Εν βία μεγίστη: Θεατρικό μονόπρακτο για την αρκαδική εθελοθυσία
Το μονόπρακτο αυτό έργο γράφτηκε και ανέβηκε από τους μαθητές της ΣΤ2 τάξης του 5ου Δημ. Σχ. Ρεθύμνου στη σχολική εορτή του Αρκαδίου στις 7/11/2016. Θα ανέβει ξανά στις 15/11/2016 στην ιερά Μονή Αρκαδίου στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 150 χρόνια της αρκαδικής εθελοθυσίας.
Ρόλοι: Ηγούμενος, Δημακόπουλος, Γιαμπουδάκης,
Δασκαλοχαρίκλεια, Παχλάς, Αδάμ Παπαδάκης, Ελένη, Μαρία (αδερφές)
Σκηνικό: Το κελί του Ηγουμένου Γαβριήλ. Βράδυ.
Δύο παράθυρα δείχνουν το κυπαρίσσι το ένα, το καμπαναριό του καθολικού της
μονής το άλλο. Στον τοίχο μια εικόνα, ένα ράφι με λίγα βιβλία, ένας σταυρός
ξύλινος κρέμεται. Ένα ξύλινο τετράγωνο τραπέζι στη μέση. Πάνω του ένα κηροπήγιο
με κεριά που ανάβουν, καθώς κι ένα μελανοδοχείο με φτερό.
Η Μαρία και η Ελένη, όρθιες στο βάθος της σκηνής
συζητούν. Φορούν μαύρα ρούχα με καλυμμένο το κεφάλι. Την ίδια ώρα όλοι οι
υπόλοιποι, αμίλητοι κάθονται γύρω-γύρω από το τραπέζι. Η Δασκαλοχαρίκλεια
κάθεται πιο πέρα.
Μαρία: Λενιώ
μου είδες; Από το πρωί μας έχουν περιζώσει οι Τούρκοι. Ασκέρι ολόκληρο έφερε ο
Μουσταφά-πασάς από τη Χώρα για να πατήσει το Μοναστήρι.
Ελένη: Ναι
Μαριώ μου. Αλλά δεν έχει καταφέρει τίποτα ως τώρα. Είδες τα παλικάρια μας πώς
πολεμούν; Σαν τα λιοντάρια. Τι κι αν είναι χιλιάδες οι Τούρκοι κι εμείς μια
χούφτα άντρες όλοι κι όλοι; Τίποτα δεν θα καταφέρει.
Μαρία: Πόσο
θα αντέξουμε Λενιώ μου; Το μπαρούτι λιγοστεύει. Οι άντρες αποκάμανε. Είδες τα
κανόνια των απίστων; Όλη μέρα καταχτυπούσανε τσι τοίχους του Μοναστηριού.
Ελένη:
Άκουσα πως ο πασάς έστειλε μήνυμα στη χώρα να φέρουνε τη μπουμπάρδα. Θα ρίξει
λέει την πόρτα του Αρκαδιού να μπούνε μέσα. Δεν μπορούν αλλιώτικα να μας
καταφέρουνε.
Μαρία: Μα
πού είναι ο Γούμενος; Ο Δημακόπουλος; Ο Γιαμπούς; Δεν τους έχω δει καθόλου τόση
ώρα.
Ελένη: Η
Δασκαλοχαρίκλεια μου είπενε πως ο Γούμενος τσι κάλεσεν όλους στο κελί του να
κουβεντιάσουνε. Να δούνε λέει τι θα κάμουνε. Βράδιασε πια και δεν έχουμε λέει
άλλο καιρό.
Οι γυναίκες αποχωρούν. Αρχίζει η συζήτηση γύρω από το
τραπέζι.
Ηγούμενος:
Γενναίοι άντρες! Σας κάλεσα όλους εδώ απόψε για να αποφασίσουμε μαζί τι θα
κάνουμε. Η κατάσταση έξω είναι τραγική. 15.000 τούρκικο ασκέρι κι εμείς είμαστε
όλα κι όλα 250 ντουφέκια. Ας μιλήσει όμως καλύτερα ο Ανθυπολοχαγός Δημακόπουλος
να μας πει ακριβώς την κατάσταση.
Δημακόπουλος:
Λιοντάρια της Κρήτης! Από το πρωί έχετε δείξει τι θα πει κρητική λεβεντιά και
αντρεία. Όμως ο αγώνας είναι άνισος. Οι Τούρκοι είναι χιλιάδες. Έχουνε και
πολλά κανόνια. Ένας μαντατοφόρος μου είπε πως ήδη έστειλε ο πασάς μήνυμα στη
Χώρα να φέρουνε τη Μπουμπάρδα Κουτσαχείλα. Με αυτή θέλει να πάρει το Μοναστήρι.
Αύριο το πρωί θα είναι εδώ.
Γιαμπουδάκης:
Ό,τι και να κάμουνε Δημακοπουλε εμείς θα τα καταφέρουμε. Ο Θεός θα μας
βοηθήσει. Βλέπει το δίκιο και είναι με το μέρος μας.
Παχλάς: Ναι
Αρχηγέ. Έχει δίκιο ο Κουμπάρος ο Κωσταντής. Μπορεί αυτοί να είναι χιλιάδες αλλά
την ψυχή και το δίκιο το έχουμε εμείς. Δεν θα το πατήσουνε οι άπιστοι το
Μοναστήρι.
Αδάμ Παπαδάκης:
Εμένα Άγιε Ηγούμενε γιατί με κάλεσες στη συνάντηση; Εγώ δεν είμαι οπλαρχηγός.
