Κώστα Αρκουδέα: Το χαμένο Νόμπελ


 
 
Παρουσιάστηκε την Τετάρτη 20 Απριλίου στο βιβλιοπωλείο "ΚΛΑΨΙΝΑΚΗΣ" το νέο βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα, "Το χαμένο Νόμπελ. Μια πραγματική ιστορία" από τη δημοσιογράφο Αθηνά Πετρακάκη και τον εκπαιδευτικό Νίκο Δερεδάκη.
Παρακάτω δημοσιεύεται  η βιβλιοπαρουσίαση του Νίκου Δερεδάκη.
 
Κατ’ αρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Διεθνή Ένωση φίλων Νίκου Καζαντζάκη και τον υπεύθυνο του παραρτήματος Ρεθύμνου κ. Αχιλέα Ζιμετάκη για την τιμή που μου έκαναν να παρουσιάσω το συγκεκριμένο βιβλίο. Σίγουρα, βαρύ το φορτίο να μιλάς για τον Καζαντζάκη…

Πριν ξεκινήσω θα ήθελα να διηγηθώ δύο περιστατικά σχετικά με την αποψινή εκδήκλωση.

Ο πατέρας μου, σε ανύποπτο χρόνο, μου είχε αποκαλύψει ότι ως πρωτοετής σπουδαστής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου, το 1957, συμμετείχε μαζί με τους υπόλοιπους συμφοιτητές του στη  συνοδεία της σωρού του Μεγάλου Κρητικού. Είχα ανατριχιάασει… Τι μεγάλη τύχη αλλά και τιμή για έναν μελλοντικό δάσκαλο να συμμετέχει σε μια τέτοια πομπή!   Το ανακάλεσα στη μνήμη μου διαβάζοντας τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου που μιλούν για την κηδεία του Καζαντζάκη.

Πριν από μερικά χρόνια, συζητώντας με την καλή μου φίλη Ελένη Γιαννακάκη, καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, την είχα ρωτήσει αν γνωρίζουν οι Άγγλοι τους Έλληνες συγγραφείς και λογοτέχνες. Μου είχε απαντήσει ότι ελάχιστοι γνώριζαν από νεοελληνική λογοτεχνία. Αλλά όσοι ξέρουν, τον μόνο που γνωρίζουν είναι ο Καζαντζάκης.

Παίρνοντας για πρώτη  φορά το βιβλίο στα χέρια μου και ρίχνοντας την πρώτη ματιά στο εξώφυλλο δύο στοιχεία με έβαλαν κατευθείαν στο νόημα. Το πρώτο το σκίτσο του Καζαντζάκη, στη γνώριμη στάση του: να γράφει. Το δεύτερο, ο τίτλος: «Το χαμένο Νόμπελ». Δεν ήταν δύσκολος ο συνειρμός. Το βραβείο Νόμπελ που ποτέ δεν πήρε ο Νικος Καζαντζάκης.

Ξεκινώντας την ανάγνωση του βιβλίου η μια έκπληξη διαδεχόταν την άλλη. Θεωρούσα ότι θα ήταν μια ακόμη φιλολογική μελέτη προσέγγισης του έργου του Καζαντζάκη. Είχα πέσει τελείως έξω. Σελίδα τη σελίδα, κεφάλαιο το κεφάλαιο άρχισα να αποκρυσταλώνω άποψη. Το βιβλίο θα μπορούσε να το έχει γράψει ένας λογοτέχνης με γνώσεις πολιτικής ιστορίας, ή ένας πολιτικός επιστήμονας με γνώσεις λογοτεχνίας. Ο τίτλος του βιβλίου, αν και εύηχος, δεν αντικατοπτρίζει πλήρως το περιεχόμενο του πονήματος. Ουσιαστικά πρόκειται για μια μεγαλειώδη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα από κοινωνική και πολιτική σκοπιά.

Ο συγγραφέας τολμά και ακουμπάει «επί των τύπων των ήλων» σε μια περίοδο που τα πολιτκά πάθη ήταν σε έξαρση. Οι εθνικές νίκες και ήττες διαδέχονταν η μια την άλλη. Βαλκανικοί πόλεμοι, Βενιζελισμός, κόντρες με το παλάτι, Ρωσική Επανάσταση, Μικρασιατική καταστροφή, 2ος Παγκόσμιος πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, Χούντα… Και μέσα σε όλα αυτά μια ελληνική Εκκλησία με παρωπίδες που το «αγαπάτε αλλήλους» ήταν δόγμα μόνο για τους ημετέρους…

Τυχερή αυτή η γενιά των λογοτεχνών θα μπορούσε να πει κάποιος… Τόσα πολλά γεγονότα να εμπνευστούν, να δράσουν, να δημιουργήσουν… Αλλά και παράλληλα μεγάλη κατάρα αν δεν ήσουν ημέτερος…

Αυτή η κατάρα των ημετέρων είναι που κυριαρχεί στο βιβλίο.

