Η προμήθεια όπλων και πολεμοφοδίων των Κρητικών κατά το 1ο έτος της επανάστασης του 1821.
Ξεκινώντας, θεωρούμε σκόπιμο να
παραθέσουμε τις στρατιωτικές δυνάμεις που διέθετε η οθωμανική διοίκηση στο νησί
της Κρήτης. Οι ντόπιοι γενίτσαροι που υπήρχαν στην Κρήτη στα τέλη του 18ου
και τις αρχές του 19ου αιώνα ανέρχονταν περίπου στους 8.000 στρατιώτες.
Παράλληλα, την ίδια περίοδο οι αυτοκρατορικοί γενίτσαροι, παρά τις
αξιοσημείωτες κατά καιρούς αυξομειώσεις, δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 4.700
στρατιώτες. Οι ντόπιοι ή γερλήδες γενίτσαροι έδρευαν και στα εννιά φρούρια της
Κρήτης (Χάνδακας, Ιεράπετρα, Σπιναλόγκα, Ρέθυμνο, Αλμυρός, Χανιά, Κίσσαμος,
Γραμβούσα και Σούδα). Ήταν οργανωμένοι ανά φρούριο και η επιχειρησιακή τους
λειτουργία εξαρτιόταν διοικητικά από τον πασά του σαντζακιού στο οποίο ανήκαν
(Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο). Οι αυτοκρατορικές γενιτσαρικές δυνάμεις
στάθμευαν μόνο στις τρεις μεγάλες πόλεις-φρούρια του νησιού (Ηράκλειο, Ρέθυμνο
και Χανιά).
Στον Χάνδακα υπήρχαν περίπου 1.600
αυτοκρατορικοί γενίτσαροι, καθώς και 4.150
ντόπιοι γενίτσαροι μαζί με στρατιώτες άλλων σωμάτων και ειδικοτήτων. Το
φρούριο του Χάνδακα είχε διοικητή πασά που έφερε τον τίτλο του σερασκέρη ή
στρατάρχη του νησιού.
Τα Χανιά ήταν το δεύτερο σε σημασία
και σε στρατιωτική δύναμη φρούριο της Κρήτης. Ο αριθμός των αυτοκρατορικών
γενιτσάρων που έδρευαν σε αυτό ανερχόταν περίπου στους 1.000, ενώ υπήρχαν και
άλλοι 1.900 περίπου ντόπιοι στρατιώτες διάφορων ειδικοτήτων. Διοικητής του
φρουρίου ήταν ο πασάς των Χανίων.
Στο φρούριο του Ρεθύμνου, για το 1785
που έχουμε στοιχεία, έδρευαν 887 αυτοκρατορικοί γενίτσαροι. Οι ντόπιοι
γενίτσαροι μαζί με άλλους στρατιώτες άλλων ειδικοτήτων, τις παραμονές της
επανάστασης, αριθμούσαν περίπου στους 670 στρατιώτες. Ανώτατος διοικητής ήταν ο
πασάς του Ρεθύμνου.
Η Σούδα ήταν το τέταρτο σε
στρατιωτικό δυναμικό φρούριο της Κρήτης, μετά από αυτά του Χάνδακα, των Χανίων
και του Ρεθύμνου. Είχε έναν μπέη για διοικητή και περίπου 380 στρατιώτες
φρουρά.
Στο φρούριο της Σπιναλόγκας, που κι
αυτό είχε έναν μπέη για διοικητή, παρά το μικρό μέγεθος της νησίδας, λόγω της
στρατηγικής της θέσης και σημασίας, είχαν την έδρα τους 300 περίπου στρατιώτες
διαφόρων ειδικοτήτων.
Το φρούριο της Γραμβούσας είχε έναν
μπέη ως διοικητή και διέθετε φρουρά από 140 στρατιώτες, διαφόρων ειδικοτήτων.
Στο φρούριο της Ιεράπετρας, που είχε
διοικητή έναν μπέη, έδρευε φρουρά 110 περίπου στρατιωτών.
Η Κίσσαμος ήταν το δεύτερο μικρότερο
φρούριο της Κρήτης μετά τον Αλμυρό. Διέθετε στρατιωτική φρουρά 80 περίπου
ανδρών.
Το φρούριο του Αλμυρού ήταν το
μικρότερο φρούριο της Κρήτης και παρότι ανήκε στο σαντζάκι των Χανίων
εξαρτιόταν στρατιωτικά από το Ρέθυμνο. Διέθετε στρατιωτική δύναμη 60 ανδρών.
Συνολικά, λοιπόν, ο τακτικός οθωμανικός στρατός της Κρήτης
ανερχόταν περίπου στους 12.000 στρατιώτες, χωρίς σε αυτούς να υπολογίσουμε και
τα σώματα των ατάκτων που οπλίζονταν σε κάθε επανάσταση. Επίσης, στους παραπάνω
αριθμούς των στρατιωτών δεν έχουν υπολογιστεί οι φρουρές των κατά τόπους
πύργων-κουλέδων, που υπήρχαν διάσπαρτοι
σε όλο το νησί και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια της
επανάστασης. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι ο οθωμανικός στρατός διέθετε άφθονα
όπλα και πολεμοφόδια, ιππικό και πυροβολικό, καθώς και οργανωμένη επιμελητεία,
απαραίτητη σε κάθε πολεμική σύγκρουση και εκστρατεία.
Το
μεγαλύτερο πρόβλημα, λοιπόν, όπως άλλωστε και σε κάθε ένοπλη επαναστατική
δράση, ήταν η έλλειψη όπλων και πολεμοφοδίων για τους επαναστάτες. Μεγάλο,
επίσης, πρόβλημα για την Κρήτη ήταν «η πολεμική αγυμνασία κατά πρώτον των Κρητών και περιπλέον ο μικρός αριθμός
των ενόπλων». Η οπλοφορία για τους χριστιανούς ήταν απαγορευμένη στην Κρήτη και
ειδικά στις ανατολικές περιοχές της,[1]
που η υπόνοια και μόνο πως σε ένα σπίτι βρισκόταν ένα, έστω, παλιό,
σκουριασμένο τουφέκι, ήταν αρκετή για να οδηγήσει στον θάνατο ολόκληρη την
οικογένεια και στη δήμευση της περιουσίας της. Παραμονές της επανάστασης οι
Τούρκοι, με διάφορα προσχήματα, είχαν προλάβει να αφαιρέσουν διά της βίας τα
όπλα από τους Κρήτες, ακόμα και από τους βοσκούς που τα ήθελαν για την
προστασία των κοπαδιών τους και απ’ αυτούς που τα χρησιμοποιούσαν για κυνήγι.
Αρκετοί βέβαια Κρήτες, μυημένοι στη
Φιλική Εταιρεία, είχαν προνοήσει και με δικά τους έξοδα είχαν προμηθευτεί όπλα
και πολεμοφόδια περιμένοντας την έναρξη της επανάστασης. Οι Κουρμούληδες στη
Μεσαρά γέμιζαν, με κάθε προφύλαξη, καράβια ολόκληρα με γεωργικά προϊόντα και τα
έστελναν στη Μάλτα για να τα ανταλλάξουν με τουφέκια, μολύβι, μπαρούτι και
χαρτί. Ο Ηγούμενος της Μονής Πρέβελη, Μελχισεδέκ Τσουδερός, είχε προμηθευτεί
αρκετά τουφέκια από την Σμύρνη. Ο Βασίλειος Χάλης είχε ο ίδιος πάει στην
Αλεξάνδρεια και είχε επιστρέψει με μικρό φορτίο όπλων και πολεμοφοδίων που είχε
αποθηκεύσει στα Σφακιά. Τέλος, οι πλοιοκτήτες των Σφακιανών καραβιών διέθεταν
αρκετές ποσότητες όπλων και μπαρούτης στα πλοία τους για την προστασία τους από
τους πειρατές.
