Οι πολεμικές συγκρούσεις στην επαρχία Μυλοποτάμου κατά την επανάσταση του 1821
Η επανάσταση του 1821 στην Κρήτη ξεκίνησε με χρονική διαφορά, τουλάχιστον, δύο μηνών από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Κυριότερη αιτία ήταν η ελλιπής οργάνωση της επανάστασης στο νησί, αφού, μόνο δευτερεύοντες εκπρόσωποι της Φιλικής Εταιρείας κατήλθαν στην Κρήτη και αυτοί περιορίστηκαν μόνο στην ενίσχυση της επαναστατικής ιδέας, χωρίς, ουσιαστικά, να φροντίσουν για την ορθή προετοιμασία ενός τέτοιου σημαντικού και δύσκολου εγχειρήματος. Ειδικά για τον Μυλοπόταμο, οι μόνοι καταγεγραμμένοι Φιλικοί ήταν τα αδέρφια Αντώνης και Γεώργιος Μελιδόνης, που μυήθηκαν στην Εταιρεία το 1819 και 1820, αντίστοιχα. Η μύησή τους, όμως, έγινε στη Μικρά Ασία όπου διέμεναν και οι οποίοι κατέβηκαν στην Κρήτη στα τέλη του 1821, όταν η επανάσταση είχε ήδη αρχίσει.
Στις 29 Μαΐου πραγματοποιήθηκε στην
Παναγία τη Θυμιανή η Γενική Συνέλευση των Κρητών οπλαρχηγών όπου πάρθηκε η
τελική απόφαση κήρυξης της επανάστασης στο νησί. Εκεί καταμετρήθηκαν για πρώτη
φορά τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους οι Κρητικοί για να αντιπαρατεθούν με
τον πολυπληθέστερο οθωμανικό στρατό. Ο Κριτοβουλίδης αναφέρει ότι
καταμετρήθηκαν 1.200 τουφέκια, από τα οποία τα 800 ανήκαν στους Σφακιανούς και
τα υπόλοιπα 400 στους παρευρισκόμενους από την Κυδωνία, τον Αποκόρωνα, τον Άγιο
Βασίλειο και το Ρέθυμνο. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι οι Μυλοποταμίτες δεν
διέθεταν, κατά την έναρξη της επανάστασης, ικανό αριθμό όπλων ώστε να αρχίσουν
με αξιώσεις ένοπλο αγώνα εναντίον των Τούρκων, παρόλο που στη Θυμιανή βρέθηκαν
ως εκπρόσωποι της επαρχίας ο Γεώργιος Καλλέργης και τα αδέρφια Στυλιανός και
Μιχαήλ Χιονάκης.
Κατά το πρώτο έτος της επανάστασης
στην Κρήτη δεν καταγράφεται κανένα σοβαρό πολεμικό επεισόδιο στην περιοχή του
Μυλοποτάμου. Οι πρώτες επαναστατικές δραστηριότητες καταγράφονται με την έλευση
στην Κρήτη του Αντώνη Μελιδόνη στα τέλη του 1821, ο οποίος έφτασε επικεφαλής
ομάδας επαναστατών από τη Σάμο και τη Μικρά Ασία.
Τον Ιανουάριο του 1822 ο Μελιδόνης
συνεπικουρούμενος από τον Αλέξανδρο Μαυροθαλασσίτη και τους άντρες τους, οι
περισσότεροι μη Κρήτες, αποφάσισαν να εισβάλλουν στον Μυλοπόταμο για να
απαλλάξουν την περιοχή από την παρουσία των Τούρκων. Ο Μελιδόνης κινήθηκε πρώτα
προς το Αμάρι όπου στρατολόγησε αρκετούς Αμαριώτες και στη συνέχεια
κατευθύνθηκε προς τη Μονή Αρκαδίου, που αποτελούσε στρατηγικής σημασίας σημείο,
αφού έλεγχε την δίοδο για τον Μυλοπόταμο. Από το Μοναστήρι τον ακολούθησαν ο
Ηγούμενος Ματθαίος και άλλοι μοναχοί και όλο το επαναστατικό σώμα κινήθηκε προς
τον Μυλοπόταμο και κατέλαβε το στενό πέρασμα, στη θέση «Τραχήλα» που
επικοινωνούσε το Ρέθυμνο με το Ηράκλειο, στις 13 Ιανουαρίου 1822. Από εκείνο το
σημείο επιτίθενταν στους Τούρκους που κινούνταν προς το Ρέθυμνο ή το Ηράκλειο,
θανατώνοντας αρκετούς από αυτούς.
