Η προετοιμασία και η έναρξη της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη

 



Οι περισσότεροι από εμάς, ακούγοντας για την επανάσταση του 1821, έρχονται στο νου μας οι περιοχές του Μωριά και της Ρούμελης και ήρωες όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Παπαφλέσσας, ο Κανάρης, ο Μιαούλης η Μπουμπουλίνα και τόσοι άλλοι.

Για την Κρήτη, οι γνώσεις μας είναι αρκετά περιορισμένες, όχι λόγω έλλειψης ιστορικών πηγών, αλλά επειδή η Μεγαλόνησος δεν ευτύχησε να συμπεριληφθεί στο πρώτο ελληνικό κράτος και ως εκ τούτου τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τη μεγάλη επανάσταση, δεν αναφέρονται στις μεγάλες γενικές Ιστορίες και ιδίως στην Ιστορία που διδάσκεται στο ελληνικό σχολείο.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι στην Κρήτη η επανάσταση του 1821 δεν εξαπλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το νησί και δεν σημείωσε σημαντικές επιτυχίες, παρόλες τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν.

 

Η κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη.

Η Κρήτη ήταν η νοτιότερη επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποκομμένη από την ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν διέθετε μεγάλο εμπορικό στόλο, που να είχε μετατραπεί σε πολεμικό κατά τα πρότυπα των Υδραίων και των Σπετσιωτών. Οπότε ήταν εύκολη η από θαλάσσης μεταφορά και απόβαση τουρκικών στρατευμάτων και πολεμοφοδίων. Ήταν σε απόσταση αναπνοής από την Αίγυπτο, μεγάλο και ισχυρό σύμμαχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αναλογία κρητικού και μουσουλμανικού στοιχείου ήταν περίπου μισή-μισή. Διοικητικά η Κρήτη είχε τρεις πασάδες (σε Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο, με ανάλογο ισχυρό στρατό) σε σύγκριση με τη μεγαλύτερη σε έκταση Πελοπόννησο που είχε μόνον ένα. Τα τάγματα των Γενιτσάρων. (Αυτοκρατορικών και Κρητικών) ήταν τα μεγαλύτερα σε πληθυσμό, αλλά και σε αγριότητα από κάθε άλλη τουρκοκρατούμενη περιοχή.  Η ιδιότυπη-μοναδική στα ελληνικά δεδομένα της εποχής- ύπαρξη της μεγάλης κοινότητας των Τουρκοκρητικών (Κρητικοί στην καταγωγή, στη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα αλλά μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα) δημιουργούσε μια περίπλοκη κατάσταση. Τέλος, ήταν νωπές ακόμη οι ωμότητες και οι καταστροφές στο νησί από την αποτυχημένη επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770.

 

Αυτοκρατορικοί Γενίτσαροι σε παρέλαση στην Κωνσταντινούπολη.


Φιλική Εταιρεία και Κρήτη.

Η Φιλική Εταιρία, που είχε ιδρυθεί στην Οδησσό της Ρωσίας το 1814, με σκοπό την οργάνωση της μεγάλης Επανάστασης, δεν φαίνεται να έδωσε μεγάλη σημασία στην προετοιμασία της στην Κρήτη. Για τον λόγο αυτό στάλθηκαν στο νησί μόνο δευτερεύοντα, στην ιεραρχία, μέλη[1] για τη μύηση των Κρητικών. Αλλά κι αυτοί ήταν ελάχιστοι, με αποτέλεσμα να μην έχει μυηθεί στην Εταιρεία μεγάλος αριθμός Κρητών. Επίσης, από το ταμείο της Φιλικής Εταιρείας, από το οποίο θα αγοράζονταν όπλα και πολεμοφόδια, φαίνεται ότι είχε αποκλειστεί η Κρήτη, τουλάχιστον στην αρχή του αγώνα. Τέλος, η Φιλική Εταιρεία ουδέποτε έστειλε μήνυμα στην Κρήτη για την ακριβή ημερομηνία έναρξης του αγώνα. Οι Κρήτες πληροφορήθηκαν την έναρξη της επανάστασης από τυχαία γεγονότα.

 

Ο οπλισμός των Κρητικών τις παραμονές της επανάστασης.

Η οπλοφορία των Κρητικών απαγορευόταν σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στο νησί. Η υποψία ύπαρξης οπλισμού από κάποιον Κρητικό, ακόμα κι αν αυτό το όπλο ήταν παλιό και αχρηστευμένο, μπορούσε να οδηγήσει τον ιδιοκτήτη του στην αγχόνη και ίσως και όλη του την οικογένεια.

Όπλα κατείχαν, παράνομα, οι κάτοικοι των ορεινών και απομακρυσμένων περιοχών, κυρίως των Σφακιών, για την προστασία τους από τους ληστές και για κυνήγι. Τα πολεμοφόδια, όμως, ήταν δυσεύρετα, αφού δεν υπήρχαν στο νησί μπαρουτόμυλοι όπως στη Δημητσάνα της Πελοποννήσου. Έτσι, την πυρίτιδα, το μολύβι και το ειδικό χαρτί, έπρεπε να την παραγγείλουν και να την προμηθευτούν από το εξωτερικό, μέσω κάποιου πλοίου που θα ταξίδευε. 

