Η μοναδική σωζόμενη επαναστατική σημαία της Κρήτης του 1821

 

Στις 25 Οκτωβρίου 1821 αφίχθηκε ο Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ στο Λουτρό Σφακίων ως Αρχιστράτηγος και Διοικητής της Κρήτης, διορισμένος από την ελληνική Διοίκηση, μετά από επιστολή των Κρητικών που ζητούσαν Γενικό αρχηγό για την Κρήτη. Με αυτόν τον διορισμό ξεκίνησε και η Πολιτική οργάνωση της επανάστασης στο νησί.

Ο διορισμός του Αφεντούλιεφ είχε πραγματοποιηθεί μερικές εβδομάδες νωρίτερα, αλλά ο νέος Διοικητής ήθελε να είναι καθόλα έτοιμος πριν κατεβεί στο νησί. Για να έχει και πολιτική υπόσταση η επανάσταση έπρεπε να διαθέτει και πολεμική σημαία, γεγονός που ο Αφεντούλιεφ γνώριζε ότι δεν υπήρχε, αφού η επανάσταση στο νησί είχε ξεκινήσει βιαστικά και εσπευσμένα και οι Κρήτες είχαν δώσει τη μέγιστη έμφαση στην προμήθεια όπλων και πολεμοφοδίων.

Έναν μήνα, σχεδόν, πριν κατέλθει ο Αφεντούλιεφ στην Κρήτη, στις 22 Σεπτεμβρίου 1821, από τις Σπέτσες όπου βρισκόταν, έστειλε επιστολή με τον Γεώργιο Μελιδόνη[1] στον Γεώργιο Κουντουριώτη που βρισκόταν στην Ύδρα. Ανάμεσα στα άλλα του έγραφε και τα εξής:

«…Προσέτι σας παρακαλώ να λάβητε τον κόπον να παραγγείλητε εκείνους, οίτινες κατασκεύασαν τας σημαίας του πρίγκιπος (εννοεί τον Δημήτριο Υψηλάντη) διά να κατασκευάσωσι και εκείνας της Κρήτης, κατά το σχέδιον όπου θέλει σας δείξει ο επιφέρων το παρόν μου…».

Από την επιστολή διαπιστώνουμε την παραγγελία των επαναστατικών σημαιών της Κρήτης, αλλά δεν περιγράφεται το σχέδιο της σημαίας, το οποίο παρέμενε μυστήριο μέχρι τις μέρες μας, αφού καμία σημαία δεν είχε διασωθεί από τότε.

Η μοναδική διασωθείσα σημαία είχε μεταφερθεί στην Σύρο από τον Πρόεδρο της Καγκελαρίας των Σφακίων Χατζή Ανδρέα Κριαρά το 1830, μετά το άδοξο τέλος της επανάστασης στην Κρήτη. Έκτοτε, το ιερό κειμήλιο έμενε ερμητικά φυλαγμένο στην οικία της οικογένειας στο κυκλαδίτικο νησί. Ο σημερινός «φύλακας» της σημαίας, Γιώργος Κριαράς, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Δημοκρατία», απ’ όπου δανειζόμαστε τις πληροφορίες, αποφάσισε να επιστρέψει την σημαία στο νησί των προγόνων του και να την δωρίσει στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Σε μια πρώτη φωτογράφιση που εξασφάλισε η εφημερίδα «Δημοκρατία», απ’ όπου δανειστήκαμε κι εμείς την ιστορική φωτογραφία, δανειζόμαστε τις πληροφορίες που αναφέρει η συντηρήτρια υφάσματος Μαρία Ρέτσα, που ανέλαβε την ευθύνη να ξεδιπλώσει την σημαία και να την βγάλει με προσοχή από την ειδική ξύλινη θήκη που βρισκόταν για δύο περίπου αιώνες.

Η σημαία είναι διαστάσεων 1Χ1 μέτρο, κατασκευασμένη από λευκό βαμβακερό πανί με γαλάζιους, ραμμένους σταυρούς και στις δύο όψεις της. Φέρει αρκετές τρύπες, αφού οι συνθήκες φύλαξής της όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν οι ενδεδειγμένες.  Όπως αναφέρεται στην εφημερίδα, οι σταυροί φαίνονται ραμμένοι βιαστικά, αφού οι κεντιές είναι ανομοιόμορφες και βιαστικές. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό, αφού ο Αφεντούλιεφ είχε ελάχιστο χρόνο διαθέσιμο, από τη στιγμή που παρήγγειλε τις σημαίες, μέχρι αυτές να του παραδοθούν για να τις φέρει μαζί του στην Κρήτη στις 25 Οκτωβρίου 1821. Είναι, πάντως, βέβαιο ότι οι σημαίες πρέπει να ήταν αρκετές, αφού κάθε επαναστατικό σώμα, σε κάθε σημείο του νησιού, θα έπρεπε να διαθέτει μια τέτοια σημαία.

Η μοναδική αυτή σημαία θα παρουσιαστεί στις 6 Ιουνίου στην Μονή της Παναγίας της Θυμιανής, απ’ όπου θα αρχίσουν οι επίσημες εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την επανάσταση στην Κρήτη.



[1] Ο Γεώργιος Μελιδόνης ήταν οπλαρχηγός από το Μελιδόνι Μυλοποτάμου. Μετέβη νεαρός στην Κωνστατινούπολη όπου εργάστηκε ως πρακτικός γιατρός. Μετά τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία μετέβη στη Βλαχία και μετά την αποτυχία του κινήματος του Αλέξανδρου Υψηλάντη ήρθε στην Ύδρα και την Πελοπόννησο όπου προσελήφθη ως Γραμματέας του Δημητρίου Υψηλάντη. Στα τέλη του 1821 κατέβηκε στην Κρήτη μαζί με τον Αφεντούλιεφ, επικεφαλής σώματος Κρητών πολεμιστών. Αδερφός του ήταν ο οπλαρχηγός Αντώνης Μελιδόνης, ο οποίος σκοτώθηκε από τον οπλαρχηγό Ρούσσο Βουρδουμπά μετά από μεταξύ τους λογομαχία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Υγειονομική έκθεση των εστιατορίων του Ρεθύμνου του 1902

Η παραδοσιακή κρητική φορεσιά στο πέρασμα του χρόνου