Ένας απλός στρατιώτης της Πατρίδας είμαι.
Ηγούμενος:
Για εσένα Αδάμ, παιδί μου, έχω άλλη αποστολή. Θα μάθεις σε λίγο.
Δασκαλοχαρίκλεια: Να με συμπαθάτε που μιλάω. Δε είμαι άντρας, ούτε ξέρω από άρματα.
Αλλά έχει δίκιο ο Αρχηγός. Δεν θα αντέξουμε. Όλη μέρα κουβαλάω μπαρουτόβολα
μέσα στην ποδιά μου. Από το ένα μέρος τα πάω στο άλλο. Τα παλικάρια μας
πολεμάνε με όλη τους την ψυχή. Με όλη τους τη δύναμη. Αλλά πόσο θα αντέξουμε
ακόμη; Πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια απ’ έξω.
Δημακόπουλος:
Άγιε Ηγούμενε. Δικό σου είναι το Μοναστήρι. Εσύ κάνεις κουμάντο εδώ. Ποια είναι
η γνώμη σου;
Ηγούμενος.
Γενναίε Δημακόπουλε. Ήρθες από την Πελοπόννησο να πολεμήσεις για τη λευτεριά
της Κρήτης μας. Εσύ είσαι αξιωματικός. Εσύ είσαι ο Φρούραρχος της Μονής. Εσύ
ξέρεις από πόλεμο. Εγώ το ευαγγέλιο και τον σταυρό κρατώ και όταν η πατρίδα με
καλέσει πιάνω και το ντουφέκι. Εσύ θα μας πεις τι θα κάμουμε.
Δημακόπουλος:
Άγιε Ηγούμενε! Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Πρέπει να ζητήσουμε
ενισχύσεις. Αλλιώς δεν θα αντέξουμε αύριο. Ο Στρατηγός Κορωναίος είναι στο
Κλησίδι στο Αμάρι. Πρέπει να του στείλουμε γραφή να τρέξει με τα παλικάρια του
να μας βοηθήσει. Μόνο με βοήθεια θα σώσουμε το Αρκάδι.
Γιαμπουδάκης:
(Σηκώνεται όρθιος κουνώντας την πιστόλα
του) Ας κάνουνε οι Τούρκοι πώς πατάνε το Μοναστήρι και μάρτυς μου ο θεός θα
ανατινάξω με την πιστόλα μου τη μπαρουταποθήκη και όσους πάρω μαζί μου.
Παχλάς: (Σηκώνεται κι αυτός όρθιος βγάζοντας από τη
μέση του τη μαχαίρα του). Κι εμένα
Γούμενε! Δε με νοιάζει η ζωή μου! Αλλά πριν πέσω κατάχαμα θα περάσω απ’ τη
μαχαίρα μου όσους περισσότερους Τουρκαλάδες μπορώ! Δεν τον ξέρετε καλά τον
καπεταν Παχλά!
Ηγούμενος:
Ας μην χάνουμε χρόνο. Η νύχτα προχωρεί και πρέπει να στείλουμε γραφή στον
Κορωναίο να έρθει για βοήθεια. Πρέπει μέχρι το πρωί να είναι εδώ μαζί με τα
παλικάρια του. Κάθισε εσύ Δημακόπουλε και γράφε.
(Ο Δημακόπουλος παίρνει μια κόλλα χαρτί, πιάνει το
φτερό και περιμένει. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ υπαγορεύει.)
Ηγούμενος: (Υπαγορεύει αργά για να προλαβαίνει να γράφει
ο Δημακόπουλος) Γενναιότατε Αρχηγέ Πάνο Κορωναίε. Ευρισκόμεθα σε στενή
πολιορκία από το πρωί. Είμεθα δυνατοί και
δυνάμεθα να ανθέξωμεν όπως πρέπει. Σας παρακαλούμε όμως να μας δώσητε την
βοήθειάν σας την οποίαν δεν πιστεύομεν να μας αρνηθήτε. Προφθάσατε μιαν ώραν
ταχύτερον διότι μας έκλεισεν και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς. Σας
περιμένομεν Αρχηγέ μας και ο θεός βοηθός.
Εν τη Ιερά Μονή Αρκαδίου την 8 Νοεμβρίου 1866.
Εν βία μεγίστη.
Ελάτε τώρα να
υπογράψουμε. (Υπογράφει πρώτος και
ακολουθούν ο Δημακόπουλος, ο Γιαμπουδάκης και ο Παχλάς)
Δημακόπουλος: (Την ώρα που υπογράφει) Ας ελπίσουμε
μόνο να προλάβει. Ο καιρός είναι πολύ κακός. Βρέχει όλη μέρα.
Ηγούμενος:
Αδάμ Παπαδάκη. Έλα εδώ. Η τύχη του Μοναστηριού είναι στα χέρια σου. Πάρε τουτη
τη γραφή και τρέξε σαν τον άνεμο να τη δώσεις στον Κορωναιο. Είσαι ο πιο
γρήγορος από όλους εδώ μέσα. Μόνο εσύ μπορείς να τα καταφέρεις.
(Του δίνει το χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα)
Αδάμ Παπαδάκης:
(Παίρνει το χαρτί και το βάζει προσεκτικά
στον κόρφο του) Την ευλογία σου Ηγούμενε. Θα κατεβώ προσεκτικά από το
παραθύρι. Κανείς δεν θα με δει από τσι Τούρκους. Σαν το πουλί θα πετάξω να πάω.
(Σκύβει και φιλεί το χέρι του Ηγουμένου).
(Όλοι μαζί αποχωρούν από τη σκηνή).
Σχόλια