Τις παραμονές, λοιπόν, της επανάστασης του 1821 υπήρχαν όλα κι όλα στο νησί 1.200 τουφέκια, τα 800 από τα οποία βρίσκονταν στα χέρια των Σφακιανών και τα υπόλοιπα στα χέρια ορεσίβιων Κρητών, κυρίως της δυτικής Κρήτης.

 

Κρητικός επαναστάτης του 1821.


Η αναγγελία της Επανάστασης στην Κρήτη.

Κανείς δεν γνώριζε στο νησί την ακριβή ημερομηνία έναρξης της επανάστασης. Το μόνο που γνώριζαν, οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, ήταν ότι μια συμβολική ημερομηνία θα ήταν αυτή της 25ης Μαρτίου.

Οι Σφακιανοί, για να είναι έτοιμοι, αρχές του Μαρτίου του 1821, έκαναν μυστικό έρανο μεταξύ τους και με τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν φόρτωσαν με διάφορα αγαθά το μπρίκι[2] του Παπά Πωλάκη από την Ανώπολη Σφακίων. Σε αυτό επιβιβάστηκαν οι καπετάνιοι Μάρκος Δασκαλάκης και Ανδρέας Λαδάς, παίρνοντας μαζί τους ως οικονομικό διαχειριστή τον Γεώργιο Τσελεπή, εγγονό του ήρωα Δασκαλογιάννη. Η εντολή που είχαν ήταν να πουλήσουν το φορτίο στην Οδησσό της Ρωσίας και την Κωνσταντινούπολη και με τα χρήματα που θα έπιαναν να αγόραζαν όπλα και πολεμοφόδια για τον επικείμενο αγώνα.

   
   Μπρίκι. Πλοίο που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην επανάσταση του 1821.

1         Το καράβι των Σφακιανών μόλις είχε αρχίσει την αγορά των προμηθειών στην Πόλη στις 14 Μαρτίου, όταν ξεκίνησαν οι άγριες σφαγές των χριστιανών, αφού οι Τούρκοι είχαν πληροφορηθεί την έναρξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Οι Τούρκοι πυροβολούσαν και τα καταστρώματα των χριστιανικών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι για να εμποδίσουν τον απόπλου τους, ώστε να προλάβουν να τα κατασχέσουν και να επιδοθούν στο πλιάτσικο.

Σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, οι δυο παράτολμοι ναυτικοί, γνωρίζοντας τι τους περίμενε αν οι Τούρκοι ανακάλυπταν τα λιγοστά πολεμοφόδια που είχαν προμηθευτεί, κατόρθωσαν να αποπλεύσουν το βράδυ, εγκαταλείποντας την άγκυρα του σκάφους μέσα στο λιμάνι από τη βιασύνη τους. Το καράβι πέρασε από την Τήνο όπου αποβίβασε τον Τσελεπή και επέστρεψε ταχύτατα στα Σφακιά. Οι δύο ναυτικοί ανέφεραν στους πρόκριτους των Σφακίων τις εξελίξεις που είχαν πληροφορηθεί.

 

Η Συνέλευση στα Γλυκά Νερά.

Μαθαίνοντας τις εξελίξεις οι Σφακιανοί, και ενώ, ήδη, η επανάσταση είχε ξεσπάσει στην Πελοπόννησο, συγκάλεσαν ολιγομελή σύσκεψη των προκρίτων και των καπεταναίων των Σφακίων, την Μεγάλη Πέμπτη, στις 7 Απριλίου, στα Γλυκά Νερά[3], για να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Η αποτυχία της επανάστασης του Δασκαλογιάννη το 1770 είχε γίνει μάθημα στους Σφακιανούς και δεν ήθελαν να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.

 Η ημέρα του Πάσχα, που ήταν τέσσερις μέρες μετά, έδωσε την ευκαιρία στους Σφακιανούς να εξαλείψουν τα πάθη, τις διαφορές και τις φιλοδοξίες μεταξύ των μεγάλων οικογενειών, ώστε όλοι μαζί, ενωμένοι, να κατέλθουν στον κοινό αγώνα. Παράλληλα, ειδοποιήθηκαν, με μεγάλη μυστικότητα, όλοι οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία Κρητικοί, ότι οι μεγάλη επανάσταση είχε ξεσπάσει και να είναι έτοιμοι για τον γενικό ξεσηκωμό του Νησιού.

 

Η Γενική Συνέλευση στο Λουτρό

Στις 15 Απριλίου έγινε μεγάλη Γενική Συνέλευση των Σφακιανών στο Λουτρό[4]. Σύμφωνα με τα έθιμα της επαρχίας, έπρεπε η Γενική Συνέλευση του λαού να αποφασίσει και να επικυρώσει ένα τέτοιο μεγάλο και σημαντικό γεγονός. Εκεί παραβρέθηκε και ο Γιώργος Τσελεπής, που στο μεταξύ είχε επιστρέψει από την Τήνο με 30 παλικάρια Κρητικούς που είχε στρατολογήσει από τη Σάμο και τη Μικρά Ασία. 

Το Λουτρό Σφακίων σε γκραβούρα της εποχής.

