Οι πολεμικές συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή των Ρουστίκων στη διάρκεια της επανάστασης του 1821.
Η επανάσταση του 1821 στην Κρήτη είχε δεκαετή διάρκεια, μέχρι το 1830, που με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου το νησί έμενε έξω από το νεοπαγές ελληνικό κράτος. Σε αυτά τα δέκα χρόνια πολλά γεγονότα, στρατιωτικά και πολιτικά, μικρότερα ή μεγαλύτερα, σημαντικά ή λιγότερο σημαντικά, έλαβαν χώρα στην Κρήτη, που πάλευε, μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα, να αποκτήσει την πολυπόθητη ελευθερία και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Στόχος του κάθε ιστορικού ερευνητή
δεν είναι η απλή παράθεση γεγονότων. Αυτό θα ήταν ανώφελο και άνευ ιδιαίτερης
ιστορικής αξίας. Άλλωστε, σύμφωνα με τον ιστορικό Φ.Κ. Βώρο, «μελετούμε την Ιστορία για να εννοήσουμε στο
παρελθόν τη λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας προς όλες τις κατευθύνσεις και
σε όλες τις πτυχές της. (Κίνητρα, προθέσεις και καταστάσεις, αποφάσεις,
προσδοκίες, επακόλουθα)». Το να προσπαθούμε σήμερα, 200 χρόνια μετά τη
μεγάλη ελληνική επανάσταση, να την κατανοήσουμε καθισμένοι αναπαυτικά στον
καναπέ ή στην πολυθρόνα μας, μάλλον θα αποτύχουμε. Δεν θα ξεχάσω, όταν πριν από
αρκετά χρόνια, κατά τη δίχρονη μετεκπαίδευσή μου στην Ειδική Αγωγή στο
Διδασκαλείο του Ρεθύμνου, μια Φροϋδική Ψυχολόγος μας είχε πει ότι οι
επαναστάτες, στο σύνολό τους, ήταν άτομα ψυχικά διαταραγμένα, αφού κανείς
φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του για οποιονδήποτε
τέτοιο λόγο. Θα παρακάμψω τη θύελλα αντιδράσεων που ξέσπασε στο αμφιθέατρο και
θα σταθώ σε αυτό που ανέφερα παραπάνω. Το λάθος της χρονικής αποστασιοποίησης
από τα γεγονότα, τις καταστάσεις και τις προσδοκίες των ανθρώπων της εποχής.
Η επανάσταση του 1821 στην Κρήτη είχε
χαρακτηριστικά, κυρίως, εμφύλιου και θρησκευτικού πολέμου. Η κάτοικοι της νήσου
Κρήτης, εκείνη την περίοδο ήταν σχεδόν, στο σύνολό τους, Κρήτες στην καταγωγή.
Μιλούσαν την ίδια γλώσσα, την κρητική διάλεκτο, είχαν τα ίδια ήθη και έθιμα και
την ίδια ενδυμασία, πλην μικρών διαφοροποιήσεων. Ελάχιστοι εποικισμοί είχαν γίνει
από το 1669 που το νησί είχε περιέλθει ολοκληρωτικά στην οθωμανική διοίκηση. Η
μόνη διαφορά των κατοίκων ήταν το θρήσκευμα. Οι μουσουλμάνοι, που είχαν
προέλθει από μαζικούς, κυρίως εκούσιους εξισλαμισμούς, απολάμβαναν όλα τα
προνόμια που τους παρείχε το θρήσκευμα (κατάληψη δημοσίων θέσεων, απαλλαγή από
φορολογία, οπλοφορία), ενώ οι χριστιανοί ήταν de facto αλλά και de jure υποδεέστεροι σε όλα. Οι γενίτσαροι,
τα στρατιωτικά σώματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που καταργήθηκαν μετά το
τέλος της επανάστασης, είχαν καταλήξει κράτος εν κράτει σε όλη την έκτασή της,
αλλά ένα παραπάνω στην Κρήτη. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα δυνατό
παρακράτος, βαθιά ριζωμένο στην τοπική μουσουλμανική κοινωνία, που αδιαφορούσε
για τις εντολές και τις διαταγές της κεντρικής διοίκησης της Κωνσταντινούπολης,
όταν αυτές αντιτείνονταν στα συμφέροντά τους, που ήταν, όπως σε κάθε κοινωνία,
κυρίως οικονομικά. Οι πασάδες, οι νόμιμοι εκφραστές της Υψηλής Πύλης, που
