Η πειρατική επιδρομή του Ουλούτζ Αλή στο Ρέθυμνο.
Η ναυμαχία της Ναυπάκτου, στην οποία πρωταγωνίστησε ο Ουλούτζ Αλή.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Κρητολογικά Γράμματα, τ. 22. Ρέθυμνο 2009-2011. Στην παρούσα δημοσίευση υπάρχουν διαφοροποιήσεις καθώς και νέα στοιχεία.
Η γεωγραφική θέση της Κρήτης
προσδιόρισε αποφασιστικά την ιστορική της μοίρα, καθώς βρίσκεται στο μέσον
περίπου την λεκάνης της Μεσογείου. Το νησί αποτελούσε ανέκαθεν το νευραλγικό
σταυροδρόμι των θαλάσσιων επικοινωνιών, αφού βρίσκεται σε ίση σχεδόν απόσταση
από τις τρεις γειτονικές ηπείρους, Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Μοιραία λοιπόν
βρισκόταν πάντα στο κέντρο των συγκρουόμενων συμφερόντων των μεσογειακών λαών
και αναπόφευκτα ήταν μεγάλος στόχος των πειρατικών επιδρομών (Δετοράκης Θ.,
1988: 136). Δεν μπορεί να περάσει, βέβαια, απαρατήρητο το γεγονός ότι για 150
περίπου χρόνια (824-961) η Κρήτη ήταν άντρο και ορμητήριο Αράβων πειρατών που
λυμαίνονταν τα νησιά και τα παράλια της Μεσογείου. Αλλά και αργότερα, τα χρόνια
της βενετοκρατίας, τα κρητικά παράλια παρέμειναν σταθερός στόχος πειρατικών
επιδρομών με πρωταγωνιστές αυτή τη φορά τους μουσουλμάνους των αφρικανικών
παραλίων. Αλλά και οι χριστιανοί πειρατές, Μαλτέζοι, Γενουάτες, Καταλανοί,
Γάλλοι, ακόμη και Έλληνες ανέπτυξαν σημαντική δράση (Δετοράκης Θ., 1995: 225).
Ο μεγαλύτερος πειρατής όλων των εποχών, ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα.
Η ευρύτερη περιοχή του
Ρεθύμνου δεν μπορούσε ασφαλώς να αποτελέσει εξαίρεση στις επιδρομικές ορέξεις
των κουρσάρων. Κατά τον 16ο αιώνα, τρεις πειρατικές επιδρομές
αναφέρονται στο Ρέθυμνο. Το 1538, ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, ο φοβερότερος
πειρατής όλων των εποχών, με στόλο από 80 καράβια επιχείρησε να κυριεύσει τα
Χανιά, το Ρέθυμνο ακόμα και τον ίδιο το Χάνδακα. Το 1562, ο διάδοχος του
Μπαρμπαρόσσα, Ντραγούτ Ρέις, λεηλάτησε τα χωριά του Αποκόρωνα και του Ρεθύμνου.
Η τρίτη και φοβερότερη επιδρομή έγινε το 1571, αυτή τη φορά από τον Αλγερινό
πειρατή Ουλούτζ-Αλή (Δερεδάκης Ν., 2004: 14).
Ο Ουλούτζ Αλή, μετέπειτα Κιλίτς Αλή.
Ο
Ουλούτζ-Αλή ήταν αρχικά χριστιανός και είχε γεννηθεί στο Licastoli της Καλαβρίας. Σε νεαρή ηλικία συνελήφθη από κάποιον
Έλληνα, αρνησίθρησκο πειρατή, τον Αλή Αχμέτ, που τον χρησιμοποίησε ως κωπηλάτη
στις γαλέρες. Οι κακουχίες τον κατέβαλλαν τόσο, ώστε αρνήθηκε το χριστιανισμό
και ασπάσθηκε το μωαμεθανισμό, με αποτέλεσμα να υπηρετεί πλέον στις τουρκικές
γαλέρες ελεύθερος. Ικανότατος ναυτικός, συνεταιρίστηκε στην αρχή με άλλους
Αλγερινούς πειρατές και αργότερα εξόπλισε μόνος του μια γαλεώτα. Ήδη το όνομά
του ακουγόταν ανάμεσα στους
τολμηρότερους καταδρομείς, με αποτέλεσμα ο Ντραγούτ Ρέις να τον πάρει στον
στόλο του. Έχοντας την εύνοια ανώτατων Τούρκων αξιωματούχων, κατάφερε, μετά το
θάνατο του Νταραγούτ Ρέις να τον διαδεχθεί στη διοίκηση της Τρίπολης και το
1568 να αναγορευθεί αντιβασιλέας της Αλγερίας. Κατέκτησε την Τύνιδα και το 1570
συνέτριψε το στόλο των ιπποτών της Μάλτας.