Μετά την πανηγυρική θεία λειτουργία που τελέσθηκε στον ναό της Παναγίας την Παρασκευή της Διακαινησίμου, ορίστηκε εξαμελής προσωρινή διοίκηση του αγώνα που έλαβε το όνομα «Καγκελαρία των Σφακίων» και το Λουτρό ονομάστηκε «Πρωτεύουσα της ελεύθερης Κρήτης».

  Η Γενική Συνέλευση αποφάσισε να μην γίνει καμία απολύτως δράση προτού προμηθευτούν σοβαρή ποσότητα όπλων και μπαρουτιού από τη Μάλτα και την Τεργέστη και να ειδοποιηθούν οι Φιλικοί της υπόλοιπης Κρήτης να μην προβούν σε καμιά εσπευσμένη ενέργεια. Στη συνέχεια, κλήθηκαν οι ιδιοκτήτες των πλοίων να παραδώσουν στον κοινό αγώνα όσα πολεμοφόδια διατηρούσαν στα πλοία τους, για να γίνει ένας πρόχειρος εφοδιασμός για κάθε ενδεχόμενο. Πάντα τα εμπορικά πλοία διέθεταν ικανό οπλισμό και πολεμοφόδια για τον κίνδυνο των πειρατών. Πρώτος ο Ανδρεάς Φασουλής παρέδωσε 40 βαρέλια πυρίτιδας (360 οκάδες) με την ανάλογη ποσότητα χαρτιού και μολυβιού, ενώ και οι υπόλοιποι πλοιοκτήτες παρέδωσαν όσα πολεμοφόδια είχαν στα πλοία τους. Παράλληλα, αποφασίστηκε να διατεθούν τα εκκλησιαστικά βιβλία από τους ναούς και τις Μονές για την προμήθεια χαρτιού, αναγκαίο υλικό για τα φυσέκια καθώς και οι στατήρες του ζυγίσματος,  ώστε με το λιώσιμό τους για να παραχθεί μολύβι.


Σφραγίδα της επαναστατικής Διοίκησης της Κρήτης του 1821.

Ο οπλισμός, όμως και τα πολεμοφόδια ήταν ελάχιστα για να ξεκινήσει ένα τέτοιο μεγάλο εγχείρημα. Έτσι, αποφασίστηκε να γίνει έρανος, με μορφή δανεισμού για τον αγώνα και να δοθούν χρεωστικές αποδείξεις. Οι πλούσιοι Σφακιανοί έμποροι διέθεσαν, χωρίς δεύτερη σκέψη, 24.000 δίστηλα τάληρα[5]. Συγκινητική ήταν η προσφορά των απλών κατοίκων των Σφακίων. Ζώα, τυρί, μέλι, κερί, παραδόθηκαν εκείνη την ημέρα ενώ οι γυναίκες έδωσαν διάφορα υφάσματα, παλιά οικογενειακά κειμήλια και κοσμήματα, καθώς και διάφορα είδη οικοτεχνίας, προς πώληση. Με αυτόν τον τρόπο, τα μετρητά και οι διάφορες εισφορές σε είδη ανέβασαν το συνολικό ποσό σε 54.000 δίστηλα τάληρα. Αμέσως ξεκίνησε το πλοίο του Χ. Τσουράκη για τη Μάλτα και την Τεργέστη ώστε να αγοραστούν όπλα και άλλα πολεμοφόδια, για να μπορεί να ξεκινήσει με αξιώσεις ο ένοπλος αγώνας. Παράλληλα, στις αρχές Μαΐου έφτασε στο Λουτρό καράβι Σάμιου πλοιοκτήτη με 200 βαρέλια πυρίτιδας που είχε προμηθευτεί από τη Σμύρνη και τα οποία πληρώθηκαν από τον κοινό λογαριασμό.

 

Οι αποτυχημένες συνομιλίες μεταξύ Αμπαδιωτών και Κρητικών

Αμέσως μετά την απόφαση για τη συμμετοχή των Κρητών στην επανάσταση, οι επαναστάτες άρχισαν να αναζητούν συμμάχους. Με τη σύμφωνη γνώμη του Ηγουμένου της Μονής του Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερού, «ανδρός πολύπειρου και επισήμου», ο οποίος ήταν και από τους πρώτους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία, τον Μάιο του 1821, οι Σφακιανοί αποφάσισαν να έρθουν σε επαφή με τους μουσουλμάνους της Αμπαδιάς, ώστε, ή να τους βοηθήσουν στην επανάσταση ή να μείνουν αμέτοχοι. Οι Κρήτες γνώριζαν ότι οι Αμπαδιώτες[6] είχαν μεγάλη πολεμική δύναμη και εμπειρία και η συμμετοχή τους στην επανάσταση, με τη μία ή την άλλη πλευρά, θα είχε καταλυτικό ρόλο, ιδίως στις επαρχίες Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου. 


Ο τουρκικός Κουλές στο χωριό Βαθιακό της Αμπαδιάς. 

