Η σχολική τσάντα
Ανοίγουν μεθαύριο τα σχολεία! Με έχει
φάει ο γιος μου! «Μπαμπά, τσάντα θέλω». Καθίσαμε και το συζητήσαμε. «Βρε καλό
μου, βρε χρυσό μου, τέσσερις τσάντες έχεις! Και όλες καινούργιες. Τι να την
κάνουμε άλλη μια; Να μας πιάνει τον χώρο; Άσε που δεν έχουμε και λεφτά.
Καλύτερα με αυτά τα χρήματα να πάρεις κάτι άλλο». Ανένδοτος αυτός. «Θέλω, θέλω,
θέλω!!!».
Και τότε μου ήρθε στο μυαλό μου ο
Γκέστι. Ποιος είναι ο Γκέστι; Ένα παιδάκι από την Αλβανία, συνομήλικος του γιου
μου. Έμενε μαζί με τους γονείς του και τη μικρότερη αδερφή του απέναντι από το
σπίτι μας. Σε ένα μικρούλικο ισόγειο διαμέρισμα. Ο πατέρας οικοδόμος και
παράλληλα έκανε και όποια άλλη δουλειά του τύχαινε. Από ήλιο σε ήλιο δούλευε
για να τα φέρουν βόλτα. Κι η μητέρα, δουλειές του ποδαριού. Γύρω-γύρω στη
γειτονιά να καθαρίσει κανένα σπίτι, καμία σκάλα… Και τα παιδιά πάντα περιποιημένα και καθαρά.
Ο Γκέστι ήταν άριστος μαθητής. Μόνος τους, χωρίς βοήθεια, προσπαθούσε και τα
κατάφερνε στο σχολείο. Και όταν καμιά φορά είχε κάποια δυσκολία ή απορία,
χτυπούσε το κουδούνι και μου ζητούσε να τον βοηθήσω.
Πέρυσι, η οικογένεια αποφάσισε να
φύγει για τη Γερμανία. Το μεροκάματο, μέσα στην κρίση, έβγαινε δύσκολα πια στην
Ελλάδα. Με δάκρυα στα μάτια μας αποχαιρέτισαν και του αποχαιρετίσαμε. Τόσα
χρόνια γείτονες. Τους νιώθαμε και μας ένιωθαν δικούς μας ανθρώπους.
Αλλά και στη Γερμανία τα πράγματα δεν
ήταν όπως τα περίμεναν. «Ζοριζόμαστε» μας έλεγαν στο τηλέφωνο. «Δεν υπάρχει
πάντα δουλειά. Αλλά τα παιδιά στο σχολείο, πάνε πολύ καλά. Ο Γκέστι έμαθε
κιόλας τα Γερμανικά αρκετά καλά».
Αυτά μου ήρθαν στο μυαλό. Και
σκεφτόμουν: «Άραγε ο Γκέστι θα πάρει φέτος καινούργια τσάντα; Ή θα έχει αυτή που
είχε στην Ελλάδα; Και θα ζητάει από τους γονείς του με τέτοια ένταση, και τόσα
πολλά θέλω;»
Αναστέναξα. «Τελικά φταίνε τα παιδιά
ή εμείς οι γονείς;» σκέφτηκα…
Σχόλια