Η δράση του Μελιδόνη στον Μυλοπόταμο
θορύβησε τους Τούρκους του Ρεθύμνου. Ο Ρεθεμνιώτης Τούρκος Γετιμαλής, τότε,
κατέλαβε αιφνιδιαστικά τη Μονή Αρκαδίου, στις 16 Ιανουαρίου, με 55 άνδρες. Ο
Γετιμαλής ήθελε να προλάβει την περαιτέρω επαναστατική δράση των Κρητικών στον
Μυλοπόταμο, έως ότου οι Τούρκοι του Ρεθύμνου να οργανώσουν μια μελετημένη
εκστρατεία κλείνοντας τα περάσματα προς την επαρχία.
Ο Γετμιαλής με τους άνδρες του
κατέλαβε τη Μονή, φυλάκισε τους μοναχούς και στη συνέχεια οχυρώθηκαν στα κελιά
και στα υπόλοιπα κτίσματα του Μοναστηριού.
Το ίδιο βράδυ, ένας μοναχός κατάφερε
να βγει από το Αρκάδι και έσπευσε στα χωριά του Αμαρίου να ενημερώσει τους
Κρήτες οπλαρχηγούς για την κατάσταση στο Μοναστήρι. Νύχτα, ακόμη, οι
επαναστάτες έφτασαν στο Αρκάδι. Μια
ομάδα Κρητικών κατάφερε να μπει στη Μονή από κάποιο παράθυρο ή κρυφή πόρτα. Από
εκεί ανέβηκαν αθόρυβα στο δώμα του Ηγουμενείου που ήταν κλεισμένοι οι
καλόγεροι. Αφού σκότωσαν τους φρουρούς, απελευθέρωσαν τους μοναχούς, ενώθηκαν
μαζί τους και κατέλαβαν οχυρές θέσεις εντός της Μονής. Ταυτόχρονα, τα σώματα
των οπλαρχηγών Αντώνη Μελιδόνη και Αλέξανδρου Μαυροθαλασσίτη, περικύκλωσαν απ’
έξω το Μοναστήρι.
Με το χάραμα, ξεκίνησε η επίθεση
εναντίον των ανύποπτων Τούρκων, οι οποίοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά: Αυτών
που τη νύχτα είχαν μπει στο Μοναστήρι και αυτών που βρίσκονταν απ’ έξω. Μετά
την πρώτη έκπληξη, οι μουσουλμάνοι οχυρώθηκαν σε διάφορα κελιά, απ’ όπου
αμύνονταν λυσσαλέα εναντίον των επαναστατών. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε
δυνατότητα αντίστασης ή διαφυγής, ήρθαν σε συμφωνία να παραδοθούν, με την
υπόσχεση, από την πλευρά των Κρητών, ότι θα σεβαστούν τη ζωή τους. Αυτοί, όμως,
αθέτησαν την υπόσχεσή τους και τους κατέσφαξαν όλους, ακόμα και τον Γετιμαλή
και τον γιο του.
Μόνο ένας Τούρκος γλίτωσε, ενώ από
τους Κρητικούς έχασαν τη ζωή τους μόλις δεκατρείς.
Το πέρασμα προς τον Μυλοπόταμο ήταν
και πάλι ανοιχτό. Η δολοφονία του Αντώνη Μελιδόνη από τον Ρούσσο Βουρδουμπά,
τον Φεβρουάριο του 1822, ανέκαμψε προσωρινά την επιθετική δράση των επαναστατών
στον Μυλοπόταμο. Το επόμενο διάστημα, όμως, με την αρχηγία του Σφακιανού
Θεόδωρου Χούρδου, οι Μυλοποταμίτες οπλαρχηγοί Σγουρός, Μελίτακας, Καλλέργης,
Σμπώκος, Νιώτης, οι Χαμαλάκηδες, οι Σκουλάδες, ο Ξετρύπης, ο Αγιομαμίτης, με
τους Καστρινούς Ζερβουδάκη και Παλμέτη, μαζί με τους Ελλαδίτες του
Μαυροθαλασσίτη, συγκρότησαν ένα ισχυρό σώμα 500 περίπου ανδρών που διέτρεχαν
απ’ άκρη σ’ άκρη όλη την επαρχία εκδιώκοντας τους Τούρκους, που έντρομοι εγκατέλειπαν
τα μετόχια τους αναζητώντας την ασφάλεια των τειχών του Ηρακλείου. Στη
συνέχεια, οι περισσότεροι από τους οπλαρχηγούς με τους άντρες τους έφυγαν από
την περιοχή για να συνεχίσουν τον αγώνα τους προς τα Ρεθεμνιώτικα και τα
Ηρακλειώτικα.