άλλαζαν κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια, αδυνατούσαν να επιβάλλουν τον νόμο και την
τάξη στις τάξεις των Γενιτσάρων. Όσοι προσπάθησαν να το πράξουν βρέθηκαν
αντιμέτωποι με στάσεις των γενιτσαρικών ταγμάτων, τόσο των αυτοκρατορικών όσο
και των εντόπιων, των Γερλήδων, που
οδηγούσαν είτε στη δολοφονία των πασάδων, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, στην
απομάκρυνσή τους και στη μετάθεσή τους σε άλλες επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Αυτή η έκνομη και ιδιόμορφη κατάσταση
επικρατούσε στην Κρήτη τις παραμονές της επανάστασης του 1821. Πρέπει, βέβαια,
να παραδεχθούμε ότι η καθημερινή ζωή, ιδίως στους απλούς, φιλήσυχους, πολίτες
της Κρήτης και των δύο θρησκευμάτων κυλούσε ήρεμα, με εκατέρωθεν κοινωνικές
συναναστροφές, αφού όλοι είχαν αποδεχτεί αυτή την κατάσταση. Η έκρηξη, όμως,
της επανάστασης, αυτόματα, διαχώρισε τους δύο πληθυσμούς, χριστιανούς και
μουσουλμάνους κι ένα βαθύ θρησκευτικό μίσος, απόρροια όλων των παραπάνω,
απλώθηκε σαν μαύρο πέπλο σε όλο το νησί.
Η επίσημη έναρξη της επανάστασης στην
Κρήτη πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαΐου στον ναό της Παναγίας της Θυμιανής στα
Σφακιά. Εκεί μαζεύτηκαν οι πρόκριτοι και οι οπλαρχηγοί απ’ όλη την Κρήτη για να
παρθεί η μεγάλη απόφαση. Υπολογίζεται ότι συγκεντρώθηκαν περί τους 1.500
Κρήτες, εκ των οποίων οι 1.200 ήταν οπλισμένοι. Απ’ αυτά τα 1.200 τουφέκια, τα
800 ανήκαν στους Σφακιανούς ενώ τα υπόλοιπα κατείχαν, κυρίως οι Ριζίτες, οι
κάτοικοι δηλαδή που διέμεναν στις υπώρειες των Λευκών ορέων. Οι Κρήτες του
Ηρακλείου και του Λασιθίου είχαν στη διάθεσή τους ελάχιστα όπλα και γι αυτό
άργησε η επανάσταση να εξαπλωθεί στα ανατολικά διαμερίσματα του νησιού. Οι επαναστατικές
εργασίες στη Θυμιανή, στρατιωτικές και πολιτικές, αλλά και στην ευρύτερη
περιοχή των Σφακίων, φαίνεται ότι κράτησαν αρκετές ημέρες. Μετά την ίδρυση και
την οργάνωση της Καγκελαρίας των Σφακίων,
της ανώτατης πολιτικής αρχής του επαναστατικού αγώνα, έπρεπε να οριστούν
αρχηγοί των επαρχιών και των στρατιωτικών σωμάτων, να καταστρωθεί σχέδιο
δράσης, να λυθούν τα προβλήματα των πολεμοφοδίων και του ανεφοδιασμού και τόσα
άλλα μεγαλύτερα ή μικρότερα θέματα που αφορούσαν ένα τόσο μεγάλο και ριψοκίνδυνο
εγχείρημα. Άλλωστε, η αποτυχημένη επανάσταση του Δασκαλογιάννη του 1770, είχε
αφήσει ακόμα νωπά στη μνήμη όλων τα τραγικά της επακόλουθα.
Από την άλλη, η τουρκική διοίκηση
είχε πληροφορηθεί έγκαιρα τον επαναστατικό αναβρασμό που επικρατούσε στην
Κρήτη, με επίκεντρο τα Σφακιά. Στην προσπάθειά της να κάμψει το φρόνημα των
Κρητικών και να σταματήσει την επανάσταση εν τη γενέσει της, επέτρεψε, με την
ανοχή της, τη σύλληψη και τον απαγχονισμό του Επισκόπου Κισάμου Μελχισεδέκ
Δεσποτάκη και του δασκάλου Καλλίνικου Βεροιαίου στην πλατεία της Σπλάντζιας στα
Χανιά στις 17 Μαΐου, ενώ λίγες ημέρες αργότερα, στις 25 Μαΐου, ο Ισμαήλ Αγά
Κουντούρης προσπάθησε να συλλάβει τον Ηγούμενο της Μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ
Τσουδερό και αφού απέτυχε, πυρπόλησε και κατέστρεψε ολοσχερώς το Μοναστήρι του
Πρέβελη.