Από τις σελίδες του, εκτός από τον Καζαντζάκη, παρελαύνουν όλα τα ιερά τέρατα της ελληνικής Λογοτεχνίας εκείνης της περιόδου. Παπαδιαμάντης, Μυριβήλς, Σεφέρης, Σικελιανός, Ρίτσος, Ελύτης, Διδώ Σωτηρίου και τόσοι άλλοι… Και όλοι περιστρέφονται στη δίνη ενός ονόματος. Ενός βραβείου. Ενός θεσμού. Του Νόμπελ. Σίγουρα, ο Άλφρεντ Νόμπελ, ο εφευρέτης της πυρίτιδας, δεν θα περίμενε το 1895, όταν έγραφε στην τελευταία του επιθυμία ότι «οι τόκοι που θα προκύπτουν από τη ρευστοποίηση της περιουσίας του θα διανέμονται κάθε χρόνο με τη μορφή βραβείων σε εκείνους που τον προηγούμενο χρόνο έχουν προσφέρει κάτι σημαντικό στην ανθρωπότητα», ότι αυτά τα βραβεία θα αποτελούσαν πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων και υπόγειων διαδρομών. Ότι τα βραβεία Νόμπελ θα θυσιάζονταν ουσιαστικά στον βωμό των πολιτικών ισορροπιών σε παγκόσμιο επίπεδο.  Σε αυτόν τον βωμό θυσιάστηκε και ο Καζαντζάκης.

Δεν θα προσπαθήσω ούτε θα τολμήσω την αποτίμηση του λογοτεχνικού έργου του Νίκου Καζαντζάκη σήμερα. Ούτε ο ειδικός είμαι, αλλά δεν θεωρώ ότι και αυτό το θέμα πραγματεύεται ο Κώστας Αρκουδέας στον παρόν πόνημα. Θα προσπαθήσω όμως να σκιαγραφήσω το αριστοτελικό προφιλ του Νίκου Καζαντζάκη, εντάσσοντάς το στην εποχή που έζησε και δημιούργησε.

Σε επιστολή του στη γυναίκα του Ελένη, με αφορμή την απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, καταλήγει στη θλιβερή διαπίστωση: «Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι φρικαλέα. Η πατρίδα πηγαίνει στον γκρεμό. Νιώθω αηδία και θυμό. Σίγουρα υπάρχουν δυο Ελλάδες και η συγκόλληση δεν έγινε ακόμη, ίσως δεν θα γίνει γρήγορα. Είναι δυο ψυχές που διαφέρουν πολύ, όχι η μια καλή και και η άλλη κακή, μα η μια κακή και η άλλη χειρότερη. Θλίψη μεγάλη να βλέπεις με τι ηλιθιότητα και πάθος και κακία ρίχνεται η μια Ελλάδα στην άλλη».  

Προφητική συν τοις άλλοις η διαπίστωση του Καζαντζάκη αφού η πολυπόθητη «συγκόλληση» δείχνει να μην έχει επιτευχθεί ακόμη κι ας έχει περάσει ένας αιώνας σχεδόν…

Σε μια από τις σημαντικότερες, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, επιστολές του Καζαντζάκη προς τον δικό μας Παντελή Πρεβελάκη, που ως γνωστόν τους συνέδεε βαθιά φιλία, γράφει με αφορμή το ταξίδι του στην Σοβιετική Ένωση: «Οι επαναστάτες έγιναν βολεμένοι, οι βολεμένοι γρήγορα καταντούν συντηρητικοί και σιγά σιγά οι συντηρητικοί γίνονται αντιδραστικοί. Δεν θέλω να κατηγορήσω την καμπύλη αυτή, την αναγκαστική και σε μερικά χρήσιμη του ανθρώπινου κυματισμού. Είναι φυσικό οι ψυχές να μην αντέχουν πολύ σε διαρκή ανάταση, να θέλουν να αναπαυθούν, να ζήσουν τέλος χωρίς ανησυχίες, σαν το φυτό, ξεχνώντας». Άλλη μια διαπίστωση, θλιβερή κι αυτή, επίκαιρη όμως και διακαιρική.