Την απομάκρυνση των επαναστατών
πληροφορήθηκε από το Ηράκλειο που είχε καταφύγει ο Μαλικαναγάς του Μυλοποτάμου,
Μουλά Αχμέτ Κιρίμης, που είχε το μετόχι του και τον πύργο του στην Επισκοπή
Μυλοποτάμου. Θεώρησε σκόπιμο να πάει στα κτήματά του για να περιποιηθεί την
περιουσία του που το τελευταίο διάστημα είχε παραμεληθεί λόγω των επαναστατικών
γεγονότων. Πήρε μαζί του τους τρεις μικρότερους αδελφούς του και 347 από τους
πιο διαλεκτούς Τούρκους και τράβηξε για τον πύργο του. Πέρασε απαρατήρητος απ’
όλον τον Μυλοπόταμο, αφού οι επαναστάτες είχαν αφήσει τα περάσματα και έφτασε
ανενόχλητος μέχρι την Επισκοπή. Περνώντας από το χωριό Χώνος, μερικοί από τους
άντρες του ξεστράτησαν, μπήκαν στο χωριό, σκότωσαν αναίτια δέκα χριστιανούς,
τους έκοψαν τα κεφάλια τους και ως ανδραγάθημα τα παρουσίασαν στον Κιρίμη. Αυτός,
ως λέγεται, τους επέπληξέ λέγοντάς τους:
«Ημείς ήλθομεν εδώ όχι να ερεθίζωμεν εις αποστασίαν τον λαόν, αλλ’ αν δυνηθώμεν
να προφυλάξωμεν από ενδεχόμενην ερήμωσιν την επαρχίαν και τα κτήματά μας».
Το περιστατικό στον Χώνος
πληροφορήθηκαν ο Μαυροθαλασσίτης με τον Ανδρακό που βρίσκονταν στο Ρουσσοσπίτι.
Αμέσως έτρεξαν με τους άνδρες τους και άλλους Μυλοποταμίτες καπετάνιους, που
είχαν ήδη ειδοποιηθεί, να περικυκλώσουν τους Τούρκους μέσα στον πύργο. Οι
Τούρκοι, βλέποντας τη δεινή θέση που βρέθηκαν, έστειλαν μαντατοφόρο στο Ρέθυμνο
ζητώντας βοήθεια. Αυτός, όμως, στη διαδρομή συνελήφθη από τους Κρητικούς και το
μήνυμά του δεν έφτασε ποτέ. Οι επαναστάτες περικύκλωσαν στενά τον πύργο και
άρχισε άγριο τουφεκίδι. Μετά από αρκετή ώρα οι πολιορκημένοι Τούρκοι είδαν να
καταφθάνουν από μακριά οπλοφόροι. Θεώρησαν ότι ήταν η βοήθεια που περίμεναν από
το Ρέθυμνο. Ήταν όμως ο Χούρδος με τους άντρες του, που είχαν έρθει για να βοηθήσουν
στην πολιορκία. Οι Τούρκοι, παραπλανημένοι, έκαναν ορμητικοί έξοδο από τον
πύργο και κατάφεραν, προσωρινά, να διασκορπίσουν τους επαναστάτες μέχρι τους
κοντινούς λόφους του Αγίου Μάμα. Καταφθάνοντας, όμως, ο Χούρδος με τους άντρες
του, οι Τούρκοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά. Στη σύντομη μάχη που επακολουθεί,
οι Τούρκοι αφήνουν δεκαπέντε νεκρούς, ενώ οι Κρητικοί μόνο έναν και τραβούν
τους τραυματίες τους μέσα στον πύργο. Αντέχουν σθεναρά στην πολιορκία, αφού
έχουν αρκετά τρόφιμα, αλλά όχι νερό, που τους έχει τελειώσει από την πρώτη
κιόλας ημέρα. Η πολιορκία διαρκεί τρεις μέρες, με αδιάλειπτους και σφοδρούς
πυροβολισμούς μέρα και νύχτα. Οι επαναστάτες επιθυμούσαν να καταλάβουν τον
πύργο όσο πιο γρήγορα γινόταν, επειδή φοβούνταν ότι θα έφθαναν ενισχύσεις στους
έγκλειστους από το Ηράκλειο.