Μετά τη Θυμιανή, η στόχευση των
Τούρκων ήταν συγκεκριμένη. Να επιτεθούν στα Σφακια, το πολιτικό και στρατιωτικό
κέντρο της επανάστασης, όπως προείπαμε και με καίριο πλήγμα να την καταπνίξουν
πριν αυτή εξαπλωθεί στο υπόλοιπο νησί και η κατάσταση γίνει ανεξέλεγκτη.
Θεωρούσαν ότι το έργο τους θα ήταν εύκολο, αφού οι επαναστάτες δεν είχαν
οργανωθεί ακόμα και ο οπλισμός τους, όπως καλά γνώριζαν, ήταν ελάχιστος.
Στα μέσα Ιουνίου, οι Τούρκοι, με τρεις
οργανωμένες εκστρατείες τους κινήθηκαν εναντίον των Σφακίων. Το ένα
εκστρατευτικό σώμα, με 700 περίπου άντρες ξεκίνησε από το φρούριο των Χανίων.
Συνάντησαν όμως σθεναρή αντίσταση και σε διάφορες μάχες που έγιναν, στην
περιοχή του Αποκόρωνα, ηττήθηκαν κατά κράτος και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν
στην ασφάλεια του φρουρίου.
Το δεύτερο εκστρατευτικό σώμα, με
επικεφαλής τον Ισμαήλ Κουντούρη, με 200 άντρες, κινήθηκε εναντίον των Σφακίων
μέσω της νότιας πλευράς της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Στον Άη-Γιάννη τον Καμένο
συγκρούστηκαν με το εκστρατευτικό σώμα του Πρέβελη, με επικεφαλής τους αδελφούς
Τσουδερούς (Γεώργιο, Μελχισεδέκ και Ιωάννη), καθώς και τους οπλαρχηγούς Ρούσο
Βουρδουμπά, Μιχαήλ Κουρμούλη, Αντώνη Μελιδόνη και άλλους, οι οποίοι επέστρεφαν
από τη συνέλευση της Θυμιανής. Και αυτό το σώμα, μετά από σκληρή και πεισματώδη
μάχη, τράπηκε σε φυγή προς το φρούριο του Ρεθύμνου, αφήνοντας αρκετούς νεκρούς
και πλούσια λάφυρα.
Το τρίτο, τούρκικο, εκστρατευτικό
σώμα ξεκίνησε κι αυτό από το φρούριο του Ρεθύμνου στις 17 Ιουνίου. Είχαν
πληροφορηθεί ότι Κρήτες επαναστάτες, από την Αργυρούπολη που βρίσκονταν, θα συγκεντρώνονταν στα χωριά Ρούστικα και Άγιο
Κωνσταντίνο. Πράγματι, εκεί είχαν καταφθάσει οι οπλαρχηγοί Αναγνώστης και Πέτρος
Μανουσέλης με τους Καλλικρατιανούς, ο Γεώργιος Δεληγιαννάκης με τους Ασφενδιώτες,
ο οποίος στη Θυμιανή είχε οριστεί στρατιωτικός αρχηγός Ρεθύμνου, ο Κωστόπουλος
με το σώμα του, καθώς και οι Ρεθεμνιώτες Ιωάννης Δρουλίσκος και Μανώλης
Ρουστικιανός. Όλοι τους επέστρεφαν από τη Γενική Συνέλευση της Μονής Θυμιανής
και πήγαιναν στις επαρχίες που είχαν αναλάβει.
Το μέρος που είχαν συγκεντρωθεί ήταν
στρατηγικής σημασίας, αφού βρισκόταν πάνω στους οδικούς άξονες που ένωναν το
Ρέθυμνο με τα Χανιά, αλλά και το Ρέθυμνο με τα νότια της επαρχίας Αγίου
Βασιλείου, κομβικά σημεία για την προέλαση των Τούρκων στα Σφακιά. Και οι δύο
πλευρές ήθελαν την κυριότητα της συγκεκριμένης περιοχής, η καθεμιά για τους
δικούς της λόγους. Οι μεν Τούρκοι για να μπορούν εύκολα να περάσουν στα Χανιά
και στα Σφακιά, οι δε Κρήτες για να αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο.