Αρχές Μαρτίου, ο Νικόλαος Καρατζάς,
απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας, έφτασε στα Σφακιά και, αφού μύησε στην
Εταιρεία αρκετούς προύχοντες της περιοχής, τους ενημέρωσε ότι πλοίο με πολεμικό
υλικό θα κατέφθανε το επόμενο διάστημα. Ήταν
πλέον κοινό μυστικό, τουλάχιστον στα Σφακιά, ότι η επανάσταση δεν θα αργούσε. Βέβαια,
από τα τέλη του 1820, πρόκριτοι των Χανίων, μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, με το
πρόσχημα της συλλογής χρημάτων για τη λειτουργία του Ελληνικού σχολείου των
Χανίων, είχαν στείλει επιστολή στον Ψαριανό έμπορο Ιωάννη Βαρβάκη που διέμενε
στη Ρωσία, ζητώντας του οικονομική βοήθεια για την αγορά όπλων. Κομιστής της
επιστολής ήταν ο πρόκριτος της Κυδωνίας, Στέφανος Βασιλόπουλος.
Μετά την έλευση του Καρατζά στα
Σφακιά και την αναγγελία της επικείμενης επανάστασης, οι Σφακιανοί, με πρόχειρο
έρανο, φόρτωσαν με γεννήματα το βρίκι του παπά Πολάκι από την Ανώπολη και με
καπετάνιους τον Μάρκο Δασκαλάκη και τον Ανδρέα Λαδά και με διαχειριστή τον
Γεώργιο Τσελεπή, εγγονό του Δασκαλογιάννη, ξεκίνησαν με εντολή να πουλήσουν το
φορτίο τους στην Κωνσταντινούπολη ή την Οδησσό και να αγοράσουν όπλα και
πολεμοφόδια για τον επικείμενο αγώνα. Το καράβι των Σφακιανών μόλις είχε
αρχίσει τις προμήθειές του στην Πόλη, όταν, στις 14 Μαρτίου, άρχισαν οι μεγάλες
σφαγές των χριστιανών, αφού οι Τούρκοι είχαν ήδη πληροφορηθεί την κήρυξη της
επανάστασης στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Βιαστικά επέστρεψαν
στην Κρήτη, με όσο πολεμικό υλικό κατάφεραν να προμηθευτούν και ανήγγειλαν στα
Σφακιά τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη.
Περί τα μέσα του Απρίλη κατέφθασαν
στο Λουτρό Σφακίων δύο πλοία, πιθανόν αυτά που είχε υποσχεθεί ο Καρατζάς,
μεταφέροντας από τη Σμύρνη 200 βαρέλια μπαρούτη και αρκετό μολύβι.[2]
Αμέσως, με την προτροπή του Καρατζά, άρχισαν να κατασκευάζονται φυσέκια. Ο
Οσμάν πασάς του Ρεθύμνου, άγνωστο από πού, πληροφορήθηκε την προμήθεια της
πυρίτιδας και με γραπτή εντολή ζήτησε από τους Σφακιανούς να του παραδώσουν όλη
την ποσότητα. Αυτοί, προφασιζόμενοι ότι η ποσότητα ήταν μόνο 30 βαρέλια, του
παρέδωσαν τα 20, ώστε να καταλαγιάσουν τις υποψίες του Τούρκου διοικητή. Την
ίδια περίοδο[3] οι
Τούρκοι συνέλαβαν και φυλάκισαν για ασήμαντη αφορμή τους αδερφούς Περάκη,
Γεώργιο Πέτρο και Ιωάννη, από το Κακοδίκι Χανίων, οι οποίοι ήταν οι καλύτεροι οπλουργοί
και οπλοδιορθωτές της εποχής και συχνά επισκέπτονταν τα Σφακιά και τις Ρίζες
για την επιδιόρθωση όπλων.
Παράλληλα, όλον τον Απρίλιο, γίνονταν
πολιτικές ζυμώσεις, συνελεύσεις και συγκεντρώσεις των Σφακιανών, με σκοπό την
έναρξη και ορθή διαχείριση της επανάστασης, αφού η αποτυχημένη επανάσταση του
Δασκαλογιάννη το 1770, είχε αφήσει ακόμα νωπές τις μνήμες της ολοκληρωτικής
καταστροφής των Σφακίων.[4]
Με ορόσημο την Γενική Συνέλευση στο Λουτρό, στις 15 Απριλίου, άρχισαν οι
πυρετώδεις προετοιμασίες για την επανάσταση. Από την Καγκελαρία των Σφακίων
κλήθηκαν οι πλοιοκτήτες[5]
των Σφακίων να παραδώσουν στο Κοινόν
ό,τι πολεμικό υλικό διέθεταν στα καράβια τους, για να αντιμετωπιστεί παν
ενδεχόμενο. Πρώτος ο Ανδρέας Φασούλης[6]
παρέδωσε 360 οκάδες μπαρούτι σε σαράντα βαρέλια και ανάλογες ποσότητες μολύβδου
και χαρτιού, ενώ και οι υπόλοιποι καπετάνιοι παρέδωσαν μικρότερες ποσότητες,
λαμβάνοντας χρεωστικές αποδείξεις από την Καγκελαρία. Παράλληλα, και ο υπόλοιπος λαός των Σφακίων
κατέθεσε ό,τι μπορούσε ο καθένας: Παλιά όπλα, ζώα, τυρί, μέλι, κερί, ενώ πολλές
γυναίκες προσέφεραν διαφόρων ειδών υφάσματα, κιλίμια, είδη οικοτεχνίας,
κειμήλια και κοσμήματα. Όλα αυτά τα είδη απέστειλαν με το πλοίο του Χ. Τσουράκη
στη Μάλτα για να πουληθούν και να αγοραστούν όπλα και πολεμοφόδια. Ταυτόχρονα
αποφασίστηκε να συναφθεί δάνειο ανάμεσα στο Κοινόν
και στους Σφακιανούς που είχαν την οικονομική ευρωστία, ώστε να αγοραστούν
και άλλα όπλα. Έτσι, ο Αναγνώστης Παναγιώτου[7]
κατέθεσε 7.857 δίστηλα τάληρα,[8]
ο Πρωτοπαπάς Γεώργιος 2.800 και άλλοι μικρότερα ποσά, ώστε τελικά μαζεύτηκε το
ποσό των 24.000 δίστηλων και μαζί με τις εισφορές σε είδη, το τελικό ποσό
ανήλθε σε 54.000 δίστηλα τάληρα.
Περί τα τέλη Απριλίου σπετσιώτικο
πλοίο προσέγγισε ερημική παραλία κοντά στη Σούγια. Σε αυτό επέβαινε ο
Ρεθεμνιώτης ιεροκήρυκας του Αγίου Όρους Γρηγόριος Καλλονάς.[9]
Το πλοίο ξεφόρτωσε όπλα και πολεμοφόδια, τα οποία παρέλαβαν ειδοποιημένοι
επαναστάτες που βρίσκονταν στην παραλία. Από τις αρχές Μαΐου άρχισαν να
καταφθάνουν καθημερινά στα Σφακιά οπλοφόροι από την ήδη επαναστατημένη Ελλάδα
και τη Μικρά Ασία για να συμμετάσχουν στην κυοφορούμενη κρητική επανάσταση, που
οι οργανωτές, της, όμως, δεν αποφάσιζαν ακόμα την επίσημη κήρυξή της, αφού δεν
είχαν ακόμη προμηθευτεί τον απαραίτητο αριθμό όπλων για να αντιπαρατεθούν στον
πολυάριθμο οθωμανικό στρατό. Οι Τούρκοι, όμως, είχαν πλέον αντιληφθεί τις
επαναστατικές προθέσεις των Κρητών και στις 17 του Μάη ξεκίνησαν τις πρώτες
κινήσεις εκφοβισμού, με τον απαγχονισμό στην πλατεία της Σπλάντζιας στα Χανιά
του Επισκόπου Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη και του δασκάλου Καλλίνικου
Βεροιαίου από τον άτακτο μουσουλμανικό όχλο.