Έλαβε μέρος στη ναυμαχία της
Ναυπάκτου όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του και, παρά την πανωλεθρία
του τουρκικού στόλου, κατάφερε να διαφύγει με 48 γαλέρες (Μεγάλη Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια. 1932).
Αδριάντας του Ουλούτζ (Κιλίτς) Αλή στη γενέτειρά του στην Καλαβρία της Ιταλίας.
Η
πειρατική επιδρομή του Ουλούτζ-Αλή εντάσσεται στα πλαίσια των γεγονότων του
τέταρτου βενετοτουρκικού πολέμου[1]. Ας σημειώσουμε εδώ ότι οι Τούρκοι,
στους ναυτικούς αγώνες τους με τους στόλους των χριστιανών και κυρίως της
Βενετίας, χρησιμοποιούσαν ως εμπροσθοφυλακή τα πλοία των πειρατών. Ο Σουλτάνος
είχε επιτρέψει στους πειρατές να κινούνται ελεύθερα στις θάλασσες της
αυτοκρατορίας του, δίνοντάς τους ουσιαστικά άσυλο, με απώτερο σκοπό να πληγεί
το εμπόριο των Βενετών, του κυριότερου αντίπαλου των Τούρκων στην ανατολική
Μεσόγειο (Δετοράκης Θ., 1988:138). Έτσι, λοιπόν, συχνά η οθωμανική
αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε τους πειρατές για τις επεκτατικές της βλέψεις,
υποσχόμενη σ’ αυτούς αρπαγές και λεηλασίες στα μέρη που θα αποβιβάζονταν.
Κατά
την περίοδο του τέταρτου βενετοτουρκικού πολέμου η κατάσταση στην Κρήτη δεν
ήταν καθόλου ευχάριστη. Οι κάτοικοι, ιδίως της υπαίθρου, ήταν ταλαιπωρημένοι
και αγανακτισμένοι από τις αλλεπάλληλες αγγαρείες και στρατεύσεις που επέβαλλαν
οι Βενετοί (Βακαλόπουλος Α., 1968: 298).
Ο Marino Cavalli, που διορίστηκε Γενικός Προνοητής Κρήτης στα 1571,
βρήκε τους Κρητικούς και ιδίως τους χωρικούς πολύ ερεθισμένους, γιατί οι
Βενετοί είχαν αρματώσει 20 γαλέρες αντί για 10 ή 12 που εξόπλιζαν συνήθως και
απ’ τους 9.000 άνδρες που είχαν τοποθετήσει σε αυτές, ελάχιστοι είχαν γυρίσει
πίσω. Οι περισσότεροι είχαν σκοτωθεί, άλλοι είχαν πεθάνει από αρρώστιες και
άλλοι είχαν μείνει στα καράβια, χωρίς καμιά ελπίδα να απολυθούν. Και σαν να μην
έφθανε αυτό, είχε έρθει νέα διαταγή να εξοπλιστούν 40 ακόμη γαλέρες
(Βακαλόπουλος Α., 1968: 299).
Εξάλλου, οι διάφορες υπερβάσεις των
Βενετών είχαν φτάσει στα άκρα. Οι καταχρήσεις των κρατικών υπαλλήλων και η
βαριά φορολογία δεν είχε προηγούμενο. Η φορολογία είχε φτάσει στο 1/3 της
παραγωγής και σε μερικά μέρη και περισσότερο, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα
την τοκογλυφία των Προνοητών και των βενετοκρητικών αρχόντων. Μεγάλο, επίσης,
πρόβλημα δημιουργούσε η μαύρη αγορά του αλατιού, είδος πρώτης ανάγκης για το
γεωργικό πληθυσμό (για το αλάτισμα των κρεάτων, ψαριών, ελιών, τυριού κ.λ.π.).