Οι επαναστάτες δεν περίμεναν την
έλευση των Τούρκων, αλλά ξαφνικά έκαναν μια ορμητική επίθεση εναντίων αυτών που
βρίσκονταν έξω από το Ζουρίδι, την ώρα που οι Τούρκοι συσκέφτονταν προς ποια
κατεύθυνση θα επιτεθούν. Το ξάφνιασμά τους ήταν τόσο μεγάλο, που δεν κατάφεραν
παρά ελάχιστες μόνο τουφεκιές να ανταλλάξουν. Στην εξάωρη μάχη που επακολούθησε
στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Ρούστικα, Άγιο Κωνσταντίνο και Ζουρίδι, οι
Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν από την ορμή των επαναστατών και διασκορπίστηκαν άτακτα.
Άφησαν στο πεδίο της μάχης επτά νεκρούς, ενώ οι Κρητικοί δεν είχαν καμιά
απώλεια.
Την μάχη αυτή περιγράφει και το
κρητικό δημώδες τραγούδι:
Και κάνουν πρώτο πόλεμο πάνω ς’ το
Καλονύχτι
‘ς το Κάτω Βαρσαμόνερο εις το λαγκό
‘ς τη βρύση
Οι Τούρκοι ξετρουμίζονται και
παίρνουν ίσα κάτω
‘ς στο Ρέθυμνο ημπαίνασι κ’ η χώρα
εμουγκράτο
Μια ομάδα τριάντα Τούρκων κατέφυγαν στον Πύργο
της Επισκοπής. Εκεί τους πολιόρκησαν οι άνδρες του Δεληγιαννάκη και στο τέλος
έβαλαν φωτιά στον πύργο και κάηκαν όλοι. Οι υπόλοιποι, έντρομοι, κατάφεραν να
φτάσουν στο φρούριο του Ρεθύμνου, αφήνοντας πίσω τους πολλά ζώα φορτωμένα με
προμήθειες, όπλα και πολεμοφόδια, με τα οποία οπλίστηκαν πολλοί επαναστάτες.
Σε αυτή τη μάχη αναφέρεται και το
εξής περιστατικό. Ένας μόνο στρατιώτης του Δεληγιαννάκη τραυματίστηκε ελαφρά
από δύο τούρκικα βόλια. Αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στους υπόλοιπους
επαναστάτες, οι οποίοι θεώρησαν ότι αυτός τραυματίστηκε επειδή πριν τη μάχη
είχε συνευρεθεί με γυναίκα. Οι Σφακιανοί, ιδίως, πίστευαν ότι ο άντρας που
συνευρίσκεται με γυναίκα πριν τη μάχη, ελκύει τα αντίπαλα βόλια, γι αυτό πριν
την μάχη δεν συνευρίσκονταν ούτε με την ίδια τους τη γυναίκα. Αν αυτό
συνέβαινε, τότε ο πολεμιστής έβρισκε μια πρόφαση για να μην πάει στη μάχη.
Πράγματι, μετά από έντονες πιέσεις ο Σφακιανός παραδέχτηκε ότι συνευρέθηκε με
μια Οθωμανίδα εξαίσιας ομορφιάς δίπλα στον ποταμό της Νερατζιάς. Ο
Δεληγιαννάκης, τότε, τον υποχρέωσε να περιέλθει σε όλο το στρατόπεδο και να πει
δυνατά την αιτία του τραυματισμού του, ώστε να προσέχουν και οι υπόλοιποι μην
πάθουν τα ίδια.
