Το καμάκι
Ο Κώστας και η Νεφέλη είναι τέταρτης
γενιάς μετανάστες. Οι προπαππούδες τους είχαν πάει ως βιομηχανικοί εργάτες στην
Αμερική. Γνωρίστηκαν στον κρητικό Σύλλογο του Σικάγο, όταν έκαναν μαθήματα
ελληνικών και μάθαιναν να χορεύουν τους παραδοσιακούς χορούς της Κρήτης.
Στο νησί των προγόνων τους όμως δεν
είχαν έλθει ποτέ. Κάθε χρόνο, από τότε που παντρεύτηκαν, το προγραμμάτιζαν και
όλο και κάτι τύχαινε και το ανέβαλαν. Ήθελαν να γνωρίσουν από κοντά τις
ομορφιές του νησιού, την ιστορία του, τους ανθρώπους του, την κρητική
φιλοξενία, που τόσα και τόσα είχαν ακούσει από τους παππούδες και τις γιαγιάδες
τους, χρόνια τώρα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Φέτος όμως τα ψέματα τέλειωσαν!
Έκλεισαν από νωρίς τα εισιτήρια για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Θα έπαιρναν
μαζί και τα παιδιά τους, τον Γιώργο και την Ελένη, που ανυπομονούσαν να πάνε να
δούνε από κοντά αυτά που είχαν μάθει στο σχολείο για τους μύθους και την
ιστορία της Ελλάδας.
Έτρεμαν τα πόδια τους και φτερούγιζε
η καρδιά τους, όταν πάτησαν στην κρητική γη. Έστρεψαν το βλέμμα τους, από τη
μια μεριά στο ιερό βουνό, τον Ψηλορείτη, και από την άλλη στις άγριες Μαδάρες.
Είχαν κλείσει δωμάτια σε ένα όμορφο μικρό ξενοδοχείο, στο κέντρο της παλιάς
πόλης. Αυτό θα ήταν το ορμητήριό τους, για να γνωρίσουν απ’ άκρη σ’ άκρη το
νησί.
Έφτασαν μεσημεράκι, τακτοποιήθηκαν
στα δωμάτιά τους και ξεκουράστηκαν μετά το πολύωρο και εξουθενωτικό ταξίδι.
Βραδάκι πια, ετοιμάστηκαν να κάνουν την πρώτη τους βόλτα, την πρώτη περιήγηση
στην παλιά πόλη. Δεν χόρταιναν να κοιτάζουν. Τόσο όμορφα όλα! Και τόσο
διαφορετικά από την Αμερική... Τα στενοσόκακα έσφυζαν από ζωή. Λογής λογής
μαγαζάκια πουλούσαν τα πιο απίθανα πράγματα.
Έστριψαν στην επόμενη γωνία. Μπροστά
τους απλωνόταν ένα μακρύ και στενό δρομάκι, με γραφικές ταβέρνες και όμορφα
εστιατόρια. Πεινούσαν ήδη, αλλά ήθελαν να περπατήσουν λίγο ακόμα. Στην πρώτη
ταβέρνα που συνάντησαν, πετάχτηκε μπροστά τους ένας σερβιτόρος και τους έκλεισε
τον δρόμο. Άρχισε να τους μιλάει ακατάπαυστα και να τους εξηγεί στα αγγλικά τα
«καλούδια» του μαγαζιού. Ο Κώστας και η Νεφέλη δεν μιλούσαν καλά ελληνικά.
Λίγες λέξεις ήξεραν όλες κι όλες και καταλάβαιναν άλλες τόσες. Ο σερβιτόρος
ήταν φορτικός. Όσο προχωρούσε η οικογένεια τόσο τους ακολουθούσε και τους
στρίμωχνε στα τραπέζια. Με όση ευγένεια διέθεταν του αρνήθηκαν να καθίσουν.
«Άει στο διάολο, κωλοτουρίστες» κατάφεραν να καταλάβουν από το στόμα του, όταν
είχαν ήδη περάσει από τις «Συμπληγάδες».
Πριν προλάβουν να πάρουν ανάσα, τους
στρίμωξε ο σερβιτόρος του επόμενου εστιατορίου, ακόμη πιο φορτικός από τον
προηγούμενο. Η οικογένεια, πιασμένη σφιχτά χέρι χέρι, προσπαθούσε να τον
αποφύγει. Τους είχε κολλήσει κατάμουτρα τον κατάλογο, πασχίζοντας να τους βάλει
να καθίσουν. Κατατρομαγμένα τα δύο παιδιά, είχαν χωθεί ανάμεσα στη φαρδιά
φούστα της Νεφέλης.
Ο δρόμος φάνταζε πια απίστευτα
μακρύς. Σε κάθε «παραδοσιακό» ταβερνάκι τα ίδια… Του Κώστα γύριζε πλέον το
κεφάλι του. Βούιζε… Του είχε κοπεί κάθε όρεξη για φαγητό. Με πολύ κόπο κατάφεραν
να φτάσουν στην άκρη του στενού. Εκεί πια ανάσαναν με ανακούφιση.
Το ξενοδοχείο τους ήταν στο
μεθεπόμενο στενό. Μπήκαν μέσα, τρέχοντας σχεδόν. Δεν είχε κανείς τους διάθεση
για φαγητό. Ξάπλωσαν… Στο μυαλό τους γύριζε διαρκώς η κρητική φιλοξενία που
συνάντησαν… Δεν τους τα είχαν πει έτσι οι παππούδες τους…
Σχόλια