Την τέταρτη μέρα οι Τούρκοι, υπό την
πίεση της έλλειψης νερού, αλλά και από μια αποτυχημένη προσπάθεια των
χριστιανών να ανατινάξουν μέρος των τειχών με δυναμίτη, ζήτησαν να
διαπραγματευθούν και να αποχωρήσουν από τον πύργο. Η πρόταση του Χούρδου να
εγκαταλείψουν τον πύργο, παίρνοντας μαζί τους πενήντα τουφέκια για την ασφάλειά
τους στον δρόμο, δεν γίνεται δεκτή κι έτσι η πολιορκία συνεχίζεται.
Στο μεταξύ, από το Ηράκλειο έχει
ξεκινήσει εκστρατευτικό σώμα από 300 Γερλήδες γενίτσαρους με επικεφαλής έναν
από τους επιφανέστερους Τουρκοκρητικούς, τον Λαδάογλου, για να λύσει την
πολιορκία του πύργου των Κερίμηδων, που είχε ήδη μαθευτεί. Οι Τούρκοι πίστευαν
ότι δεν θα συναντήσουν καμιά αντίσταση στον δρόμο, αφού, γνώριζαν καλά, ότι οι
κάτοικοι του ορεινού Μυλοποτάμου εξακολουθούσαν να είναι άοπλοι στην
πλειονότητά τους.
Παίρνουν τον δρόμο της Τυλίσου. Οι
Ανωγειανοί έχουν πληροφορηθεί τον ερχομό των Τούρκων και αποφασίζουν να τους
κόψουν τον δρόμο. Κρυφά, οι γοργοπόδαροι Ανωγειανοί παρακολουθούν τη διαδρομή
τους, ενημερώνοντας παράλληλα τους οπλαρχηγούς τους. Οι οπλοφόροι που κατάφεραν
να συγκεντρώσουν οι καπεταναίοι των Ανωγείων, Βασίλης Σμπώκος, τα αδέρφια
Γιάννης και Σταυρούλης Νιότης, ο Σταύρος Ξετρύπης και οι Σκουλάδες δεν ήταν
πάνω από εκατό. Σε βοήθειά τους προσέτρεξε και ο παλιός Μελεβιζιώτης χαΐνης Ιωάννης Παλμέτης με είκοσι τουφέκια. Σε αυτό το μικρό
οπλισμένο σώμα προστέθηκαν και πάνω από διακόσιοι Ανωγειανοί οπλισμένοι με
σπαθόβεργες (ξύλινο σπαθί), χουρχούδες (ξύλινο ρόπαλο) και λουράτες σφεντόνες.
Περνώντας οι Τούρκοι την Τύλισο και
πριν φτάσουν στις Γωνιές, τους επιτέθηκαν οι Ανωγειανοί στη θέση Σκλαβόκαμπος,
στο στενό πέρασμα, που από πριν τους είχαν στήσει «μπροσκάδα» (ενέδρα)
παρακολουθώντας τους από τα φρύδια του βουνού. Το πρώτο τουφεκίδι γρήγορα έδωσε
τη θέση του στη μάχη σώμα με σώμα. Οι Ανωγειανοί, μαθημένοι στο ανώμαλο του
εδάφους, με τα πρωτόγονα όπλα τους, γρήγορα γίνονται κυρίαρχοι της μάχης. Ο
Λαδάογλου πέφτει νεκρός και οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή. Οι Ανωγειανοί,
πηδώντας από βράχο σε βράχο τους προλαβαίνουν. Οι Τούρκοι ρίχνουν τα όπλα τους
για να αλαφρώσουν και να τρέξουν πιο γρήγορα για να γλιτώσουν τον σίγουρο
θάνατο.
Πάνω από 100 νεκρούς άφησαν εκείνη τη
μέρα οι Τούρκοι στον Σκλαβόκαμπο. Οι περισσότεροι είχαν χάσει τη ζωή τους με
θανατηφόρα χτυπήματα στο κεφάλι από τις χουρχούδες και τις σπαθόβεργες. Αλλά
και πάνω από 200 τουφέκια άφησαν στο πεδίο της μάχης, που όπλισαν τους
επαναστάτες για τις επόμενες, καθοριστικές μάχες.