Μερικές ημέρες αργότερα, στις 3
Ιουλίου, σώμα 1.500 Τούρκων από το Ρέθυμνο, κινήθηκε μέσω του Αγίου Βασιλείου
εναντίον των Σφακίων. Η εκστρατεία κράτησε αρκετές ημέρες. Στο χωριό Γάλλου
τους αντιμετώπισε σώμα Κρητικών και οι Τούρκοι είχαν μεγάλες απώλειες. Ένα σώμα 150 επίλεκτων γενιτσάρων κινήθηκε
εναντίον του Καλλικράτη, μέσω των χωριών Σαϊτούρες και Ρουμπάδω και προχώρησε
σε μερική πυρπόληση του χωριού. Επιστρέφοντας και βλέποντας ότι η εκστρατεία
απέτυχε, προχώρησαν στην πυρπόληση των μοναστηριών και εκκλησιών που έβρισκαν
στον δρόμο τους. Τότε, πιθανόν, υπέστη κάποιες καταστροφές και η Μονή του
Προφήτη Ηλία στα Ρούστικα. Οι επαναστάτες, για αντεκδίκηση, έκαψαν όποια
τούρκικα σπίτια βρήκαν στο διάβα τους και γκρέμισαν εκ βάθρων το μουσουλμανικό
τέμενος στα Ρούστικα. Η κίνηση αυτή, εκτός από τον θρησκευτικό φανατισμό, είχε
και πρακτικό σκοπό, αφού προμηθεύτηκαν μόλυβδο, που χρησιμοποιούταν ως
συνδετικό υλικό, για να κατασκευάσουν βόλια που τους ήταν τόσο απαραίτητα.
Οι πρώτες αυτές πολεμικές επιτυχίες
των Κρητικών, εκτός από την ανάταση του φρονήματός τους, αφού διαπίστωσαν ότι
οι Τούρκοι δεν ήταν ανίκητοι, τους εφοδίασαν με αρκετά όπλα και πολεμοφόδια από
τη λαφυραγωγία, απαραίτητα για τη συνέχιση του αγώνα.
Επόμενο θέατρο πολεμικών συγκρούσεων
η περιοχή των Ρουστίκων έγινε το 1828. Κατά την περίοδο εκείνη το ελληνικό
ζήτημα έφθανε στον οριστική του επίλυση. Σε διπλωματικό επίπεδο το μεγάλο
ερώτημα ήταν ποια μέρη της Ελλάδας θα έμπαιναν στο νεοπαγές ελληνικό κράτος. Τα
πράγματα για την Κρήτη ήταν δυσοίωνα, αφού οι πληροφορίες που κατέφθαναν στο
νησί μιλούσαν για μη ένταξη της νήσου στο ελληνικό κράτος. Οι Κρητικοί
προσπαθούσαν να εντείνουν τις πολεμικές συγκρούσεις με τους Τούρκους, προσπαθώντας
να δημιουργήσουν πίεση στις Μεγάλες Δυνάμεις για ευνοϊκή εξέλιξη στο ζήτημα.
Στα μέσα Ιουλίου του 1828 διορίστηκε
από τον Ιωάννη Καποδίστρια ως Αρμοστής της Κρήτης ο φιλέλληνας Γερμανός βαρώνος
Ρέινεκ. Σκοπός του, κατ’ εντολή του Καποδίστρια, ήταν να πείσει τους Κρήτες να
πάψουν τις εχθροπραξίες ώστε ο διπλωματικός αγώνας να διεξαχθεί με τις δύο
αντιμαχόμενες πλευρές σε ηρεμία. Οι Κρήτες, εξοργισμένοι, δήλωσαν ότι όχι μόνο
δεν θα πάψουν τον αγώνα, αλλά, αντίθετα θα τον εντείνουν, ώστε η Κρήτη να μην μείνει
βουβή σε αυτή τη δύσκολη και τόσο ευαίσθητη χρονική συγκυρία. Ο Ρέινεκ,
εντέλει, όχι μόνο δεν υπάκουσε τις εντολές του Καποδίστρια, αλλά με επιστολή
του τον ενημέρωσε ότι θα τασσόταν με το μέρος των Κρητών για την επίλυση των
δίκαιων αιτημάτων τους.