Από εκείνο το διάστημα και μετά οι
εξελίξεις άρχισαν να τρέχουν ραγδαία. Στις 24 Μαΐου ο Αμπαδιώτης Ισμαήλ Αγά
Κουντούρης έφτασε στη Μονή του Πρέβελη για να συλλάβει τον Ηγούμενο Μελχισεδέκ
Τσουδερό. Είχε γίνει γνωστό ότι είναι μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το
ημερολόγιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ που βρέθηκε μετά τον απαγχονισμό του.
Προφασίστηκε ότι είχε έρθει για να καταγράψει τα όπλα που υπάρχουν στο
Μοναστήρι. Ο Ηγούμενος δήλωσε στον Κουντούρη ότι διαθέτει 15 τουφέκια, παλιά
και άχρηστα, για την προστασία των βοσκών της Μονής. Ο Ηγούμενος δραπέτευσε
κρυφά το χάραμα και φόρτωσε έξι ημίονους με όπλα και πολεμοφόδια, που
βρίσκονταν σε παραθαλάσσιες κρύπτες, τα οποία είχε προμηθευτεί ήδη από την
Σμύρνη, και κατέφυγε αρχικά στο ύψωμα Κουρκουλός, πάνω από το Ροδάκινο, όπου συναντήθηκε
με τους αδερφούς του Γεώργιο και Ιωάννη και άλλους συνεπαρχιώτες[10]
του και καλόγερους της Μονής, μυημένους ήδη στην επικείμενη επανάσταση και στη
συνέχεια όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς τα Σφακιά, όπου έφτασαν στις 25 Μαΐου.
Την ίδια ημέρα, η τριμελής επιτροπή
«Ταμείου του Αγώνος», αποτελούμενη από τους Αναγνώστη Παναγιώτου, Στρατή
Μπελιβάνη και Γεώργιο Παπαδάκη ή Ξέπαπα,[11]
με επιστολή της Καγκελαρίας, ταξίδεψε στην Ύδρα με σκοπό να αγοράσει όπλα με
χρήματα που είχαν ήδη συγκεντρωθεί. Η επιστολή, αγωνιώδης και παρακλητική,
ανέφερε μεταξύ άλλων: «…Είμεθα μεν ικανοί αλλά άοπλοι. Η πολυκέφαλος και
κερβερώδης ύδρα με ποινάς απανθρώπους εμάζευε των χριστιανών τα όπλα εκτός των
ιδικών μας και των γειτνιαζόντων ημίν χωρίων και των οποίων έτι προέλαβον και
έκαψαν… Παρακαλούμεν λοιπόν να βοηθήσετε και εις ημάς τουλάχιστον από δύο
χιλιάδες τουφέκια και από 15 καράβια…».
Την επόμενη ημέρα, στις 26 Μαΐου,
καταφθάνει πλοίο στα Σφακιά ερχόμενο από τις Σπέτσες με ελάχιστο πολεμικό
υλικό. Στην επιστολή των κατοίκων των Σπετσών που συνοδεύει το υλικό
αναφέρεται: «Λάβετε από τον καπετάν Αντρουλή 1.000 κόλλες χαρτί[12]
ομοίως και 460 ανύχια[13]
τα οποία ηύραμεν με μεγάλον κόπον. Και επιτυχούσης και άλλα δεν θέλομεν λείψει,
ομοίως και εις μολύβι».
Στα τέλη Μαΐου, Τούρκοι αξιωματικοί,
απεσταλμένοι του Σερίφ πασά του Ηρακλείου, κατέφθασαν στα Σφακιά ζητώντας από
τους Σφακιανούς να παραδώσουν τα όπλα που είχαν συλλέξει. Οι Σφακιανοί,
προσπάθησαν να τα αποκρύψουν, αναφέροντας σε απαντητική επιστολή στον πασά: «…μόλις
μας ευρίσκονται εις κάθε χωριόν 3-4 παλιοντούφεκα, τιποτένια και άχρηστα, αλλ’
ως κι αν είναι τα θέλομεν διά να φυλάγομεν τα ζώα μας από τα άγρια θηρία…». Οι
απεσταλμένοι, όμως, του Σερίφ πασά δεν έδειχναν να πείθονται με τις
δικαιολογίες των Σφακιανών και επέμεναν να τους παραδώσουν τον πραγματικό
αριθμό των όπλων. Οι Σφακιανοί, τότε, μετά από αρκετές ημέρες παραμονής των
Τούρκων στα Σφακιά, έχασαν την υπομονή τους και τους έδιωξαν λέγοντάς τους: «Λοιπόν,
εξάπαντος θέλετε αγάδες τα όπλα μας διά να πάρετε με ευκολίαν ύστερα και την
ζωή μας. Δεν σας τα δίδομεν λοιπόν και ας έλθουν οι πασάδες να τα πάρουν. Και
εσείς να φύγετε το ντελόγκο (αμέσως) από πα να μην φάτε και την κεφαλή σας».
Στις 29 Μαΐου πραγματοποιήθηκε στην
Παναγία τη Θυμιανή στους Κομιτάδες Σφακίων η Γενική Συνέλευση των Κρητών
οπλαρχηγών όπου πάρθηκε η τελική απόφαση κήρυξης της επανάστασης στο νησί. Εκεί
καταμετρήθηκαν για πρώτη φορά τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους οι Κρητικοί
για να αντιπαρατεθούν με τον πολυπληθέστερο οθωμανικό στρατό. Ο Κριτοβουλίδης
αναφέρει ότι καταμετρήθηκαν 1.200 τουφέκια, από τα οποία τα 800 ανήκαν στους
Σφακιανούς[14] και τα
υπόλοιπα 400 στους παρευρισκόμενους από την Κυδωνία, τον Αποκόρωνα, τον Άγιο
Βασίλειο και το Ρέθυμνο. Ο Παπαδοπετράκης κάνει μια πιο λεπτομερή καταγραφή των
όπλων, σημειώνοντας ότι καταμετρήθηκαν μόνο τα τουφέκια και όχι οι πιστόλες και
τα μαχαίρια. Τα τουφέκια που ανήκαν στους Σφακιανούς, καλά και κακά, ήταν 713.
Οι μη Σφακιανοί μέτρησαν τα δικά τους και βρέθηκαν 138, τα περισσότερα από τα
οποία ανήκαν στους υπό τον Τσουδερό και στους Ριζοκυδωνιάτες.[15]
Το σύνολο δηλαδή 851 τουφέκια. Ο Κριάρης από την πλευρά του ανεβάζει τον συνολικό
αριθμό των όπλων σε 1.600, από τα οποία 800 των Σφακιανών, 400 των Ρεθεμνιωτών
και των λοιπών Ριζιτών Χανιωτών και άλλα 400 που ανήκαν σε διάφορους
οπλαρχηγούς της υπόλοιπης Κρήτης. Εμφανής ήταν, επίσης, η έλλειψη χαρτιού και
μολύβδου για να κατασκευαστούν φυσέκια. Έτσι τα εκκλησιαστικά βιβλία των ναών
και των Μονών θυσιάστηκαν για να βρεθεί χαρτί για το τύλιγμα των φυσεκιών, ενώ τα
βαρίδια των στατήρων ζυγίσματος λιώθηκαν για να παραχθούν βόλια. Σχετικά με την πυρίτιδα, αυτή εισαγόταν από το
εξωτερικό και η τιμή της ήταν ιδιαίτερα ψηλή,[16]
αφού κόστιζε τρία, τέσσερα ακόμα και πέντε δίστηλα τάληρα η οκά.