Για τον λόγο αυτό απέστειλαν πρεσβεία, αποτελούμενη από τον Αναγνώστη Μανουσέλη από τον Καλλικράτη και Ιωσήφ Δασκαλάκη από του Ασφένδου. Οι απεσταλμένοι προσπάθησαν να πείσουν τους Αμπαδιώτες, λέγοντάς τους ότι αυτοί είναι οι μόνοι γνήσιοι μωαμεθανοί στο νησί, ενώ όλοι οι άλλοι είναι αποστάτες και εξωμότες χριστιανοί και όπως κινδυνεύει η πίστη των χριστιανών, το ίδιο κινδυνεύει και η πίστη των γνήσιων μωαμεθανών.

Οι Αμπαδιώτες, έδειξαν αρχικά να πείθονται. Το μόνο που τους προβλημάτιζε ήταν ότι δεν είχαν αρκετά όπλα και πολεμοφόδια και δεν ήξεραν από πού μπορούσαν να τα προμηθευτούν. Οι απεσταλμένοι των Κρητών, χωρίς να έχουν πλήρη εμπιστοσύνη στα λεγόμενα των Αμπαδιωτών, αλλά και χωρίς να θέλουν να ψυχράνουν τις σχέσεις τους, τους απάντησαν ότι μπορούσαν να τους προμηθεύσουν, αρχικά, με δέκα βαρέλια πυρίτιδα, αλλά θα έπρεπε να έρθουν οι ίδιοι στα Σφακιά να τα παραλάβουν. Όταν θα παραλάμβαναν και όπλα θα τους διέθεταν έναν ικανό αριθμό.

Οι Αμπαδιώτες, φεύγοντας οι απεσταλμένοι, είτε μετάνιωσαν, είτε προσποιούμενοι από την αρχή, ειδοποίησαν τον Οσμάν πασά του Ρεθύμνου για τις επαναστατικές προθέσεις των Σφακιανών. Στη συνέχεια μήνυσαν στους Σφακιανούς ότι θα πάνε να παραλάβουν το μπαρούτι, όχι από τη «στράτα» που συμφώνησαν, αλλά από μια άλλη στράτα, που θα την μάθουν «σαν έρθει η ώρα του Αλλαχ». Μετά από λίγες ημέρες ο Σερίφ πασάς του Ηρακλείου μήνυσε στους Σφακιανούς να παραδώσουν άμεσα όσα όπλα και πολεμοφόδια είχαν και παράλληλα συγκέντρωσε στρατό στα Κουσελιανά[7] των Σφακίων, ώστε να εκβιάσει την παράδοση του οπλισμού τους, ενώ οι Σφακιανοί, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες, αρνήθηκαν. Η επανάσταση δεν μπορούσε να μείνει άλλο εν κρυπτώ.

 

Ο Ηγούμενος του Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερός και η ύψωση της σημαίας της επανάστασης στον Κουρκουλό.

Αυτό φάνηκε λίγες ημέρες αργότερα, όταν ένας από τους αγριότερους Αμπαδιώτες, ο Ψαροσμαήλης, ή Κουντούρης κινήθηκε εναντίον των Σφακίων με 200-300 συντοπίτες του για να καταφέρει την παράδοση των όπλων των Σφακιανών, πουλώντας εκδούλευση στον πασά. Αρχικά, στις 23 Μαΐου 1821, διατρέχοντας τον Άη Βασίλη, έφτασε στη Μονή του Πρέβελη, με στόχο να συλλάβει, αθόρυβα, τον Ηγούμενο Μελχισεδέκ Τσουδερό, που ήδη είχε μαθευτεί ότι ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας[8] και να τον οδηγήσει στο Ρέθυμνο για να τον κρεμάσουν ως παραδειγματισμό, ώστε να καμφθεί το φρόνημα των χριστιανών.

Ο Ηγούμενος της Μονής Πρέβελη, Μελχισεδέκ Τσουδερός.

Ο Κουντούρης προσποιήθηκε στον Ηγούμενο ότι ο λόγος της επίσκεψής του ήταν να καταγράψει, κατ΄ εντολή του Οσμάν πασά, τα όπλα που υπήρχαν στη Μονή. Ο Μελχισεδέκ του παρέδωσε περίπου 15 παλιά τουφέκια που κατείχαν οι βοσκοί της Μονής για την προστασία τους από τους κλέφτες. Δεν του μίλησε για τις δεκάδες καινούργια τουφέκια, που καιρό τώρα αγόραζε μαζί με πολεμοφόδια και τα είχε κρυμμένα στις βραχώδεις σπηλιές γύρω από το Μοναστήρι, περιμένοντας την έκρηξη της επανάστασης. Για να δείξει, μάλιστα τα φιλικά του αισθήματα προς τον Κουντούρη, που ήταν παλιοί γνώριμοι, φιλοξένησε τον ίδιο και τους άνδρες του στο Μοναστήρι, παραθέτοντάς τους πλούσιο δείπνο.

