Στα Σαράντα του πατέρα μου Ιωάννη Ν. Δερεδάκη
Πέρασαν κιόλας σαράντα ημέρες, πατέρα, από τότε που έφυγες από κοντά μας. Ήταν 10 του Νοέμβρη, αξέχαστα, που τότε πνίγηκε ολάκερο το Ρέθυμνο από τις καταστροφικές πλημμύρες. Και μαζί, πατέρα, πνιγήκαμε κι εμείς, η οικογένειά σου, στην ανείπωτη θλίψη και στον καημό τον μεγάλο από το αδόκητο φευγιό σου…
Δεν ήταν να φύγεις, πατέρα, τόσο
νωρίς κι ας είχες δρασκελίσει από τον Ιούλιο τα 81 χρόνια της ζωής σου. Με
στωικότητα, καρτερία, αλλά και αισιοδοξία αντιμετώπιζες το αναπνευστικό
πρόβλημα που σε ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια. Και δεν το άφηνες να σε
καταβάλλει. Κάθε μέρα κατέβαινες στον κήπο σου, εκεί που περνούσες τον
περισσότερο χρόνο σου και παρακολουθούσες τα λουλούδια σου, τα φυτά σου, τα
δεντράκια σου και μιλούσες μαζί τους.
Αλλά εκείνη τη μουντή και βροχερή
μέρα δεν άντεξες άλλο. Κι ας ήμασταν μαζί την προηγούμενη μέρα, το βράδυ και με
συμβούλευες, όπως πάντα, για το πώς θα πρέπει να κάνει το μάθημά του ο καλός
δάσκαλος. Ήπιες το πρωινό σου, κάθισες στην αγαπημένη σου πολυθρόνα, εκεί, στο
βάθος του σαλονιού και, απλά, έγειρες το κεφάλι σου. Μάταια η μητέρα, η
αγαπημένη σου σύζυγος Στέλλα, προσπάθησε να σε συνεφέρει. Το είχες πάρει, πια,
απόφαση. Είχες ξεκινήσει, ήδη, για το μακρινό σου ταξίδι, το ταξίδι χωρίς
επιστροφή. Δεν ήθελες να μας ταλαιπωρήσεις, πατέρα. Ήθελες να φύγεις αθόρυβα
και με αξιοπρέπεια, όπως αθόρυβη, αξιοπρεπής, αλλά και τόσο ουσιαστική μα και
γεμάτη ήταν όλη σου η ζωή.
Αυτές τις τελευταίες ημέρες κοιτάζαμε
με τη γυναίκα της ζωής σου, τη μητέρα μας, τις φωτογραφίες από τη ζωή σου. Και
ξύπνησαν όλες οι μνήμες… Είχες γεννηθείς στο Σπήλι το 1939. Παιδί της Κατοχής
ήσουνα. Αλλά είχες όνειρα για το μέλλον σου. Τελείωσες το Δημοτικό Σχολείο στο
χωριό και μετά ακολούθησες τον αδερφό σου, τον Μάρκο, στο Ρέθυμνο για να
φοιτήσεις στο Γυμνάσιο. Εκεί, σε μια μικρή κάμαρα στον Μασταμπά, στης
Ρολόαινας, με την γκαζιέρα και την λάμπα, μαζί με τον Μάρκο και τον Κωστή, που
ήρθε πιο μετά, διαβάζατε για να τελειώσετε και το Γυμνάσιο. Και μετά ήρθε η εισαγωγή
σου στην Παιδαγωγική Ηρακλείου και η εκπλήρωση των ονείρων σου. Καμάρωνες εσύ,
καμάρωναν και οι δικοί σου. Ο πατέρας σου ο Νικολής και η μάνα σου η Ελένη.
Αλλά και τα αδέρφια σου: Ο Γιώργης, η Κατίνα, ο Μάρκος, ο Κωστής και ο Στέλιος.
Γιατί, πατέρα, αυτήν την οικογένειά σου την ένωνε η αγάπη και η
αλληλοϋποστήριξη του ενός για τον άλλον. Και μετά ήρθε το στρατιωτικό σου, στην
Κόρινθο και μετά Διαβιβαστής στο Χαϊδάρι.