Αναμφίβολα ο Καζαντζάκης ήταν ένα πολιτικό ον, μια πολιτική προσωπικότητα. Ένας πολιτικός φιλόσοφος. Τον ενδιέφεραν τα πολιτικά γεγονότα και οι πολιτικές αλλαγές που συντελούνταν τόσο στη χώρα όσο και στο παγκόσμιο στερέωμα εκείνη την περίοδο. Η αχίλειος πτέρνα του όμως, ήταν ότι σκεφτόταν πολύ. Έψαχνε το βάθος και δεν έμενε στην επιφάνεια. Ενθουσιαζόταν εύκολα αλλά απογοητευόταν το ίδιο εύκολα.

Αυτός του ο ενθουσιασμός και η αίσθησή του ότι θα μπορεί να είναι ο νέος Μεσίας που θα καταφέρει να αλλάξει τον ρου της ιστορίας, τον οδήγησε μετά την απελευθέρωση στο «χρέος», όπως αναφέρει ο Κώστας Αρκουδέας, να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση της χώρας. Ίδρυσε μια κίνηση με το όνομα ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗκαι τα ηνία της ανέλαβε ο ίδιος. Ως εκπρόσωπος αυτής της κίνησης συμμετείχε στην κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη κι έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Από αυτήν την πολιτική θέση όργωσε την Κρήτη καταγράφοντας τις καταστροφές και τις θηριωδίες των Γερμανών συντάσσοντας την περίφημη «Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων στην Κρήτη». Τελικά, όπως αναφέρει ο συγγρφέας, ύστερα από σαράντα έξι ημέρες απραξίας παραιτήθηκε από την κυβέρνηση. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος συνάντησε τον Καζαντζάκη στον Εθνικό Κήπο τον Γενάρη του 1946. «Περπατούσε με γρήγορο βήμα σαν παιδί. Καιρό είχα να τον δώ τόσο πρόσχαρο. “Αυτή τη στιγμή παραιτήθηκα”, μου λέει “και νιώθω τρομερή λευτεριά. Σαν να ήμουν άρρωστος και τώρα βρίσκομαι σε ανάρρωση”». Ο ενθουσιασμός του είχε κρατήσει μόνο τόσο.

Οι φιλοσοφικές και πνευματικές αναζητήσεις του, οδήγησαν τον Καζαντζάκη και στο Άγιο Όρος. Σαράντα ολόκληρες μέρες έμεινε εκεί ο «ΑΘΕΟΣ». Παρέα με τον άνθρωπο που μοιράστηκαν τόσα πολλά: Τον Άγγελο Σικελιανό. Κι οι δυο τους έψαχναν την ολοκλήρωση, τη λύτρωση. Και την έψαχναν παντού.

Περιγράφει ο συγγραφέας την άφιξη των δύο φίλων στη Μονή Βατεπεδίου: «Ύστερα από μια υπέροχη διαδρομή, κατά την οποία οι δυο ταξιδιώτες ένιωσαν να έρχονται πιο κοντά από ποτέ στον θεό, έφτασαν στην μονή Βατοπεδίου. Αντίκρισαν δυο καλοθρεμμένους καλόγερους να πειράζουν ο ένας τον άλλον και να χαχανίζουν ξεδιάντροπα. Μόλις είδαν τους ξένους, οι καλόγεροι μαζεύτηκαν και άπλωσαν τα αφράτα χέρια τους να τους τα φιλήσουν.

«Καλοπερνάτε άγιοι πατέρες» σχολίασε ειρωνικά ο Σικελιανός κοιτάζοντας τις φουσκωμένες κοιλιές τους.

«Απαρνηθήκαμε τον ψεύτη κόσμο και τις χαρές του» είπε διπλωματικά ο πρώτος από τους καλόγερους.

«Η προσευχή μας θρέφει περισσότερο από το κρέας» πρόσθεσε ο δεύτερος.  Στη Μονή Βατοπεδίου τους δύο φίλους περίμενε ένα τραπέζι στρωμένο με όλα τα ελέη. Καθισαν να φάνε και γνωστός καλοφαγάς ο Σικελιανός, είπε στον Καζαντζάκη: «Καλά περνάμε σαν καλόγεροι Βατοπεδίτες». Και συμπληρώνει ο Κώστας Αρκουδέας: «Μια φράση που έμοιαζε με χρησμό. Έναν περίπου αιώνα αργότερα η Ελλάδα συγκλονιζόταν από το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου».

Είναι αναμφίβολο ότι κι οι δυο τους έψαχναν τον θεό. Αλλά δεν μπόρεσαν να τον βρουν στα επίγεια. Τον βρήκαν φεύγοντας από το Άγιο Όρος.