Το βράδυ, που οι μουσουλμάνοι κοιμούνταν βαθιά από το πολύ κρασί που είχαν πιει, ένας ξάδερφος του Κουντούρη, ο Αλή Αγά Ατζέμης, από φθόνο προς τον ξάδερφό του, ενημέρωσε τον Μελχισεδέκ ότι με το πρώτο φως της ημέρας ο Κουντούρης θα τον έπιανε και θα τον οδηγούσε στο Ρέθυμνο να τον κρεμάσουν. Ο Τσουδερογούμενος, όπως τον αποκαλούσε ο λαός, αθόρυβα πήρε όλους τους μοναχούς της Μονής, εκτός από δύο υπέργηρους καλόγερους, φόρτωσαν έξι φορτία με τα όπλα που είχαν κρυμμένα και έφυγαν από τον Πρέβελη. Παράλληλα, ειδοποίησε τα αδέρφια του Γεώργιο και Γιάννη από τον Ασώματο, να πάρουν κι αυτοί τα μυημένα παλικάρια τους και όλοι μαζί βρέθηκαν στο ύψωμα Κουρκουλός, πάνω από το Ροδάκινο. Εκεί, το πρωί της 24ης Μαΐου, έξω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, ο Ηγούμενος της Μονής Πρέβελη, Μελχισεδέκ Τσουδερός, παρουσία 150 πάνοπλων Κρητικών, ύψωσε τη σημαία της επανάστασης. Στη συνέχεια, όλοι μαζί πήγαν στα Σφακιά ενημερώνοντας τους εκεί οπλαρχηγούς για τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας.

 

Το πάθημα του Ισμαήλ Αγά Κουντούρη

Ο Ισμαήλ Αγάς Κουντούρης, ξυπνώντας το πρωί, έκπληκτος είδε άδειο το Μοναστήρι. Κρύβοντας τον θυμό του, κλείδωσε τα άδεια κελιά και παρέδωσε τα κλειδιά στους δύο εναπομείναντες υπέργηρους μοναχούς και με προσποιητά φιλικό ύφος τους είπε πώς δεν έχει να φοβάται τίποτα από αυτόν ο «φίλος» του Μελχισεδέκ. Στη συνέχεια πήρε τους άντρες του και έφτασε μέχρι το Φραγκοκάστελλο, μην τολμώντας να προχωρήσει στα ενδότερα της επαρχίας Σφακίων. Από εκεί, μήνυσε στους Σφακιανούς να στείλουν δέκα από τους Προκρίτους τους για να συζητήσουν. Οι Σφακιανοί, μετά από σύσκεψη, αποφάσισαν να στείλουν 100 ενόπλους, από τους οποίους οι δέκα μόνο να εμφανισθούν στον Ψαροσμαήλη και οι υπόλοιποι να κρυφτούν τριγύρω και να πράξουν ανάλογα με την έκβαση των συζητήσεων. Αντικρίζοντάς τους εκπροσώπους ο Ψαροσμαήλης και γνωρίζοντας ότι έχει την υπεροπλία, άρχισε να τους βρίζει χυδαία, να τους απειλεί καθώς και όλους τους χριστιανούς. Έξαφνα, πετάχτηκαν από τις κρυψώνες τους και οι υπόλοιποι Σφακιανοί. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο ο Ψαροσμαήλης και παρότι οι Αμπαδιώτες ήταν υπερδιπλάσιοι από τους Σφακιανούς, μαλάκωσε το ύφος του και άρχισε να υποχωρεί, προκαλώντας τη θυμηδία των Σφακιανών, που δεν τους καταδίωξαν.

 

Η Μονή του Πρέβελη σε παλιά φωτογραφία.


Οι πρώτες αψιμαχίες της επανάστασης στον Τσιλίβδικα

Κατά την επιστροφή τους στην Αμπαδιά και μετανιωμένοι για την ανανδρεία που επέδειξαν, αλλά και το διπλό πάθημά τους, επιτέθηκαν εναντίον της Μονής του Πρέβελη που ήταν στον δρόμο τους. Δεν βρήκαν μέσα τον Ηγούμενο Μελχισεδέκ όπως ήλπιζαν και ξέσπασαν στους δύο μοναχούς, τους οποίους θανάτωσαν με μαρτυρικό τρόπο. Καταδίωξαν τους εργάτες της Μονής, την οποία στη συνέχεια λεηλάτησαν και την παρέδωσαν στις φλόγες. Ο Μελχισεδέκ Τσουδερός πληροφορήθηκε από τα Σφακιά την επίθεση των Αμπαδιωτών στο Μοναστήρι. Άμεσα απέστειλε τον Μοναχό Βενιαμίν Χαρχαλιδάκη με σώμα ενόπλων Σφακιανών, οι οποίοι πρόλαβαν αργά το απόγευμα της 26ης Μαΐου τον Κουντούρη με τους άντρες του στο βουνό Τσιλίβδικα, όπου ήταν το καλοκαιρινό χειμαδιό του Μοναστηριού. Οι Τούρκοι, αφού σκότωσαν τους βοσκούς προσπάθησαν να κλέψουν τα κοπάδια. Τους πρόλαβαν όμως οι Σφακιανοί και άρχισε ανταλλαγή πυροβολισμών. Σε αυτή τη μικρή, πρώτη μάχη της επανάστασης σκοτώθηκαν δύο Αμπαδιώτες και τραυματίστηκε ένας. Οι υπόλοιποι, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι που ήδη είχε πέσει, εγκατέλειψαν την περιοχή και υποχώρησαν προς το χωριό Άη Γιάννη τον Καημένο, χωρίς να καταφέρουν να πάρουν τα αιγοπρόβατα της Μονής.  

