ιστορικής πορείας του χωριού στην περίοδο του χριστιανισμού.

Από εδώ ξεκινά μια ενδελεχής και επίπονη έρευνα του Μιχάλη Δεληγιαννάκη για να τεκμηριώσει την αλήθεια. Το αρχαιότερο καταγεγραμμένο τοπωνύμιο του χωριού, το συναντάμε την περίοδο της Βενετοκρατίας στον κατάλογο του Fr. Barozzi του 1577, όπου αναφέρεται, με λατινικούς χαρακτήρες ως Pantanasso με «2 σ», επηρεασμένος, προφανώς, ο συντάκτης από την ομώνυμη χριστιανική εκκλησία του 12ου αιώνα που υπήρχε στο χωριό. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1583, ο Πέτρος Καστροφύλακας το καταγράφει ως Ondanasso, πάλι με «2 σ». Σίγουρα, κανείς από τους δύο παραπάνω Βενετούς αξιωματούχους δεν επισκέφθηκε το χωριό, ούτε ενέσκηψε με προσοχή στην καταγραφή των ονομάτων του κάθε χωριού της Κρήτης.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, αναζητά τα νοταριακά έγγραφα της εποχής, τις συμβολαιογραφικές, δηλαδή πράξεις, οι οποίες συντάσσονταν επί τόπου, στο σπίτι του ενδιαφερόμενου και ο νοτάριος συντάσσει το επίσημο έγγραφο, στο βενετοκρητικό ιδίωμα και τα τοπωνύμια καταγράφονται όπως ακριβώς ακούγονται. Έτσι, σε προικοσύμφωνο του 1598 και σε συμβόλαιο του 1600, καθώς και σε άλλες νοταριακές πράξεις, το χωριό αναγράφεται ως Αντάνασο, με ελληνικούς χαρακτήρες και «1 σ». Για την οικονομία του χρόνου, σε όλη την περίοδο της Βενετοκρατίας  το όνομα που επικρατεί είναι το Αντάνασος. Αλλά και την περίοδο της Τουρκοκρατίας συνεχίζει να αναφέρεται ως Αντάνασο, με «1 ή 2 σ», με ελάχιστες αναφορές ως Παντάνασσα.

Επίσης και στις «Γεωγραφίες της Κρήτης» που εκδίδονται, στις περισσότερες το χωριό αναφέρεται ως Αντάνασο και σε λίγες περιπτώσεις ως Παντάνασσα. Ο δυισμός του ονόματος συνεχίζεται και την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας. Ο μεγάλος Ιταλός αρχαιολόγος G. Gerola, που επισκέφθηκε το νησί στις αρχές του 20ου αιώνα αναφέρει το χωριό ως Antanasos.

Φτάνοντας στο 1925, με ΦΕΚ το χωριό παίρνει επίσημα το όνομα Παντάνασσα. Ο συγγραφέας στηλιτεύει το Συμβούλιο των τοπωνυμίων του Υπουργείου Εσωτερικών, αφού, ειδικά για την Κρήτη, θα έπρεπε να ακολουθήσει την επίσημη απογραφή της Κρητικής Πολιτείας του 1900, στην οποία το χωριό αναφέρεται ως Αντάνασος.

Για εσάς, βέβαια, τους Αντανασώτες, έχει επικρατήσεις η συλλογική ιστορική μνήμη της κοινότητας, την οποία κανένα Υπουργείο Εσωτερικών δεν μπορεί να τη σβήσει και να τη διαγράψει. Ας υπάρχει η πινακίδα ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ στην είσοδο του χωριού σας. Ας αναγράφεται ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ στους εκλογικούς καταλόγους και στα άλλα επίσημα κρατικά έγγραφα. Για όλους εσάς, για τους γονείς σας και τους παππούδες σας, το όνομα του χωριού σας είναι ΑΝΤΑΝΑΣΟΣ και αυτό δεν αλλάζει!

Θα ήθελα να εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια για αυτόν τον εξαιρετικό τόμο τόσο στον συγγραφέα Μιχάλη Δεληγιαννάκη, όσο και στην επιμελήτρια, Μαρία Καναβά! Άξιο το έργο σας! Και βέβαια ένα μεγάλο, τεράστιο ευχαριστώ που μου κάνατε την τιμή να παρουσιάσω αυτό το εξαιρετικό πόνημα και να γίνω κι εγώ, έστω για λίγο, εξ’ αγχιστείας ΑΝΤΑΝΑΣΩΤΗΣ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Δήμαρχος ...εξ' αποστάσεως!

Η παραδοσιακή κρητική φορεσιά στο πέρασμα του χρόνου