Μετά τη Συνέλευση στη Θυμιανή και τον
ορισμό των αρχηγών ανά επαρχία, οι οπλαρχηγοί με τους άντρες τους άρχισαν να
επιστρέφουν στις ορισμένες από την Καγκελαρία στρατιωτικές τους περιφέρειες για
να ξεκινήσουν τον ένοπλο αγώνα. Χωρίς να χάσει χρόνο η Καγκελαρία και βλέποντας
την έλλειψη σε πολεμικό υλικό απέστειλε νέα επιστολή στην Ύδρα στις 4 Ιουνίου,
ζητώντας για μια φορά ακόμη βοήθεια και στρατεύματα για να αντιμετωπιστεί ο
εχθρός. Στις 10 Ιουνίου αγκυροβόλησε στο Λουτρό το πλοίο του Θεόδωρου
Κανταρτζόγλου, καπετάνιου από την Κάσο, με το οποίο μεταφέρθηκαν 70 Κάσιοι
οπλοφόροι από την εκεί Καγκελαρία για να βοηθήσουν στον κρητικό αγώνα.
Στις 14 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε η
πρώτη, μικρής κλίμακας, πολεμική σύγκρουση στον Λούλο Χανίων με νικητές τους
Κρήτες. Λίγα όπλα έπεσαν στα χέρια των επαναστατών, αλλά η νίκη τους είχε
μεγάλη συμβολική σημασία. Ο Κριτοβουλίδης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πρώτη φορά
ελαφυραγώγησαν μετά ευχαριστήσεως όπλα εχθρικά πολλής τιμής άξια». Μερικές
ημέρες αργότερα, μετά τη νικηφόρα μάχη στο Ζουρίδι Ρεθύμνου, έπεσαν στα χέρια
των επαναστατών 100 περίπου τουφέκια και πολλά πολεμοφόδια. Η Καγκελαρία των
Σφακίων, βέβαια, συνέχιζε να εκλιπαρεί με επιστολές για την αγορά όπλων και
πολεμοφοδίων. Στις 15 Ιουνίου αποστέλλει εκ νέου επιστολή στους προκρίτους της
Ύδρας παρακαλώντας τους να αγοράσουν με χρήματα του Κοινού, τουφέκια, μπαρούτι, μολύβι και λοιπά χρειώδη, ακόμα και μισθοφόρους στρατιώτες. Και αυτή η
προσπάθεια έπεσε στο κενό. Παρόλα αυτά στις 17 Ιουνίου ο καπετάν Ανδρέας παπά
Μιχαήλ εφοδίασε τους άνδρες του με 17 σολτάτους[17]
και ικανό αριθμό φυσεκιών που είχε στο καράβι του. Μόνο μία φορά κατέφθασε
βοήθεια στην Κρήτη από την υπόλοιπη Ελλάδα. Ήταν στις 21 Ιουνίου όταν η γολέτα
του Σφακιανού Νικόλαου Μαλενδράκη, ερχόμενη από τις Σπέτσες, ξεφόρτωσε στο
Λουτρό όπλα, κανόνια και άλλα πολεμικά εφόδια καθώς και 100 οκάδες μπαρούτι και
10 σολτάτους που είχε φροντίσει να εξοικονομήσει ο Δημήτριος Υψηλάντης από την
Πελοπόννησο. Επίσης, μετά την κατάληψη του κάστρου της Μονεμβασιάς, στα τέλη
του Ιουλίου, οι Κρήτες απεσταλμένοι στην Ελλάδα παρέλαβαν λίγα πεπαλαιωμένα
όπλα και μικρή ποσότητα πυρίτιδας, κακής ποιότητας, η οποία δημιούργησε
προβλήματα στην ανάφλεξη των όπλων[18]
των Κρητών στις μάχες. Ο Πρακτικίδης παραθέτει αναλυτικότερα τα πολεμικά εφόδια
που κατέφθασαν στην Κρήτη, με πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Καντακουζηνού, μετά
την κατάληψη της Μονεμβασιάς. Αναφέρει ότι απεστάλησαν στην Κρήτη 751 οκάδες
μπαρούτι, 76 μπάλες κανονιών, 246 οκάδες μολύβι, 70 τουφέκια, 5 χαρμπιά[19]
και 5.110 φυσέκια. Μετά τις πρώτες μάχες του Ιουνίου ο Σφακιανός Πρωτοπαπαδάκης,
με δικά του χρήματα, φόρτωσε το βρίκι του με προϊόντα και ο Ρούσος
Δασκαλογιωργάκης τη γολέτα του το ίδιο. Τα πούλησαν στη Μάλτα και επέστρεψαν
στα Σφακιά με όπλα και πολεμοφόδια. Αλλά η έλλειψη πολεμοφοδίων ήταν τόσο
μεγάλη, που οι επαναστάτες, για λόγους θρησκευτικού φανατισμού αλλά και
πρακτικούς, δεν δίστασαν, στις αρχές Ιουλίου, να γκρεμίσουν το τζαμί των
Ρουστίκων Ρεθύμνου, ώστε να πάρουν τον συνδετικό μόλυβδο για να φτιάξουν
σφαίρες για τα τουφέκια τους. Με δύο απέλπιδες επιστολές προσπάθησαν οι Κρήτες
να προμηθευτούν όπλα και πολεμοφόδια από την Ελλάδα. Η πρώτη, στις 20 Αυγούστου
του Ιωάννη Κλάδου με παραλήπτη τον Λάζαρο Κουντουριώτη, μιλάει για μεγάλη
έλλειψη αρμάτων των Σφακιανών και «διά τούτο κάμετε και εις αυτούς το έλεός σας». Η δεύτερη επιστολή στάλθηκε στις 7
Σεπτεμβρίου από τον Αφεντούλιεφ, ο οποίος δεν είχε αναλάβει ακόμα Γενικός
Διοικητής της Κρήτης. Παραλήπτες οι γνωστοί ιδιοκτήτες των μπαρουτόμυλων της
Δημητσάνας αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι: «…οι Κρήτες δεν ζητούν άλλο από υμάς, ει μη
βαρούτην…». Η τελευταία αξιόλογη
βοήθεια σε πολεμικό υλικό που κατέφθασε στην Κρήτη ήταν στις 6 Οκτωβρίου,[20]
όταν αφίχθη στο Λουτρό ο Βασιλόπουλος με δύο πλοία φορτωμένα με 900 τουφέκια
που είχαν αγοραστεί από τη Μασσαλία με χρήματα[21]
που είχε προσφέρει ο Ιωάννης Βαρβάκης πολλούς μήνες πριν. Στην κρίσιμη καμπή
του αγώνα του πρώτου έτους, στα τέλη Σεπτεμβρίου κατέφθασαν στο νησί μη Κρήτες
στρατιώτες για να βοηθήσουν στην επανάσταση, ενώ και στις 10 Οκτωβρίου
κατέφθασαν στο Λουτρό καράβια με οπλισμένους επαναστάτες από την άλλη Ελλάδα
και τη Μ. Ασία.
Απ’ όλα τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε
ότι η λαφυραγωγία ήταν ο μοναδικός τρόπος απόκτησης όπλων και πολεμοφοδίων από
τους επαναστάτες. Στις πρώτες μάχες ακολουθούσαν πίσω από τους οπλισμένους
πολλοί Κρήτες άοπλοι, με μόνα όπλα πέτρες, ρόπαλα (χουρχούδες όπως τις
αποκαλούσαν), σπαθόβεργες[22]
και λουράτες σφεντόνες για να δημιουργούν φόβο στους αντιπάλους και να αρπάξουν
ένα τουφέκι από κάποιον Τούρκο. Πολλές φορές ο άοπλος επαναστάτης κρατούσε ψηλά
τη βέργα του κραδαίνοντάς την, ώστε να μοιάζει με τουφέκι, εκφοβίζοντας τον
αντίπαλο. Μετά τη μάχη στους Κάμπους Σφακίων, αρχές του Ιουλίου, οι ραβδούχοι,
όλο το βράδυ, έψαχναν ανάμεσα στα χαμόκλαδα για να ολοκληρώσουν τη σκύλευση των
νεκρών. Ούτε καλτσοδέτα δεν άφηναν.