 

Οι επόμενες ημέρες

Ήταν, πλέον, βέβαιο ότι η επανάσταση δεν μπορούσε να κρυφτεί άλλο. Οι Σφακιανοί, μέχρι να έρθουν τα πολεμοφόδια από τη Μάλτα και μέχρι την επόμενη Γενική Συνέλευση στην Παναγία τη Θυμιανή, που είχε προγραμματιστεί για τις 29 Μαΐου του 1821, προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο και να διασκεδάσουν τις τυχόν υποψίες των Τούρκων μετά τα γεγονότα στη Μονή του Πρέβελη.

Για τον λόγο αυτό απέστειλαν επιστολή στον πασά των Χανιών, μέσω του Χασάν Μεχμέτ Αγά, αναφέροντας τα γεγονότα στη Μονή του Πρέβελη και κατηγορώντας τον Ισμαήλ Κουντούρη για τις βαρβαρότητες που διέπραξε, για να δικαιολογήσουν έτσι τον θάνατο των δύο Αμπαδιωτών.

Ταυτόχρονα, ο πασάς του Ηρακλείου, που είχε σαφώς καλύτερες πληροφορίες για τις κινήσεις των Σφακιανών, απειλώντας τον Μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμο Παρδάλη ότι «ήθελον αναμετρηθή διά της αιχμής του ξίφους» τον πίεσε να αποστείλει αφοριστική επιστολή στους Σφακιανούς «αποδοκιμάζοντας τα κινήματα ταύτα ως αντιχριστιανικά και εθνοφθόρα». Την επιστολή αυτή μετέφεραν στους Σφακιανούς τρεις ανώτεροι Τούρκοι αξιωματικοί, συνοδευόμενοι από έναν ιεροδιάκονο του Μητροπολίτη, οι οποίοι είχαν εντολή να συλλέξουν όλα τα όπλα των Σφακιανών.

Με τον ίδιο ιεροδιάκονο οι Σφακιανοί απέστειλαν στον Μητροπολίτη Γεράσιμο την παρακάτω απαντητική επιστολή: «Σεβασμιώτατε, την ευχή σου θέλομεν και τας ευλογίας σου αποδεχόμεθα, αλλά τους αφορισμούς και τας κατάρας σου στέλνομεν οπίσω δια να τας μεταχειρισθής εις όσους πρέπει. Αν όμως οι Πασάδες Σε υποχρεώνουν να μας τας στέλνης, τότε δεν μας πιάνουν, διότι δεν είναι από την καρδιά σου… Θα έκανεν όμως φρόνιμα και η Πανιερότης σου να ακούσης τας ιδικάς μας συμβουλάς και να φύγης από αυτού τώρα όπου έχεις καιρόν, διότι γυρεύουν μικράν αφορμήν να σας σφάξουν όλους ωσάν αρνιά[9]…».

Διπλωματική ήταν και η απάντηση που έστειλαν και στον πασά του Ηρακλείου, αρνούμενοι, ουσιαστικά να του παραδώσουν τα όπλα: «Υψηλότατε Αφέντη, απορούμεν διατί τόσο συχνά και με τόση βία μας ζητάτε τα άρματα, επειδή ουδένα κακόν εκάμαμεν εις κανέναν εμείς, καθώς οι ειδικοί σας σφάζουσι καθ’ ημέραν με χωρίς αφορμήν ως αρνία τους ταλαιπώρους χριστιανούς και διόλου δεν τους εμποδίζετε. Μόλις μας ευρίσκονται εις κάθε χωρίον τρία έως τέσσαρα παληοτούφεκα τιποτένια και άχρηστα, αλλ’ ως κι αν είναι τα θέλομεν δια να φυλάγομεν τα ζώα μας απού τα άγρια θηρία. Ημείς, νομίζομεν Αφέντη ότι συμφέρει και εις την Υψηλότητά σου να μας αρματώσετε όλους καλά, δια να μας έχετε εις κάθε ανάγκην της Πατρίδος και όχι να μας εξαρματώσετε όλως διόλου».

Στις 17 Μαΐου, ο εξαγριωμένος όχλος των Χανίων συνέλαβε τον Επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη και τον δάσκαλο Καλίνικο Βερροιαίο, για τους οποίους είχαν πληροφορίες ότι ήταν Φιλικοί και αφού τους βασάνισαν φρικτά, μισοπεθαμένους τους έσυραν και τους κρέμασαν στον πλάτανο στο κέντρο της πόλης. Τις ίδιες μέρες συνέλαβαν και φυλάκισαν στο Ρέθυμνο τον δάσκαλο Γεώργιο Βάο από την Σίφνο, τον οποίο οι Ρεθεμνιώτες απελευθέρωσαν μετά την καταβολή πλούσιων λύτρων.