Η πανωλεθρία των Τούρκων στον
Σκλαβόκαμπο μαθεύτηκε στον πύργο των Κιρίμιδων, αφού οι Ανωγειανοί του
Σκλαβόκαμπου προσέτρεξαν σε βοήθεια των πολιορκητών του πύργου. Μην
περιμένοντας, πλέον, βοήθεια από πουθενά, οι έγκλειστοι αποφάσισαν να
παραδοθούν. Αρχικά ζήτησαν από τους Κρητικούς να παραδώσουν μεν όλα τα όπλα
τους, αλλά να διαμείνουν στα χωριά του Μυλοποτάμου όπως και πρώτα. Οι
επαναστάτες απέρριψαν την πρόταση, αφού δεν ήθελαν κανέναν μουσουλμάνο, πλέον,
στον Μυλοπόταμο. Οι Κρητικοί, τους ζήτησαν να παραδώσουν όλα τα όπλα τους, με
την υπόσχεση ότι θα έφευγαν ανενόχλητοι και με ασφάλεια για το Ηράκλειο. Κατά
την παράδοση, ορισμένοι Τούρκοι, βλέποντας τους αγριεμένους Κρητικούς να
πλησιάζουν προς το μέρος τους, φοβήθηκαν και άνοιξαν πυρ εναντίον τους, σκοτώνοντας
τρεις από αυτούς. Η σύρραξη γενικεύθηκε, με τους περισσότερους Τούρκους να
είναι άοπλοι πλέον. Οι επαναστάτες τους σκότωσαν όλους, εκτός από δέκα, που
μέσα στη γενικότερη σύγχυση κατάφεραν να διαφύγουν στις απόκρημνες βουνοκορφές.
Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο πρεσβύτερος από τους Κιρίμιδες, ο Μουλά Αχμέτ.
Τους άλλους τρεις μικρότερους αδελφούς, οι Κρητικοί, με τη συνοδεία του
Παλμέτη, τους οδήγησαν μέχρι τα τείχη του Μεγάλου Κάστρου και τους άφησαν
ελεύθερους. Στη συνέχεια γκρέμισαν εκ βάθρων τον πύργο της Επισκοπής, ώστε να
μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον. Τα 347 όπλα του πύργου των Κιρίμιδων,
μαζί με τα 200 του Σκλαβόκαμπου όπλισαν εκατοντάδες Μυλοποταμίτες, που μέχρι
τότε παρακαλούσαν για ένα τουφέκι για να ριχτούν στη μάχη.
Αρχές του Ιούλη του 1822, ο Σερίφ
πασάς του Ηρακλείου, αποφάσισε να χτυπήσει τα Ανώγεια. Οι Ανωγειανοί του
δημιουργούσαν προβλήματα, αφού εκεί κατέφευγαν και οι υπόλοιποι Μυλοποταμίτες
για να κρυφτούν, λόγω του δύσβατου και απροσπέλαστου εδάφους. Επιπλέον οι Ανωγειανοί
χρησιμοποιώντας την ταχτική του κλεφτοπολέμου, είχαν προξενήσει πολλές απώλειες
στα τούρκικα στρατεύματα.
Στις 5 Ιουλίου, έστειλε 2.000
τουρκοκρητικούς γενιτσάρους, από τον Άγιο Μύρωνα που βρισκόταν το στράτευμα
του, με εντολή να καταστρέψουν εντελώς τα Ανώγεια. Οι Τούρκοι βρήκαν το χωριό
αδειανό, αφού όλοι οι άνδρες έλειπαν σε πολεμικές επιχειρήσεις σε διάφορα
σημεία του νησιού. Τα 2.000 περίπου γυναικόπαιδα είχαν εγκαταλείψει έγκαιρα το
χωριό και είχαν τραβηχτεί ψηλά στη Ζώμινθο και στη Νίδα. Οι Τούρκοι βρήκαν μόνο
δέκα ανήμπορους και άοπλους γέρους, τους οποίους, αφού τους κατέσφαξαν,
λεηλάτησαν και κατέστρεψαν το χωριό. Εφτά μέρες έμειναν στο χωριό καλώντας,
μάταια, τις γυναίκες να επανέλθουν υποσχόμενοι ότι δεν θα τις πειράξουν. Στο
τέλος αποχώρησαν φοβούμενοι επίθεση των Μυλοποταμιτών και των Ανωγειανών που
στο μεταξύ είχαν πληροφορηθεί την καταστροφή.