Τέλος στρατολόγησαν 1.000 άνδρες για τις επισκευές των φρουρίων (Βακαλόπουλος
Α., 1968: 300). Όλα αυτά έκαναν την Κρήτη να μοιάζει με καζάνι που βράζει και
συχνές ήταν οι συμπλοκές και οι ταραχές που δημιουργούνταν στις πλατείες και
την αγορά του Χάντακα κυρίως[2], ενώ ο τουρκικός κίνδυνος ήταν
ορατός.
Από
την πρώτη στιγμή που κηρύχθηκε ο τέταρτος βενετοτουρκικός πόλεμος, και κυρίως
κατά το 1570, πολλοί από τους κάτοικους του Ρεθύμνου, βλέποντας ότι τα
οχυρωματικά έργα της πόλης ήταν ελλιπή και αδύνατο να τους προσφέρουν σιγουριά
και ασφάλεια[3],
μετακίνησαν τις οικογένειές τους και τα αγαθά τους στα κοντινά βουνά. Ο τότε
Γενικός Προνοητής του νησιού, Lorenzo
da Mulla, πήγε τρεις φορές[4] στο Ρέθυμνο το 1570 για να
αποτρέψει την εγκατάλειψη της πόλης από
τους κατοίκους, αλλά ουσιαστικά δεν κατάφερε τίποτα αφού το Μάρτιο του 1571, η
πόλη ήταν σχεδόν άδεια (Γιαννόπουλος Ι., 1978: 122).
Είναι σκόπιμο εδώ να
αναφερθεί ότι η βενετική διοίκηση της Κρήτης είχε λίγο στρατό στη διάθεσή της
και προτίμησε να ενισχύσει την άμυνα του Χάνδακα και των Χανίων, αντί να
στείλει παραπάνω δυνάμεις στο Ρέθυμνο, παρά τις πιέσεις των κατοίκων. Η πόλη,
με 200 μόνο άνδρες φρουρά, ήταν αδύνατον να αντέξει σε μια πιθανή τουρκική
επίθεση. Ο Γενικός Διοικητής του στρατού της Κρήτης Latino Orsini, συμβούλεψε τους κατοίκους
να μην χάσουν το θάρρος τους! και τους πρότεινε να οπλίσουν όλους τους
αξιόμαχους άνδρες της πόλης και των γύρω χωριών. Με μια δύναμη 2.000 ανδρών που
θα μαζευόταν και με τη βοήθεια των 200 της Φρουράς, θα μπορούσαν εύκολα να
αντιμετωπίσουν τη μοίρα του εχθρικού στόλου που θα ερχόταν τυχόν εναντίον τους.
Ο Orsini, μάλιστα, τους διέθεσε και έναν ικανό αξιωματικό (capitano) για να
προσφέρει τις υπηρεσίες του όσον καιρό τον χρειάζονταν (Γιαννόπουλος Ι., 1978:
123).
Από
τον Απρίλιο που γίνονταν αυτές οι ενέργειες, μέχρι τον Ιούνιο που έφτασε ο
τουρκικός στόλος, ούτε οι ντόπιοι ανέπτυξαν καμιά πρωτοβουλία ούτε και καμιά
ενίσχυση πήραν από το Χάνδακα. Μια άλλη σκέψη, να χρησιμοποιηθεί ο Ματθαίος
Καλλέργης, άνδρας με μεγάλο κύρος, για τη στρατολόγηση 5.000 περίπου κατοίκων
από το διαμέρισμα του Ρεθύμνου δεν καρποφόρησε. Τέλος, τις πρώτες μέρες της
πειρατικής επιδρομής στο νησί, όπως αναφέρει ο Cavalli στην έκθεσή του, διέταξε να σπεύσουν σε βοήθεια της
πόλης του Ρεθύμνου, 1.000 απ’ τους αρχοντορωμαίους[5] που κατοικούσαν στα χωριά
της περιοχής. Αλλά κι απ’ αυτούς, όπως ισχυρίζεται με οργή ο Cavalli, λίγοι μόνο ανταποκρίθηκαν[6] (Θεοτόκης Σπ., 1933: 326).