«Σαράντα ημέρες έμειναν στο Άγιο Όρος. Έφυγαν παραμονές Χριστουγέννων και, κατεβαίνοντας στο λιμανάκι, στη Δάφνη, αντίκρισαν ένα απροσδόκητο θέαμα. Σε κάποιο περβόλι, μια αμυγδαλιά είχε ανθίσει καταμεσής του χειμώνα. Έμειναν να την κοιτάζουν αποσβολωμένοι. “Αυτή είναι η απάντηση στα ερωτήματά μας” μουρμούρισε ο Καζαντζάκης. Ο Σικελιανός έκανε τον σταυρό του και είπε αργά: “Ένα τραγούδι ανεβαίνει στα χείλη μου. Ένα χαϊκού: ‘Είπα στη μυγδαλιά Αδελφή μίλησέ μου για τον Θεό. Και η μυγδαλιά άνθισε’».

Κανείς από τους δυο δεν πήρε το βραβείο Νόμπελ, παρόλο που και ο Σικελιανός είχε προταθεί αλλά και ο Καζαντζάκης, περισσότερες από μια φορές. Ήταν βλέπετε, άθεοι και Κομμουνιστές. Έτσι τους είχαν κρίνει οι επίγειοι «ΚΡΙΤΕΣ».

Ήταν άδικοι; Δύσκολο ερώτημα. Το πιθανότερο είναι ότι, ειδικά ο Καζαντζάκης τους έπεφτε πολύ «βαρύς», για να το πούμε απλά και λαϊκά. Έψαχνε κάτι που οι άλλοι δεν μπορούσαν καν να το φανταστούν. «“Η μεγάλη μας διαφορά, Άγγελε είναι τούτη” είπε ο Καζαντζάκης στον Σικελιανό όταν γνωρίστηκαν καλύτερα. “Εσύ πιστεύεις ότι βρήκες τη λύτρωση και λυτρώθηκες. Εγώ πιστεύω ότι λύτρωση δεν υπάρχει και, πιστεύοντάς το, λυτρώθηκα”».

Αλλά γιατί, παρά τις αιρετικές του ιδέες ο Καζαντζάκης είχε, εκτός από φανατικούς πολέμιους και φανατικούς υποστηρικτές; Την απάντηση μας την δίνει ο Κώστας Αρκουδέας και με αυτό θα κλείσω την σημερινή μου τοποθέτηση: «Ο Καζαντζάκης ήταν πολυσυλλεκτικός. Από όπου περνούσε έπαιρνε κάτι, το οποίο στη συνέχεια ενέτασσε στα γραπτά του δημιουργώντας σύγχυση στον αναγνώστη, ο οποίος αναρωτιόταν αν ο συγγραφέας ήταν ένας ή πολλοί. Αυτό του βγήκε τελικά σε καλό, καθώς είχε τη δυνατότητα να διεισδύει σε ένα τεράστιο ακροατήριο. Μεγάλο μέρος της υστεροφημίας του οφείλεται στο γεγονός ότι καθένας κρατάει από τον Καζαντζάκη  αυτό που θέλει ή αυτό που τον βολεύει».

Φίλες και φίλοι, πραγματικά δυσκολεύτηκα πάρα πολύ για να διαλέξω τα αποσπάσματα που θα συνόδευαν τη σημερινή μου παρουσίαση. Το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα βρίθει από τέτοια μιας και οι αναφερόμενοι, παγκοσμίου εμβέλειας, κολοσσοί του πνεύματος είναι αστείρευτοι. Παρουσίασα ένα μικρό μέρος που εμένα προσωπικά με εντυπωσίασαν και θεωρώ ότι κυοφορούν διαχρονικά και παγκόσμια πολιτικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά μηνύματα. Μηνύματα και θεωρίες που σήμερα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, έστω σε πεδίο συζήτησης και γόνιμης αντιπαράθεσης, αλλά στην περίοδο που έζησε ο μεγάλος Κρητικός του στέρησαν και σε αυτόν και στη χώρα την ανώτερη, ίσως τιμητική διάκριση.

Καλοτάξιδο το βιβλίο σας κ. Αρκουδέα που χωρίς ίχνος φιλοφρόνησης και υπερβολής το συστήνω ανεπιφύλακτα στον κάθε Έλληνα για να αντιληφθεί, με τον τρόπο που εσείς το παρουσιάζετε, πώς έφτασε η χώρα στη σημερινή δεινή κατάσταση.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Η παραδοσιακή κρητική φορεσιά στο πέρασμα του χρόνου

Υγειονομική έκθεση των εστιατορίων του Ρεθύμνου του 1902