Και μετά ήρθε ο πολυπόθητος διορισμός
σου. Δεν διορίστηκες στην Κρήτη και στο Ρέθυμνο όπως περίμενες, αλλά στα
μακρινά Καλυβάκια του νομού Ηλείας. Σε ένα χωριό, που σήμερα δεν υπάρχει, όπως
μου έλεγες χαμογελώντας, αφού το έχει πάρει το φράγμα του Πηνειού. Τρία χρόνια
έμεινες εκεί αναζητώντας εναγωνίως τη μετάθεση για να σε φέρει πιο κοντά στους
δικούς σου. Κι όταν αυτή ήρθε, τοποθετήθηκες δάσκαλος στο Κεντροχώρι, δίπλα στο
χωριό σου, το Σπήλι. Εκεί γνώρισες τη μητέρα μας, τη Στέλλα, που υπηρετούσε ως
φιλόλογος στο Γυμνάσιο Σπηλίου. Παντρευτήκατε το 1967 και χτίσατε το δικό σας
σπίτι στο Σπήλι για να στεγάσετε την οικογένειά σας. Το 1968 γεννήθηκε το πρώτο
σας παιδί, ο Νίκος και το 1971 ο Βαγγέλης και η ευτυχίας σας ολοκληρώθηκε. Μια
αναποδιά οδήγησε όλη την οικογένεια στην ορεινή Αχαΐα, όπου εκεί γεννήθηκε και
το τρίτο σας παιδί, ο Μάρκος, το 1974. Εσύ, πατέρα, δάσκαλος στην Τουρλάδα και
η μητέρα καθηγήτρια στην Κάτω Κλειτορία. Και το 1975, πάλι μετακόμιση, στην
Αθήνα. Εκεί μείναμε μέχρι το 1987, όπου και κατεβήκαμε, πλέον, οικογενειακά στο
Ρέθυμνο. Ο κύκλος είχε ολοκληρωθεί. Ξαναγυρίσαμε στις ρίζες μας, στον τόπο μας.
Εσύ τοποθετήθηκες στο 5ο Δημοτικό Σχολείο και παρέμεινες εκεί μέχρι
τη συνταξιοδότησή σου το 1997, για δέκα ολόκληρα χρόνια. Δέκα χρόνια
δημιουργικά που έδωσες όλη σου την αγάπη, το μεράκι και την εμπειρία σου.
Πρωτοστάτησες στη δημιουργία μιας σύγχρονης σχολικής δανειστικής Βιβλιοθήκης,
με πρώτη «μαγιά» τα δικά μας παιδικά βιβλία που δώρισες σε αυτήν. Μια
Βιβλιοθήκη που ήσουν υπεύθυνος για όλα τα χρόνια που υπηρέτησες στο 5ο
Δημοτικό Σχολείο και που σήμερα αναβαθμίζεται μέρα με τη μέρα.
Είδες τα παιδιά σου, πατέρα, να
σπουδάζουν και να προκόβουν. Να κάνουν τις δικές τους οικογένειες και να σου
χαρίζουν τρία εγγόνια. Τη Μαρία, τον Γιάννη και τη Στέλλα. Πάντα μονοιασμένοι
και αγαπημένοι και κάθε καλοκαίρι να σμίγουμε όλοι μαζί, να χαιρόμαστε και να
αγαλλιάζουμε.
Ποτέ δεν μας μάλωσες, πατέρα. Ήσουν
πάντα δίπλα μας, στις χαρές μας και στις λύπες μας. Πάντα με χαμόγελο και αυτή
την ολύμπια ηρεμία σου, που έδινε σε όλους μας τη σιγουριά που χρειαζόμασταν. Πάντα
σοβαρός, πάντα μετρημένος, πάντα δοτικός. Και πάντα ξέραμε ότι η κάθε σου
κουβέντα ήταν μετρημένη και ζυγιασμένη. Πάντα τα λόγια σου, οι συμβουλές σου ήταν
σοφές. Πάντα μας προστάτευες όλους από τις κακοτοπιές και πάντα, αποδεικνυόταν,
ότι σε όλα είχες τόσο δίκιο!
Και τώρα, έφυγες, πατέρα… Σαν ψέμα
μας φαίνεται… Η παρουσία σου είναι τόσο ζωντανή δίπλα μας, μέσα μας, στην ψυχή
μας, στην καρδιά μας… Πάντα θα είσαι ο φάρος που θα μας οδηγεί στα επόμενα
βήματά μας. Η προσωπικότητά σου, η εσωτερική ευγένειά σου, το ήθος σου, αλλά και
το λεπτό σου χιούμορ, χωρίς ποτέ να προσβάλλει κανέναν, είναι η παρακαταθήκη
που αφήνεις στην οικογένειά σου.
Από ψηλά μας βλέπεις πια… Και είσαι
μαζί με τα αδέρφια σου… Τον Γιώργη, τον Μάρκο και τον Στέλιο. Και από εκεί
ψηλά, είμαι σίγουρος, ότι μας βλέπεις και χαμογελάς. Όπως το έκανες πάντα. Και
καμαρώνεις για εμάς. Γιατί, όλοι μας, προσπαθούμε να πατήσουμε στα χνάρια σου.
Να σου μοιάσουμε, πατέρα. Γιατί, ήσουν και θα συνεχίσεις να είσαι το φωτεινό
μας παράδειγμα για όλα μας τα βήματα. Για ό,τι κι αν κάνουμε…
Καλό σου βράδυ, πατέρα…
Σχόλια