Αρχές του Αυγούστου ο Αιγύπτιος Χασάν
πασάς, διασχίζοντας όλη τη δυτική Κρήτη, βρισκόταν στα Χανιά σε εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις, προκειμένου να καταστείλει την επανάσταση. Βρήκε, όμως, σθεναρή
αντίσταση από τον κλεφτοπόλεμο των Κρητικών, χάνοντας περίπου 500 άνδρες.
Αποφάσισε, τότε, να επιστρέψει στο Ηράκλειο, περνώντας μέσα από τον Μυλοπόταμο,
που θεωρούσε την πιο ασφαλή οδό. Στις 30 Αυγούστου βρισκόταν έξω από το
μοναστήρι της Χαλέπας. Εκείνο το σημείο επέλεξε για να στρατοπεδεύσουν και να
ξεκουραστούν οι άνδρες του από την πολυήμερη πεζοπορία. Οι Μυλοποταμίτες που
παρακολουθούσαν την πορεία του στρατεύματός του κρυφά βρήκαν την ευκαιρία να τον
χτυπήσουν εκεί. Με επικεφαλής τον Χούρδο και τον Ανδρακό, επιτέθηκαν στους
ανυποψίαστους Αιγυπτίους μέσα στις σκηνές τους. Μετά την πρώτη έκπληξη, ο Χασάν
πασάς οργάνωσε βιαστικά την άμυνά του. Από τη Φλαμουριά, έναν ψηλό λόφο δίπλα
στη Χαλέπα, το πυροβολικό του χτυπούσε τους επαναστάτες. Οι μπάλες, όμως, των
κανονιών δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντίθετα, οι κανονιοβολισμοί
ειδοποίησαν όλους τους Μυλοποταμίτες οπλαρχηγούς για τη μάχη που γινόταν. Ο
Σμπώκος, ο Νιώτης ο Ξετρύπης και οι Σκουλάδες έφτασαν από τους πρώτους. Μετά
από λίγο κατέφθασαν οι Μελιδόνηδες, ο Παλμέτης, ο Σγουρός και ο Καλλέργης. Οι
επαναστάτες τους είχαν περικυκλώσει από παντού. Αλλά η αριθμητική υπεροχή του
αντιπάλου ήταν τέτοια, που του επέτρεπε να αμύνεται με επιτυχία. Όλη την ημέρα
κράτησε η μάχη. Είκοσι τρεις νεκρούς άταφους άφησαν στη Χαλέπα και κακήν κακώς
πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το Ηράκλειο, επιλέγοντας τον δρόμο του
Σκλαβόκαμπου. Έναν μόνο τραυματία είχαν οι Κρητικοί. Οι επαναστάτες τους
ακολουθούσαν από απόσταση, χωρίς όμως να τους χάνουν από τα μάτια τους. Έψαχναν
την κατάλληλη στιγμή και το κατάλληλο σημείο να τους ξαναχτυπήσουν.
Στα στενά του Σκλαβόκαμπου τους
περίμεναν ο Σμπώκος, ο Σγουρός και άλλοι Ανωγειανοί οπλαρχηγοί. Από την άλλη
πλευρά του κλείνει τον δρόμο ο Ζερβουδάκης με τους Μαλεβιζιώτες. Ο Χασάν
βρίσκεται εγκλωβισμένος, περιμένοντας με αγωνία βοήθεια από τον Σερίφ πασά του
Ηρακλείου. Το ιππικό του δεν μπορεί να βοηθήσει σε αυτά τα στενά. Οι Κρητικοί
πολεμούν με ορμή, περιμένοντας τον Σήφακα, τον Χάλη και τον Τσουδερό, που ήδη
βρίσκονται στον δρόμο. Όλη την ημέρα της 31ης Αυγούστου κράτησε η
μάχη. Εξήντα στρατιώτες έχασε εκείνη την ημέρα και αρκετά άλογα του ιππικού
του. Το βράδυ, φτάνει μαντατοφόρος από το Ρέθυμνο στον Χασάν που τον ειδοποιεί
ότι μεγάλος αριθμός επαναστατών πλησιάζει στον Σκλαβόκαμπο για να τον χτυπήσει.