Προς τα τέλη του Μάη, η Καγκελαρία των Σφακίων είχε καλέσει στο Λουτρό τους πλοιάρχους όλων των Σφακιανών πλοίων[10], οι οποίοι εξέλεξαν δύο εξ’ αυτών με απεριόριστες ναυτικές δικαιοδοσίες. Οι δύο αυτοί πλοίαρχοι, ο Αναγνώστης Παναγιώτου ή Πωλίδης και ο Αντώνης Αναγνωστάκης είχαν τη δικαιοδοσία και την εξουσιοδότηση «να κάβγουν και να βουλούν το καράβι  όπου ήθελε παρακούσει και αν σκοτώσουν και ανθρώπους να μην έχουν καμίαν πείραξιν». Πήραν, επίσης, την εντολή να υπάρχουν πάντα μεγάλα πλοία σε επιφυλακή στο λιμάνι του Λουτρού, ώστε σε περίπτωση επίθεσης των Τούρκων στα Σφακιά να μπορούν να απομακρύνουν τα γυναικόπαιδα και να μην συμβούν τα ίδια με την επανάσταση του 1770.

Στις 25 Μαΐου η επιτροπή «ταμείου του αγώνα», που είχε οριστεί από την Καγκελαρία, έφυγε με επιστολή για την Ύδρα[11] ζητώντας από τους Υδραίους πλοιοκτήτες να τους εφοδιάσουν με τουλάχιστον 2.000 τουφέκια και 15 καράβια για να περιπολούν κοντά στα βόρεια παράλια της Κρήτης ώστε, αφενός να δημιουργούν κλίμα φόβου στον εχθρό και αφετέρου κλίμα ασφάλειας στους Κρητικούς.

 

Η επίσημη κήρυξη της επανάστασης στην Παναγία τη Θυμιανή

Για τις 29 Μαΐου του 1821 η Καγκελαρία των Σφακίων είχε αποστείλει μαζική πρόσκληση, σε όλους τους μυημένους, για την τελευταία και πιο καθοριστική Γενική Συνέλευση πριν την επανάσταση, αφού όλα ήταν πλέον έτοιμα. Πράγματι, όλοι συγκεντρώθηκαν στο Μονύδριο της Παναγίας της Θυμιανής[12] στα Σφακιά.  Εκεί βρέθηκαν όλοι οι άντρες των Σφακίων, οι προεστοί και οι καπεταναίοι των γύρω επαρχιών, καθώς και λίγοι εκπρόσωποι από τη Μέσα και ανατολική Κρήτη. Από τους πάνω από τους 1.500 συγκεντρωμένους, μόνο οι 800 ήταν οπλισμένοι, γεγονός που καταδεικνύει ότι η επανάσταση βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα.


Η εκκλησία της Παναγίας της Θυμιανής στους Κομιτάδες Σφακίων.

Όσον αφορά στα Ρεθεμνιώτικα, από την επαρχία Αγίου Βασιλείου ήταν εκεί ο Ηγούμενος Μελχισεδέκ Τσουδερός με τα αδέρφια του Γεώργιο και Ιωάννη. Από της επαρχία Ρεθύμνου ο Γεώργιος Σακοράφος, ο Ιωάννης Δρουλίσκος και ο Χατζή Ιωάννης Δαμβέργης. Από τον Μυλοπόταμο ο Γεώργιος Καλλέργης και τα αδέρφια Μιχαήλ και Στυλιανός Χιωνάκης. Τέλος, από το Αμάρι, ο Τζώρτζης και ο Σαουνάτσος.


Ο Γεώργιος Δεληγιαννάκης, αρχηγός της επαρχίας Αμαρίου.

Μετά τη θεία λειτουργία της Κυριακής, οι επαναστάτες ασχολήθηκαν με την εκλογή των πολεμικών αρχηγών της κάθε περιοχής του νησιού. Είτε για να καλύψουν τις φιλοδοξίες των πολλών καπεταναίων των Σφακίων, είτε λόγω της έλλειψης ικανών και εμπνευσμένων αρχηγών από την ανατολική, κυρίως, Κρήτη, αποφασίστηκε να τεθούν στρατιωτικοί επικεφαλής των περιοχών όλου του νησιού, κυρίως, Σφακιανοί οπλαρχηγοί. Όσον αφορά στον νομό Ρεθύμνου, οριστήκαν ο Βουρδουμπάς με τον Πολογιωργάκη για τις επαρχίες γύρω από τον Ψηλορείτη, ο Α. Μανουσέλης για το Ρέθυμνο και ο Γεώργιος Δεληγιαννάκης για το Αμάρι. ( Μόνο για την επαρχία Αγίου Βασιλείου ορίστηκε ντόπιος αρχηγός, ο Γεώργιος Τσουδερός, αδελφός του Ηγουμένου Μελχισεδέκ, αφού εξ’ αρχής οι Αγιοβασιλιώτες, με επικεφαλής τους Τσουδερούς είχαν προσέλθει στη Θυμιανή με οργανωμένο και πλήρως εξοπλισμένο στρατιωτικό σώμα.  Το πρόβλημα από την αρχή υπήρξε στις ανατολικές επαρχίες της Κρήτης, που ο πληθυσμός ήταν εντελώς άοπλος και όλοι εκλιπαρούσαν για ένα τουφέκι. Εκεί, στη Θυμιανή καταμετρήθηκαν τα όπλα του αγώνα και βρέθηκαν 1.200, εκ των οποίων τα 800 βρίσκονταν στα χέρια των Σφακιανών.

Ο Γεώργιος Τσουδερός, αρχηγός της επαρχίας Αγίου Βασιλείου.