Οι Τούρκοι είχαν αντιληφθεί αυτή την
αναγκαστική τάση των επαναστατών για λαφυραγωγία κι έτσι πολλές φορές έριχναν
τα όπλα τους για να επιβραδύνουν την καταδίωξή τους. Αυτό δεν γινόταν πάντα με
επιτυχία, αφού συχνά οι Κρήτες τούς προλάβαιναν στο τρέξιμο, τους έπαιρναν τα
όπλα από τον ώμο και τους πυροβολούσαν αν το όπλο ήταν γεμάτο ή τους σκότωναν
με το κοντάκι του όπλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Λακκιώτης Γεώργιος
Νικολουδάκης που στην εκστρατεία των Τούρκων εναντίον των Σφακίων στις αρχές
Ιουλίου σκότωσε πολλούς εχθρούς αφαιρώντας από τους ώμους τους τα τουφέκια
τους. Στην ίδια μάχη, ο επίσης Λακκιώτης Σαρηδαντώνης, λέγεται ότι σκότωσε στην
καταδίωξη δεκατέσσερις Τούρκους, των οποίων τα όπλα πήρε.
Στις μάχες των πρώτων μηνών της
επανάστασης τεράστιες ποσότητες όπλων και πολεμοφοδίων έπεσαν στα χέρια των
επαναστατών. Μετά τη μάχη στον Άη Γιάννη τον Καμένο, στα μέσα του Ιουνίου, όλα
τα είδη της επιμελητείας των Τούρκων έπεσαν στα χέρια των χριστιανών καθώς και
πολλά όπλα που όπλισαν τους ραβδούχους που ακολουθούσαν περιμένοντας την ποθητή
σκύλευση των νεκρών. Μάλιστα, επειδή ο Ντελή Μουσταφά προχωρούσε ήδη προς τον
Άγιο Βασίλειο, οι νικητές, μετά από παρότρυνση του Ηγουμένου Μελχισεδέκ
Τσουδερού, άφησαν τα λαφυραγωγημένα όπλα σε κεντρικό σημείο στην Κοξαρέ, με
φρουρές να τα φυλάνε για να τρέξουν προς το Σπήλι ώστε να προλάβουν τον Ντελή
Μουσταφά. Ο Μελχισεδέκ τους ενθάρρυνε προς αυτό λέγοντάς τους ότι νέα λάφυρα
τους περίμεναν και ότι θα τα μοίραζαν μετά όλα μαζί. Μάλιστα, μετά τη σύλληψη
του Ντελή Μουσταφά, τα επάργυρα άρματά του, με προτροπή του ίδιου, δόθηκαν στον
Ιωάννη Τσουδερό ο οποίος τον είχε συλλάβει. Μετά τη μάχη του Κατρέ στα Σφακιά, στα μέσα
Ιουλίου, ολόκληρες εφοδιοπομπές από τους 12.000 Τούρκους που πήραν μέρος στην
εκστρατεία έπεσαν στα χέρια των επαναστατών, με τα λάφυρα να σχηματίζουν
σωρούς. Στα τέλη Ιουλίου στη μάχη που έγινε κοντά στο Θέρισο με αρχηγό τον
Τσελεπή, έπεσαν στα χέρια των επαναστατών 180 τουφέκια, 2 κανόνια και 8 κασέλες
με 6.800 φυσέκια. Εκτός από τα τουφέκια, οι επαναστάτες αναζητούσαν εναγωνίως
και πυρίτιδα να λαφυραγωγήσουν, αφού υπήρχε πάντα ο φόβος να τους λείψουν κατά
τη διάρκεια της μάχης τα πολεμοφόδια. «…πλειοτέραν ευχαρίστησιν ελάμβανον όταν
έπαιρναν βαρούτην του εχθρού, παρά παν άλλο λάφυρον».
Η προσδοκώμενη λαφυραγωγία και η
σκύλευση των νεκρών δημιούργησε αρνητικά αποτελέσματα στην έκβαση των
περισσοτέρων μαχών, αφού αν καταδίωκαν οι επαναστάτες τους Τούρκους οι απώλειές
τους θα ήταν πολύ μεγαλύτερες. Πάντως, στις μάχες των δύο πρώτων μηνών οι
επαναστάτες κατάφεραν να πάρουν από τους Τούρκους περίπου 3.000 τουφέκια, αφού
στα τέλη Ιουλίου, στη μεγάλη εκστρατεία του Σερίφ πασά του Ηρακλείου εναντίον
των Σφακίων συντάχθηκαν περίπου 3.000 Κρήτες οπλισμένοι για να τον
αντιμετωπίσουν. Βέβαια, ο αγώνας έφερνε και βλάβες στα όπλα κι έτσι κάθε
πολεμικό σώμα ήταν υποχρεωμένο να διατηρεί κι έναν αριθμό όπλων σε εφεδρεία. Αυτό
ήταν απόλυτα φυσιολογικό, αφού πολλά όπλα ήταν ήδη πεπαλαιωμένα και όχι καλά
συντηρημένα, όπως μαρτυρά και το δημοτικό άσμα:
Οι Σφακιανοί μας πολεμούν με τα
λουροδεμένα[23]
και θα μας εξεβγάλουσι για το θεό τον
ένα.
Σε καμία όμως περίπτωση στα τέλη
Ιουλίου ο αριθμός των οπλισμένων επαναστατών δεν υπερέβαινε τους 4.000.
Η λαφυραγωγία σε όπλα, πολεμοφόδια,
τρόφιμα και οτιδήποτε άλλο πολύτιμο, αποτελούσε για αρκετούς πένητες και
εξαθλιωμένους επαναστάτες την μοναδική αιτία που συμμετείχαν στις μάχες.
Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 1.000 τουφέκια που λαφυραγωγήθηκαν, τα έκρυψαν
αυτοί που τα άρπαξαν για να τα πουλήσουν αργότερα σε υψηλότερες τιμές. Αμύθητες
και απίστευτες ήταν οι τιμές που είχαν φτάσει τα όπλα. Ολόκληρη περιουσία
δινόταν για ένα τουφέκι και μια πιστόλα. Οι άοπλοι Κρητικοί έδινα ό,τι είχαν
και δεν είχαν σε χρήματα ή σε κοσμήματα για να προμηθευτούν ένα τουφέκι. Μέχρι
και ένα ολόκληρο λιόφυτο έδιναν για να αγοράσουν ένα καλό όπλο. Όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά ο Κριτοβουλίδης: «Ο Κρης στρατιώτης δεν επρόσμενεν κατ’ αρχάς
διαταγή διά να κινηθή. Το όπλο έθετε επ’ ώμων και άρτον εν τη πήρα και έτρεχε
προθύμως όπου εκάλει αυτόν η της πατρίδος του ανάγκη, με την ελπίδα ότι έμελλε
να συλλήση και όπλα εχθρικά».
