Πάσχα στα Περβόλια της δεκαετίας του ‘80.
Μεγάλωσα στην Αθήνα. Εκεί, στο Χαϊδάρι τελείωσα το σχολείο. Οι γονείς μου, εκπαιδευτικοί και οι δύο. Εκμεταλλευόμασταν τις διακοπές του Πάσχα και του καλοκαιριού και κατεβαίναμε στην Κρήτη που τόσο μας έλειπε.
Ειδικά το Πάσχα, ήταν διαφορετικό
στην Κρήτη, στα Περβόλια, στο σπίτι του παππού μου του Βαγγέλη και της γιαγιάς
μου της Αιμιλίας. Μην φανταστείτε κανένα μέγαρο! Ένα παλιό διώροφο σπιτάκι, στο
τέρμα της σημερινής οδού Κιλελέρ, πάνω στην άμμο, αφού ο παραλιακός δεν είχε
ακόμα κατασκευαστεί στη δεκαετία του 1980. Το «χειμέριο κύμα», όπως έλεγε ο
παππούς, έμπαινε μέσα στην αυλή! Στο ισόγειο του σπιτιού υπήρχε ένα μεγάλο
δωμάτιο για όλες τις χρήσεις και δίπλα ένας άλλος χώρος που είχε τη χρήση
κουζίνας και αποθήκης. Μια ξύλινη, απότομη σκάλα, οδηγούσε στον όροφο, που
υπήρχαν δύο δωμάτια για ύπνο. Η τουαλέτα, ο καμπινές, που λέγαμε, βρισκόταν
έξω, στην αυλή, κάτω από ένα πελώριο κολλόδεντρο.
Τι κι αν δεν είχαμε τις ανέσεις τους αθηναϊκού
σπιτιού; Τι κι αν κοιμόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο σε αυτό το μικρό σπιτάκι;
Εμάς μας φαινόταν παλάτι! Η αίσθηση της ελευθερίας ήταν μοναδική!
Όλη τη Μεγαλοβδομάδα πηγαίναμε στην
εκκλησία. Τις μισές μέρες στον Άη-Γιώργη, στο νεκροταφείο των Περιβολίων και τις
άλλες στον Άγιο Νικόλαο, πίσω από το παλιό πανεπιστήμιο. Την Μεγάλη Παρασκευή η
λειτουργία του Επιταφίου γινόταν στον Άη-Γιώργη και κατέληγε στον Άγιο Νικόλαο.
Η περιφορά έφτανε μέχρι το ρέμα Κουτσολίδι και μετά, πάλι πίσω. Στη σημερινή
οδό Ειρήνης είχαν ετοιμάσει έναν μεγάλο «οφανό» για να κάψουν τον Ιούδα, την
ώρα που θα περνούσε από εκεί ο Επιτάφιος. Ασύλληπτο το θέαμα, στα παιδικά μου
μάτια, της τεράστιας φωτιάς, με τις πύρινες γλώσσες να φτάνουν ψηλά στον ουρανό
και να καίγεται το ομοίωμα του προδότη Ιούδα.
Το Μέγα Σάββατο η μητέρα μας έβαζε
κατά τις 9.00 το βράδυ για ύπνο. «Για να αντέξετε μετά», μας έλεγε. Μας ξυπνούσε
γύρω στις 11.00, για να ετοιμαστούμε να πάμε στην εκκλησία, στον Άγιο Νικόλαο,
αυτή τη φορά. Η μικρή εκκλησίτσα, κάτασπρη σαν περιστέρι και κατάφωτη, περίμενε
τους πιστούς. Ο παπά Σταύρος, με τη στεντόρεια φωνή, δεν χρειαζόταν μικρόφωνο.
Η αυλή της εκκλησίας γεμάτη. Γεμάτα και τα γύρω χωμάτινα υψώματα, κυρίως με
παιδιά, μικρότερα και μεγαλύτερα. Όταν ο παπά Σταύρος έλεγε το «Χριστός Ανέστη»,
τότε γινόταν κοσμοχαλασιά! Αμέτρητα δυναμιτάκια και πλατατζίκια εκτοξεύονταν
από παντού! Αδιάκριτα για το πού θα πέσουν και θα σκάσουν! Η βραδιά θύμιζε
πεδίο μάχης! Αλλά κανείς δεν διαμαρτυρόταν. Έτσι ήταν το έθιμο… Και μετά, αυτό
το μοναδικό, που δεν μπορώ να το ξεχάσω ακόμα! Ο παπά Σταύρος, έξω από την
εκκλησία, προσπαθεί να ξαναμπεί μέσα. Αλλά η πόρτα είναι κλειστή! «Ἂρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε,
πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης», βροντοφωνάζει
ο παπά Σταύρος, χτυπώντας με δύναμη την πόρτα της εκκλησίας. «Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;» απαντά ο
επίτροπος από μέσα. «Κύριος τῶν δυνάμεων αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς
δόξης»,
απαντά ο παπά Σταύρος και δίνοντας μια σπρωξιά στην πόρτα, εισέρχεται
θριαμβευτικά μέσα στον ναό!
Την
επόμενη μέρα, Κυριακή του Πάσχα, μαζευόμασταν όλοι στην αυλή του σπιτιού. Ο
θείος μου ο Βαγγέλης με την οικογένειά του και ο θείος μου ο Σκαρτσίλης με τη δική
του. Σουβλίζαμε το αρνί και το κοκορέτσι, που μας είχαν μάθει η θεία η Θάλεια
που καταγόταν από τα Γιάννενα. Εμάς, το μυαλό μας, βέβαια, ήταν στο παιχνίδι.
Με τις ξαδέρφες μας, τη Βάσω και τη Δήμητρα, εξερευνούσαμε τον χώρο. Η γαλάζια
βέσπα του Σκαρτσίλη ήταν στο επίκεντρο.
Και
έτσι περνούσαν οι μέρες, ξέγνοιαστες, στα Περβόλια της δεκαετίας του 1980.
Πασχαλινές ημέρες, που δεν θα ξαναγυρίσουν. Που απλά θα μείνουν χαραγμένες
ανεξίτηλα στις μνήμες μας.
Σχόλια