Έτσι, λοιπόν, οργανώθηκε η επανάσταση του 1821 στην Κρήτη, με την πρώτη μάχη, νικηφόρα για τους Κρητικούς να δίνεται στο χωριό Λούλο των Χανίων στις 14 Ιουνίου.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·         Δετοράκης Θεοχάρης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο, 1990.

·         Ζαμπελίου & Κριτοβουλίδη, Ιστορία των επαναστάσεων της Κρήτης, Αθήναι, 1971.

·         Καλογεράκης Ευτύχιος, Η αραβοκρατία στην Κρήτη (824-961 μ. Χ.) και η Αμπαδιά, e-mesara.gr, 18.1.2019.

·         Κριάρης Παναγιώτης, Ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τέλους της επαναστάσεως του 1866, Εν Χανίοις, 1902.

·         Μουρέλλος Δ. Ιωάννης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειον 1931.

·         Μουρέλλος Δ. Ιωάννης, Κρητικαί Βιογραφίαι, Εν Αθήναις 1931.

·         Παπαδάκης Μ. Μιχαήλ, Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978.

·         Παπαδοπετράκης Γρηγόριος, Ιστορία των Σφακίων, Αθήναι 1971.

·         Ψιλάκης Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης, Τ. Γ’, Μινώταυρος, Αθήνα, χ.χ.

 



[1] Στην Κρήτη, μεταξύ άλλων, στάλθηκε από τον Παπαφλέσσα κάποιος Μοναχός του Αγίου Όρους, ονόματι Ανανίας, ο οποίος μύησε αρκετούς Κρητικούς, ανάμεσα στους οποίους και τον Ηγούμενο την Μονής Πρέβελη, Μελχισεδέκ Τσουδερό.

[2] Ταχύτατο και ευέλικτο δικάταρτο πλοίο που χρησιμοποιήθηκε στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης. Είχε μήκος 30-35 μέτρα και αν είχε μετατραπεί σε πολεμικό διέθετε 18-20 κανόνια στο κατάστρωμά του και πλήρωμα 50-80 άνδρες.

[3] Ερημική και δύσβατη στην προσέγγιση παραλία των Σφακιών, ανάμεσα στη Χώρα Σφακίων και στο Λουτρό.

[4] Το Λουτρό ήταν το εμπορικό και διαμετακομιστικό λιμάνι των Σφακίων εκείνη την περίοδο, αφού αρκετοί Σφακιανοί ασχολούνταν με το θαλάσσιο εμπόριο.

[5] Ισπανικό ασημένιο νόμισμα που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη στις διεθνείς συναλλαγές. Ονομαζόταν δίστηλο επειδή έφερε στη μία όψη τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ).

[6] Οι Αμπαδιώτες ήταν Μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στα 13 χωριά της Αμπαδιάς, στη ΝΑ πλευρά της επαρχίας Αμαρίου, με κέντρο τους το Βαθιακό. Θεωρούσαν εαυτούς, τους μόνους κανονικούς μουσουλμάνους της Κρήτης, αφού ήταν οι παλιότεροι πάνω στη νησί και δεν είχαν προέλθει από εξισλαμισμό.

[7] Πρόκειται για το σημερινό χωριό Αγκουσελιανά. Όλη η σημερινή επαρχία Αγίου Βασιλείου υπαγόταν τότε στην επαρχία Σφακίων.

[8] Μετά τον απαγχονισμό του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ από τον εξαγριωμένο όχλο της Κωνσταντινούπολης, σε έρευνα που έγινε από τους Τούρκους στο Πατριαρχείο βρέθηκε κατάλογος ονομάτων Φιλικών από διάφορα μέρη, ανάμεσα στα οποία και αυτό του Μελχισεδέκ.

[9] Τα λόγια των Σφακιανών αποδείχτηκαν προφητικά, αφού έναν μήνα μετά, στις 24 Ιουνίου, ο Μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος, μαζί με άλλος 5 Επισκόπους και 800 Ηρακλειώτες, σφαγιάστηκαν από το εξαγριωμένο μουσουλμανικό πλήθος του Ηρακλείου στον λεγόμενο Μεγάλο Αρπεντέ.

[10] Την περίοδο εκείνη τα Σφακιά διέθεταν εμπορικό στόλο αποτελούμενο από 25 περίπου πλοία.

[11] Η επιτροπή αυτή ποτέ δεν έφτασε στην Ύδρα, αφού κάποιο ατύχημα του καραβιού δεν τους άφησε να φτάσουν. Πάντως και σε άλλες επιστολές που εστάλησαν αργότερα στους Υδραίους, πέραν από τις ευχές τους για καλή επιτυχία στον αγώνα, κανένα όπλο δεν έφτασε στην Κρήτη.

[12] Ιστορική εκκλησία των Σφακιών στην περιφέρεια του χωριού Κομιτάδες στη θέση Θυμέ Αρμί. Είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τους Τούρκους στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 και ανοικοδομήθηκε αργότερα εκ βάθρων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Υγειονομική έκθεση των εστιατορίων του Ρεθύμνου του 1902

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Η παραδοσιακή κρητική φορεσιά στο πέρασμα του χρόνου