Αρχές του Αυγούστου οι εχθροπραξίες
ξεκινούν με μεγαλύτερη ένταση. Οι επαναστάτες αρχικά χτυπούν τους Τούρκους στα
Χανιά. Ταυτόχρονα οι οπλαρχηγοί Στρατής Δεληγιαννάκης, Γεώργιος Τσουδερός,
Πέτρος Μανουσέλης και Ιωάννης Μοσχοβίτης χτύπησαν τον Αλμπάνη, που είχε
αποθρασυνθεί τελείως, στα Ρούστικα. Οι Τούρκοι είχαν βγει από το φρούριο του
Ρεθύμνου, για να προκαλέσουν αντιπερισπασμό στους επαναστάτες, δημιουργώντας
μια ισχυρή αμυντική γραμμή προς τα δυτικά του Ρεθύμνου. Οι μουσουλμάνες γυναίκες του φρουρίου του
Ρεθύμνου είχαν βγει από την πόλη και κινήθηκαν προς τον Αρμενόκαμπο,
προκειμένου να συλλέξουν αγαθά από την καλοκαιρινή κρητική γη, αφού οι
προμήθειες εντός της πόλης είχαν ελαττωθεί. Ο Αλμπάνης με τους άνδρες του ήθελε
να προστατέψει τις γυναίκες σε αυτή την έξοδό τους, σε μια πιθανή επίθεση των
Κρητών εναντίον τους. Οι επαναστάτες έπεσαν με ορμή στους Τούρκους,
οι οποίοι υποχωρώντας έχασαν πάνω από 150 άνδρες και τους καταδίωξαν μέχρι την
περιοχή Μοναχή Ελιά των Αρμένων. Εκτός από τα φορτηγά ζώα με τις προμήθειες, τα
όπλα και τα πολεμοφόδια, στα χέρια των επαναστατών έπεσαν και δυο σημαίες των
Τούρκων. Την μία, μάλιστα, άρπαξε από τα χέρια του Τούρκου σημαιοφόρου, ο
σημαιοφόρος του Μανουσέλη, ο Νικόλαος Γαλανός.
Ο Αλμπάνης, μετά από αυτή την
απροσδόκητη ήττα του, σχεδίαζε το επόμενο χτύπημά του για να εκδικηθεί τους
χριστιανούς για το ντροπιαστικό πάθημά του στον Αρμενόκαμπο. Στις 19 Αυγούστου,
μαθαίνοντας ότι η περιοχή του δυτικού Ρεθύμνου ήταν άδεια από επαναστάτες,
κινήθηκε αθόρυβα και με προφύλαξη, επικεφαλής ενός ισχυρού εκστρατευτικού
σώματος, εναντίον της Αρκούδαινας, τη σημερινή Αρχοντική, χωρίς να συναντήσει
καμιά αντίσταση στον δρόμο του. Επιτέθηκε ξαφνικά στο χωριό και έσφαξε 90
χριστιανούς που είχαν καταφύγει εκεί από την πόλη του Ρεθύμνου. Οι κρητικοί
αρχηγοί ειδοποιήθηκαν αμέσως, αλλά δεν πρόλαβαν να αποτρέψουν τη σφαγή, ούτε
τον Αλμπάνη, που στο μεταξύ είχε προλάβει να επιστρέψει στην ασφάλεια του
φρουρίου του Ρεθύμνου.
Αυτά, με συντομία, είναι τα πολεμικά
γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή των Ρουστίκων. Μιας
περιοχής, με σημαντική νευραλγική και στρατηγική θέση για την έκβαση της
επανάστασης του 1821 στη δυτική Κρήτη. Οι Κρήτες επαναστάτες, αν και το
γνώριζαν καλά αυτό, δεν μπόρεσαν να τη διατηρήσουν υπό την κατοχή τους καθ’ όλη
τη διάρκεια της επανάστασης, διατηρώντας έναν ισχυρό στρατιωτικό πυρήνα που θα
δρούσε αποτρεπτικά στις εκστρατείες των Τούρκων, τόσο στην ενδοχώρα του δυτικού
Ρεθύμνου όσο και στα γειτονικά Χανιά και Σφακιά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δερεδάκης Νίκος (2021). «Η προετοιμασία και η έναρξη της
επανάστασης του 1821 στην Κρήτη», εφημερίδα Ρέθεμνος,
20.3.2021.
Κριάρης Παναγιώτης (1931). Ιστορία της Κρήτης. Τ. Β’. Εν Αθήναις.
Κριτοβουλίδης Κ. (1859). Απομνημονεύματα
του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών. Εν Αθήναις.
Μουρέλλος Ι.Δ. (1931). Ιστορία
της Κρήτης. Ηράκλειον.
Παπαδοπετράκης Γρηγόριος (1971). Ιστορία των Σφακίων. Αθήναι. Αδελφοί Βαρδινογιάννη.
Φαφουτάκης Παύλος (1889). Συλλογή
ηρωικών κρητικών ασμάτων. Εν Αθήναις.
Ψιλάκης Βασίλειος (χ.χ.). Ιστορία
της Κρήτης. Τ. Γ’. Εκδ. Μινώταυρος. Αθήναι.
Σχόλια