Διαισθανόμενος τη δυσχερή του θέση, δίνει εντολή να εγκαταλείψουν οι άνδρες του
τα στενά του Σκλαβόκαμπου το βράδυ που οι επαναστάτες, αποκαμωμένοι από την
πολύωρη μάχη, αναπαύονταν. Άφησε πίσω του πολλά από τα είδη της επιμελητείας
του, ώστε η αποχώρησή των ανδρών του να επισπευθεί.
Κατά τη 2η φάση της
επανάστασης, μετά την κατάληψη της Γραμβούσας από του επαναστάτες Κρήτες την 1η
Αυγούστου 1825, οι πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα σε χριστιανούς και
μουσουλμάνους παίρνει νέα μορφή. Λόγω έλλειψης ενιαίας διοίκησης, οι Κρητικοί
επιδίδονται στον κλεφτοπόλεμο. Συγκροτούν ολιγάριθμες ομάδες τους
«Καλησπέρηδες» που με στοχευμένα και ξαφνικά χτυπήματα, «μπροσκάδες» και
«χωσιές», ιδίως το βράδυ, παρενοχλούν τον εχθρό, προξενώντας του μεγάλες
απώλειες και παράλληλα κρατούν ζωντανή την επανάσταση σε όλο το νησί. Οι
Τούρκοι δημιουργούν κι αυτοί τις δικές τους ανάλογες ομάδες τις «Ζουρίδες» και
προσπαθούν να εξοντώσουν τους «Καλησπέρηδες», ενώ παράλληλα, ενεργούν και
συστηματικές εκστρατείες για να καθαρίσουν την κρητική ύπαιθρο από τους
επαναστάτες.
Αρχές του Γενάρη του 1826, ένα
εκστρατευτικό σώμα με 300 επίλεκτους Τούρκους ξεκίνησε από το Ηράκλειο με
κατεύθυνση τον Μυλοπόταμο. Αρχηγοί τους ο Μεσαρίτης Μπεντεβής και ο Ντερβίσης.
Είχαν συνεννοηθεί να ενωθούν με ένα άλλο σώμα 400 Ρεθεμνιωτών Τούρκων με
επικεφαλής τον Αχμέτ Κερίμογλου και τον Τουφεξίμπαση. Στόχος τους ήταν να
ξεκάνουν τον Σταυρούλη Νιώτη, που τόσα δεινά τους είχε επιφέρει εκείνη την
περίοδο. Αλλά οι Μυλοποταμίτες οπλαρχηγοί είχαν μάθει τα σχέδιά τους. Στις 5
Ιανουαρίου ο Σταυρούλης Νιώτης με τον Ιωάννη Παλμέτη αιφνιδίασαν τους
Καστρινούς Τούρκους στον Αβδελά. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν 25 Τούρκοι
και οι αρχηγοί τους Μπεντεβής και Δερβίσης. Οι υπόλοιποι, ντροπιασμένοι γύρισαν
στο Ηράκλειο.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 18
Ιανουαρίου, το άλλο εκστρατευτικό σώμα με τον Αχμετ Κιρίμη και τον Τουφεξίμπαση
εγκλώβισε 39 επαναστάτες στο Παλιόκαστρο του Αγίου Μάμα. Οι Κρήτες κλείστηκαν
σε μια μικρή εκκλησία και οι Τούρκοι τους πολιόρκησαν. Όλη μέρα βάστηξε η μάχη.
Το βράδυ οι επαναστάτες επιχείρησαν ηρωική έξοδο. Θεωρώντας βέβαιο τον θάνατό
τους, πέρασαν μέσα από τις γραμμές του εχθρού, σκοτώνοντας 40 Τούρκους, ενώ
αυτοί είχαν μόλις τέσσερις απώλειες.
Αυτά, συνοπτικά, είναι τα κυριότερα
πολεμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ευρύτερη περιοχή του Μυλοποτάμου κατά τη
δεκάχρονη επανάσταση του 1821 στην Κρήτη. Η έλλειψη, όμως κεντρικού συντονισμού
καθώς και οι ελλείψεις σε θέματα επιμελητείας και ανεφοδιασμού, στάθηκαν οι
κυριότερες αιτίες, οι σπουδαίες αυτές νίκες των Κρητών στον Μυλοπόταμο να μην
μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν, όπως και στην υπόλοιπη Κρήτη, με αποτέλεσμα το
νησί να μην υπαχθεί στο νεοπαγές ελληνικό κράτος, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του
Λονδίνου του 1830.
Σχόλια