Η λαφυραγωγία, βέβαια, είχε και
ορισμένους κανόνες, οι οποίοι σπάνια ακολουθούνταν. Τα όπλα και τα πολεμοφόδια
που βρίσκονταν συγκεντρωμένα παραδίδονταν στους αρχηγούς για να μοιραστούν
στους άοπλους που ακολουθούσαν. Όποιο, όμως, όπλο έπεφτε στα χέρια του Κρητικού
από Τούρκο που σκότωνε, τότε, δικαιωματικά του ανήκε. Αυτό το πουλούσε στους
άοπλους που ακολουθούσαν γι αυτόν τον λόγο. Πολλές φορές γίνονταν παράτολμοι
θέτοντας σε αναίτιο κίνδυνο ακόμα και την ίδια τους τη ζωή για να πάρουν ένα
τουφέκι και να το μεταπουλήσουν στη συνέχεια. Οι αρχηγοί με δυσκολία κατόρθωναν
να περισώσουν μερικά όπλα από εκείνους που είχαν βρει την ευκαιρία να αρπάξουν
δύο και τρία τουφέκια για να τα πουλήσουν αργότερα στους άοπλους στα χωριά που
σταματούσαν για ανάπαυση. Η ζήλια των άοπλων προς τους οπλισμένους επαναστάτες
έφθανε, πολλές φορές, ως τον φθόνο, ακόμα και το έγκλημα, γιατί η έλλειψη
τουφεκιού τούς έκανε να αισθάνονται κατώτεροι. Πολλοί από τους άοπλους κατόρθωναν
να βρουν όπλα είτε σκοτώνοντας δολοφονικά είτε κλέβοντας σαν κοινοί λωποδύτες
τον κουρασμένο και κοιμισμένο οπλοφόρο. Γι αυτό κι ο ένοπλος κρητικός
επαναστάτης δύσκολα έμενε μόνος. Πολλές φορές, περισσότερο κίνδυνο διέτρεχε από
τους χριστιανούς για το δεύτερο τουφέκι, παρά από τους Τούρκους.
Ένα ακόμα πρόβλημα των
επαναστατημένων Κρητών ήταν ο ανεφοδιασμός τους και η επιμελητεία τους, σε
σχέση με τον οργανωμένο τούρκικο στρατό. Ο Κρητικός επαναστάτης, φεύγοντας για
τη μάχη, έπαιρνε τη βούργια του που είχε μέσα το μπαρούτι και το μολύβι, έβανε
κι ένα φλασκί νερό, ένα καύκαλο παξιμάδι κρίθινης κουλούρας, λίγες ελιές κι αν
είχε κι ένα κρεμμύδι. Καθένας τους κρατούσε στην πλάτη του όλη την υπηρεσία του
ανεφοδιασμού σε τρόφιμα και πυρομαχικά, αντίθετα με τους Τούρκους που είχαν
οργανωμένη επιμελητεία με δεκάδες μουλάρια φορτωμένα με τρόφιμα και πολεμοφόδια
και ακολουθούσαν το εκστρατευτικό σώμα.
Η κρητική επανάσταση, όμως, δεν
διεξαγόταν μόνο στην ξηρά. Ένα μεγάλο και σπουδαίο πεδίο πολεμικών συγκρούσεων
ήταν και η θάλασσα με προσπάθεια ναυτικού αποκλεισμού του νησιού και από τις
δύο πλευρές. Είκοσι περίπου πλοία είχαν τότε οι Σφακιανοί, μπρίκια και γολέτες,
τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στον ναυτικό αποκλεισμό του νησιού. Οι
Σφακιανοί ναύτες, όμως, προτιμούσαν να πολεμούν στην ξηρά παρά στη θάλασσα. Η
Καγκελαρία των Σφακίων, με δύο επιστολές της προς τους πρόκριτους της Ύδρας,
στις 13 και 14 Αυγούστου, τους παρακαλεί να αποστείλουν, εκτός από όπλα και
πολεμοφόδια, όσο περισσότερα πλοία μπορούν στην Κρήτη «να τους κλείσομεν πάλι
ως και πρότερον» και «η δυστυχής πατρίς υπόσχεται να σας ευχαριστήση με
μηνιαίον μισθόν». Αν υπήρχαν επαρκή
όπλα και καράβια και η επανάσταση θα εξαπλωνόταν πιο γρήγορα και το φρούριο του
Ρεθύμνου θα πολιορκούταν με καράβια και θα έπεφτε.
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει
στη χρήση των κανονιών από τους επαναστάτες. Σε αρκετές μάχες έπεσαν στα χέρια τους
τούρκικα κανόνια. Ενδεικτικά αναφέρουμε την πρώτη εκστρατεία των Τούρκων
εναντίον των Σφακίων στις αρχές του Ιουλίου, όπου στα χέρια των Κρητικών έπεσαν
5 κανόνια και στα τέλη Ιουλίου, στη μάχη κοντά στο Θέρισο, όπου λαφυραγωγήθηκαν
2 κανόνια. Επίσης, στις 21 Ιουνίου κατέφθασε πλοίο στο Λουτρό, που εκτός των
άλλων πολεμοφοδίων έφερε στους επαναστάτες και κάποια κανόνια, ενώ μετά την
κατάληψη της Μονεμβασιάς έφτασαν στο νησί και 76 μπάλες κανονιών.
Δεν γνωρίζουμε αν οι επαναστάτες
χρησιμοποίησαν αυτά τα κανόνια στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των
Τούρκων. Μόνο σε μια περίπτωση έχουμε τέτοια πληροφορία, και αφορά στην πολιορκία
του πύργου του Αληδάκη στο Μπρόσνερο Χανίων, στα τέλη Ιουνίου, με ένα παλιό
κανόνι που μετέφεραν οι Σφακιανοί μετά την κατάληψη του φρουρίου του Αλμυρού.
Για την ίδια πολιορκία και για τη χρήση των κανονιών μιλούν πολλοί
ιστοριογράφοι. Ο Μουρέλλος και ο Παπαδοπετράκης αναφέρουν τη χρήση δύο κανονιών
που είχαν φέρει από τον Αλμυρό, με τον δεύτερο να σχολιάζει την
αναποτελεσματικότητα της χρήσης τους, αφού οι επαναστάτες δεν γνώριζαν καλά τη λειτουργία
τους. Ο Πρακτικίδης, όμως, για την ίδια πολιορκία αναφέρει για κανόνια που
είχαν μεταφερθεί από τα σφακιανά πλοία που βρίσκονταν στο Λουτρό.
Πριν κλείσουμε το παρόν άρθρο, θα
αναφέρουμε κάποιες πληροφορίες σχετικές με τη συμμετοχή των γυναικών της Κρήτης
στην ένοπλη επανάσταση του 1821, που σε ορισμένες περιπτώσεις ο ρόλος τους ήταν
σημαντικός.
Η Μαρία Δασκαλάκη, κόρη του ήρωα
επαναστάτη Ιωάννη Βλάχου ή Δασκαλογιάννη, γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων,
πιθανότατα το 1752. Πιάστηκε αιχμάλωτη από τους Τούρκους στη μάχη της Ανώπολης
και δόθηκε ως σκλάβα στον διερμηνέα του πασά του Ηρακλείου, Αμπλουσαμέτ πασά, ο
οποίος την παντρεύτηκε και στη συνέχεια αναχώρησαν για την Κωνσταντινούπολη, που
ο πασάς είχε μεγάλη περιουσία και διέμειναν μόνιμα. Έκτοτε, οι δικοί της έχασαν
τα ίχνη της.
Όταν στα μέσα Μαρτίου του 1821, το
μπρίκι του παπά Πολάκη, με τη συνοδεία του Γεώργιου Τσελεπή, εγγονού του
Δασκαλογιάννη, όπως έχουμε αναφέρει και παραπάνω, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη
για να αγοράσει όπλα, τους πλησίασε μια μοναχή, μαζί με ένα κορίτσι και τον
σωματοφύλακά της και τους ρώτησε πού πήγαιναν. Οι Σφακιανοί της είπαν πως ήταν
Κρητικοί και ότι θα επέστρεφαν στην Κρήτη. Η γυναίκα, τότε, τους αποκάλυψε την
ταυτότητά της και η έκπληξη όλων και η συγκίνηση, ιδίως του Τσελεπή, ήταν
τεράστια, αφού μετά από πενήντα χρόνια ξανασυναντούσε τη θεία του τη Μαρία. Ο
πασάς άντρας της είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια, όπως τους είπε και
επιθυμούσε να πάει στην Τήνο για να μονάσει, αφού, ήδη, ήταν σε μεγάλη ηλικία. Πράγματι,
το πλοίο άφησε τη Μαρία Δασκαλάκη στην Τήνο και τον Τσελεπή στην Σάμο για να
στρατολογήσει εκεί επαναστάτες να τους οδηγήσει στην Κρήτη. Η Μαρία Δασκαλάκη,
μαθαίνοντας τις επαναστατικές προθέσεις των Σφακιανών και το ανιψιού της Γεώργιου
Τσελεπή, με δικά της έξοδα, έδωσε εντολή στον πιστό της υπηρέτη Νικόλαο Ζερβό ή
Ζερβονικόλα, να στρατολογήσει έως είκοσι παλικάρια ώστε να ενωθούν με αυτά που
θα στρατολογούσε ο Τσελεπής στη Σάμο και όλοι μαζί να κατευθυνθούν στα Σφακιά,
που οργανωνόταν ήδη η επανάσταση. Η Μαρία Δασκαλάκη παρέμεινε στην Τήνο, όπου
και πέθανε το 1823.
Ο Μουρέλλος, βέβαια, παραθέτει λίγο
διαφορετικά τα γεγονότα. Πράγματι, η Μαρία Δασκαλάκη είχε παντρευτεί τον Τούρκο
πασά και μετά τον θάνατό του έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε
στην Τήνο σε ένα μοναστήρι πριν βρεθεί εκεί η εικόνα της Παναγίας. Από εκεί η
Μαρία Δασκαλάκη έδωσε τα πρώτα σημεία ζωής στους συγγενείς της στα Σφακιά. Αυτό
το γνώριζε ο Τσελεπής, καθώς και την οικονομική της ευρωστία κι έτσι, επιστρέφοντας
από την Κωνσταντινούπολη σταμάτησε στην Τήνο, συνάντησε τη θεία του και της
ζήτησε οικονομική βοήθεια για τον επικείμενο αγώνα των Κρητών, πράγμα που η
Μαρία Δασκαλάκη έπραξε με μεγάλη χαρά. Έδωσε χρήματα στον ανιψιό της για να
στρατολογήσει άνδρες στη Σάμο, με τη βοήθεια του υπηρέτη της Νικόλαου Ζερβού, ο
οποίος ακολούθησε τον Τσελεπή στην Κρήτη, συμμετέχοντας και ο ίδιος σε μάχες
της επανάστασης.
Στην αποτυχημένη εκστρατεία των Τούρκων στα
Χανιά, στις αρχές του Αυγούστου, με επικεφαλής τον Καούνη, οι ηρωικές γυναίκες
του Θερίσου άρχισαν κι αυτές να κυνηγούν τους Τούρκους, έχοντας τα φουστάνια
τους πιασμένα στη μέση και τρέχοντας να αρπάζουν τα τουφέκια από τους
σκοτωμένους μουσουλμάνους για να πάρουν εκδίκηση για τον όλεθρο που άφησαν πίσω
τους. Οι γυναίκες του χωριού με ηρωισμό μετέφεραν στις θέσεις που κρατούσαν οι
άντρες τους φρούτα, ώστε να δροσιστούν από τον καλοκαιρινό καύσωνα και να μην
τις εγκαταλείψουν, εμψυχώνοντάς τους παράλληλα. Μια γυναίκα, μάλιστα, παρότι
ένα εχθρικό βόλι έσπασε τη στάμνα με το νερό που κουβαλούσε στον ώμο της, αυτή
συνέχισε το δρόμο της κρατώντας στο άλλο χέρι ένα καλάθι σταφύλια που
προορίζονταν για τους αγωνιστές επαναστάτες.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να
πούμε ότι η έλλειψη όπλων και πολεμοφοδίων στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της
επανάστασης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβασή της. Αυτή ήταν άλλωστε και η
αιτία που καθυστέρησε να ξεκινήσει η επανάσταση στη νησί κατά δύο μήνες,
περίπου, σε σχέση με την Πελοπόννησο. Η Φιλική Εταιρεία έριξε όλο το βάρος της
οργάνωσης του ένοπλου αγώνα πρώτιστα στον Μοριά και τη Ρούμελη, κωφεύοντας στις
εκκλήσεις των Κρητών για βοήθεια και στήριξη, κυρίως, οικονομική. Αλλά και όταν
με χρήματα από το Κοινόν επιζητούσαν
να αγοράσουν όπλα και πολεμοφόδια, πάλι έβρισκαν κλειστές πόρτες. Καταλυτική
ήταν ή έλλειψη πλοίων, που θα στήριζαν από θαλάσσης τις χερσαίες πολεμικές
επιχειρήσεις στην Κρήτη. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες και εκκλήσεις της
Καγκελαρίας των Σφακίων για ναυτική βοήθεια ώστε να υπάρξει αποκλεισμός του
νησιού και να ενισχυθεί η πολιορκία των φρουρίων κι αυτές έπεσαν στο κενό. Μόνο
οι Κάσιοι ανταποκρίθηκαν, αλλά κι αυτοί σε μικρή κλίμακα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
ΕΝ ΧΑΝΙΟΙΣ. Τ. 15, 2022
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ
Βουρλιώτης Μανόλης (2014). «Οι πρώιμες αφηγηματικές πηγές για
την επανάσταση του 1821 στην Κρήτη». Νέα Χριστιανική Κρήτη 33, (2014), 279-320.
Γούδας Α. (1930). Βιογραφία
Τσουδερών ή Καλλεργών. Εν Αθήναις.
Δερεδάκης Νίκος (2021). «Η προετοιμασία και η έναρξη της
επανάστασης του 1821 στην Κρήτη», εφημερίδα Ρέθεμνος,
20.3.2021.
Δερεδάκης Νίκος (2021). «Τα όπλα των Κρητικών στην επανάσταση
του 1821», εφημερίδα Ρέθεμνος,
3.4.2021.
Θεοδωρογλάκης Αλέξανδρος (2017). «Μαρία Δασκαλογιάννη: Μια
Κρητική ηρωίδα της ελληνικής επανάστασης», εφημερίδα Χανιώτικα Νέα, 25.3.2017
Κριάρης Παναγιώτης (1931). Ιστορία της Κρήτης. Τ. Β’. Εν Αθήναις.
Κριτοβουλίδης Κ. (1859). Απομνημονεύματα
του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών. Εν Αθήναις.
Μουρέλλος Ι.Δ. (1931). Ιστορία
της Κρήτης. Ηράκλειον.
Παπαδοπετράκης Γρηγόριος (1971). Ιστορία των Σφακίων. Αθήναι. Αδελφοί Βαρδινογιάννη.
Σπυρόπουλος Γιάννης (2014). Κοινωνική, διοικητική, οικονομική και πολιτική διάσταση του οθωμανικού
στρατού: οι γενίτσαροι της Κρήτης, 1750-1826. Διδακτορική διατριβή,
Πανεπιστήμιο Κρήτης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας.
Φαφουτάκης Παύλος (1889). Συλλογή
ηρωικών κρητικών ασμάτων. Εν Αθήναις.
Ψιλάκης Βασίλειος (χ.χ.). Ιστορία
της Κρήτης. Τ. Γ’. Εκδ. Μινώταυρος. Αθήναι.
Μνημεία κρητικών επαναστάσεων (1977). Αθήναι. Ιστορική
Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης.
Συλλογή εγγράφων Ζαχαρία Πρακτικίδη (1953). Χανιά. Ιστορικόν
Αρχείον Κρήτης.
Pashley Robert (1994). Ταξίδια στην Κρήτη. Τ. Β’. Ηράκλειο. Τ.Ε.Δ.Κ. Κρήτης.
[1] «Οι κάτοικοι Έλληνες των μερών τούτων δεν επανεστάτησαν συγχρόνως με τους της Ρεθύμνης και Κυδωνίας διότι πολεμοφόδια και όπλα δεν ήσαν αρκούντα εις Κρήτην». Κριτοβουλίδης 1859, 37.
[2] Κατά τον Παπαδοπετράκη, τα πολεμοφόδια αυτά κατέφθασαν στις αρχές του Μάη από έναν Σάμιο πλοίαρχο και πληρώθηκαν από τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από τους πρώτους εράνους. Παπαδοπετράκης 1971, 182.
[3] Ο Μουρέλλος αναφέρει ότι η σύλληψή τους έγινε στα τέλη του Νοέμβρη. Οι Τούρκοι προφασίστηκαν ότι θα τους πήγαιναν στην Κάντανο για να επιδιορθώσουν τα όπλα τους κι εκεί τους φυλάκισαν. Στη συνέχεια σκότωσαν τον Πέτρο και τον Γιάννη. Μουρέλλος 1931, 541.
[4] Στις 7 Απριλίου έγινε ολιγομελής σύσκεψη των προκρίτων και των καπεταναίων των Σφακίων στα Γλυκά Νερά. Στις 15 Απριλίου έγινε μεγάλη Γενική Συνέλευση στο Λουτρό, όπου ορίστηκε εξαμελής προσωρινή διοίκηση του αγώνα που έλαβε το όνομα «Καγκελαρία των Σφακίων». Δερεδάκης, εφημερίδα Ρέθεμνος, 20.3.2021.
[5] Οι Σφακιανοί, παραμονές της επανάστασης, διέθεταν 27 τριίστια πλοία και άλλα μικρότερα. Παπαδοπετράκης 1971, 177.
[6] Ο Ανδρέας Φασούλης ήταν εμποροπλοίαρχος από την Ανώπολη Σφακίων, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Μετά την έκρηξη της επανάστασης έλαβε τον βαθμό του Πεντακοσίαρχου και αργότερα τιμήθηκε με τον βαθμό του λοχαγού της Βασιλικής Φάλαγγας. Μνημεία κρητικών επαναστάσεων 1977, 250.
[7] Ο Αναγνώστης Παναγιώτου ή Πωλίδης ήταν εμποροπλοίαρχος, ορισμένος υπεύθυνος των ναυτικών επιχειρήσεων από την Καγκελαρία. Συμμετείχε σε πολλές αποστολές στην Ελλάδα για να ζητήσει πολεμικά μέσα για την Κρήτη. Μετά το τέλος της επανάστασης κατέφυγε στη Μήλο. Μνημεία κρητικών επαναστάσεων 1977, 249.
[8] Ισπανικό ασημένιο νόμισμα που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στις διεθνείς συναλλαγές. Ονομαζόταν δίστηλο επειδή απεικόνιζε στη μία όψη τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ). Δερεδάκης, εφημερίδα Ρέθεμνος, 20.3.2021.
[9] Μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στάλθηκε στα νησιά του Αιγαίου για να τα ξεσηκώσει. Επί Καποδίστρια συμμετείχε στη διοίκηση του κράτους, αλλά ο Όθωνας τον εκδίωξε ως συνωμότη. Πέθανε το 1863. Μνημεία κρητικών επαναστάσεων 1977, 249.
[10] Άλλοι ιστορικοί αναφέρουν 150 οπλισμένους και άλλοι 200 ότι συναντήθηκαν στον Κουρκουλό υπό τον Ηγούμενο Μελχισεδέκ Τσουδερό. Όποιος και να είναι ο πραγματικός αριθμός, το σώμα των Αγιοβασιλιωτών που βρέθηκε στα Σφακιά κατά την έναρξη της επανάστασης ήταν το πιο πολυπληθές και το πιο αξιόμαχο μετά από αυτό των Σφακιανών.
[11] Ήταν πρόκριτος από τον Τζιτζιφέ Χανίων. Κατά την έναρξη της επανάστασης διέφυγε από τα Χανιά με τη βοήθεια του Κασίμ Αγά και κατέφυγε στα Σφακιά. Ως επικεφαλής σώματος Αποκορωνιωτών έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, αλλά σκοτώθηκε έξω από το φρούριο της Γραμβούσας τον Δεκέμβριο του 1823. Μνημεία κρητικών επαναστάσεων 1977, 258.
[12] Το χαρτί προοριζόταν για το τύλιγμα των φυσεκιών.
[13] Τα ανύχια ήταν οι πυριτόλιθοι για την ανάφλεξη της μπαρούτης στα τουφέκια.
[14] Τα πρώτα όπλα που αγοράστηκαν από το εξωτερικό πριν την έναρξη της επανάστασης μοιράστηκαν όλα στα Σφακιά. Για τον λόγο αυτό εμφανίζεται τόσο αυξημένος ο αριθμός των Σφακιανών οπλοφόρων. Μουρέλλος 1931, 437.
[15] Εντύπωση προκαλεί ότι δεν αναφέρονται όπλα ανήκοντα στους άνδρες των οπλαρχηγών της ανατολικής Κρήτης, παρότι ο Μιχαήλ Κουρμούλης ήταν παρών στην Θυμιανή και είναι γνωστό ότι είχε στην κατοχή του ένα σεβαστό αριθμό όπλων.
[16] Η τιμή της οκάς της μπαρούτης έφτανε στα 22 έως και 25 γρόσια. Βουρλιώτης 2014, 312.
[17] Ο σολδάτος ή σολτάτος ήταν είδος τουφεκιού
[18] Πολλά όπλα εθλάσθησαν. Η καλύτερη πυρίτιδα που χρησιμοποιούσαν οι Κρήτες ήταν η αγγλική και η ολλανδική. Κριτοβουλίδης 1859, 54. Στη μάχη του Αλμυρού, στις αρχές Αυγούστου, η κακής ποιότητας μπαρούτη που είχε καταφθάσει από τη Μονεμβασιά έσπαγε τα τουφέκια των επαναστατών σκοτώνοντας, πολλές φορές, και τον ίδιο τον αγωνιστή. Μουρέλλος 1931, 507.
[19] Το χαρμπί ήταν εξάρτημα που χρησίμευε για το γέμισμα του εμπροσθογεμούς όπλου, για να σπρώξει το φυσέκι βαθιά στην κάνη. Επίσης, ανάλογα με τον τύπο του, αν ήταν αιχμηρό, είχε τον ρόλο του μικρού ξίφους, ή, αν ήταν διμεταλλικό, χρησίμευε και ως μικρή τσιμπίδα για να πιάνουν τα κάρβουνα να ανάβουν τα τσιμπούκια τους. Δερεδάκης, εφημερίδα Ρέθεμνος, 3.4.2021.
[20] Ο Κριάρης αναφέρει ότι τα όπλα έφτασαν πολύ αργότερα, τον Ιούλιο του 1822. Κριάρης 1931, 182-183.
[21] Ο Βαρβάκης είχε δώσει στον Βασιλόπουλο 25.000 ρούβλια που αντιστοιχούσαν σε 37.500 γρόσια. Μουρέλλος 1931, 525-526 και Κριάρης 1931, 182-183.
[22] Το μόνο νόμιμο «όπλο» που μπορούσε να έχει στην κατοχή του ο Κρητικός στην εποχή τους τούρκικης δουλείας ήταν η σπαθόβεγα, μια καθαρά κρητική επινόηση, που όπως μαρτυρά και η ονομασία της ήταν ένα ξύλινο σπαθί που όμως αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμο και άκρως αποτελεσματικό στις πρώτες μάχες της επανάστασης. Στη μάχη στον Σκλαβόκαμπο στα Ανώγεια, τον Απρίλιο του 1822, διακόσιοι Ανωγειανοί, με μοναδικά τους όπλα χουρχούδες, σπαθόβεργες και λουράτες σφεντόνες κατατρόπωσαν ισάριθμους καλά οπλισμένους Τούρκους που έρχονταν από το Ηράκλειο. Δερεδάκης, εφημερίδα Ρέθεμνος, 3.4.2021.
[23] Λουροδεμένα εννοεί τα όπλα που ήταν δεμένα με υφασμάτινες λουρίδες λόγω της παλαιότητάς τους.
Σχόλια