Ο Francesco Barozzi
Σε
επιστολή όμως που εγχείρησε ο Francesco Barozzi[7], λίγους μόνο μήνες μετά την πειρατική επιδρομή, και
συγκεκριμένα στις 5 Οκτωβρίου 1571, σε επίσκεψη στη Βενετία, κατηγορεί τον Cavalli ότι δεν έδωσε την απαιτούμενη βοήθεια σε πυροβολικό
για την υπεράσπιση του Ρεθύμνου παρ’ ότι ο Τσιγγόνια και οι άλλοι προύχοντες
του βασιλείου της Κρήτης ήταν της άποψης ότι έπρεπε να έχει παρασχεθεί βοήθεια
στο Ρέθυμνο. «Παρ’ όλες τις επιστολές που
στείλαμε σε αυτόν [Cavalli] ουδεμία
βοήθεια πήραμε, ούτε καν απάντηση. Αφού του είχαμε περιγράψει την ανάγκη για
βοήθεια και τον κίνδυνο που διατρέχαμε,
αυτός μας άφησε στη μοίρα μας».
Στις
15 Ιουνίου 1571, ο στρατός του Ουλούτζ Αλή, με 40 γαλέρες προσέβαλε και
κατέλαβε το λιμάνι της Σούδας. Στη συνέχεια λεηλάτησε τα κοντινά χωριά του
Αποκόρωνα, καθώς και τα νότια παράλια του νησιού. Για τα γεγονότα αυτά υπάρχει η ακόλουθη έμμετρη ενθύμηση από ανώνυμο
Κρητικό:
1571 Στις 15 του μηνός, φημί του Ιουνίου
ημέρα
τε Παρασκευή, Σαββάτου ερχομένου,
ήρθεν
ο στόλος των Τουρκών στη Σούδας το λιμένα
και
έμπρησε και σκύλευσε χώρας τε και τας κώμας
νήσου τε της περιφανούς και περιβλέπτου Κρήτης (Δετοράκης
1988, 140).
Στις 20 Ιουνίου ο Ουλούτζ Αλή, μετά
από διαταγή του Καπουδάν πασά[8], με 40 γαλέρες έπλευσε
προς την κατεύθυνση του Ρεθύμνου (Γιαννόπουλος 1978, 124-125), για να
προκαλέσει κι εκεί ανάλογες καταστροφές και λεηλασίες με τα Χανιά. Την ημέρα
αυτή γιόρταζαν στο νησί τη μεγάλη γιορτή των καθολικών, τη λιτάνευση του Corpo de Cristo (Σώμα του Χριστού). Μόλις
οι βενετικές αρχές είδαν τις τουρκικές γαλέρες από μακριά να πλησιάζουν
απειλητικά, διέταξαν την εκκένωση της πόλης από όσους κατοίκους είχαν
παραμείνει σε αυτή. Για την υπεράσπισή της έμειναν ο Σύμβουλος Hieronimo Giustinian και ο capitano Gerado Alfieri με 100 περίπου άνδρες.
Όταν πλησίαζαν στην πόλη τα εχθρικά καράβια, οι λίγοι υπαρασπιστές άρχισαν να
ρίχνουν εναντίον τους κανονιές, οι οποίες προκάλεσαν στον τουρκικό στόλο
αρκετές καταστροφές. Οι Τούρκοι, επειδή πίστεψαν ότι η πόλη φυλασσόταν καλά,
δίστασαν να κάμουν απόβαση και προχώρησαν προς τις ακτές του Μυλοποτάμου. Εκεί
αποβίβασαν ορισμένους άνδρες, οι οποίοι συνέλαβαν ορισμένους ντόπιους χωρικούς.
Από την ανάκρισή τους έμαθαν ότι η πόλη του Ρεθύμνου διαθέτει πολύ μικρή φρουρά
υπεράσπισης.
Ο Ουλούτζ Αλή, χωρίς να χάσει χρόνο,
γύρισε πίσω και κάνοντας απόβαση στην ανατολική παραλία της πόλης, κινήθηκε
εναντίον της. Τότε ο Giustinian αποσύρθηκε
στα κοντινά βουνά για να σώσει τους λίγους στρατιώτες του και μ’ αυτούς, καθώς
και με άλλους που θα συγκέντρωνε από τα γύρω χωριά, να φυλάξουν τα περάσματα
για να μην μπορέσουν οι εχθροί να προχωρήσουν στην ενδοχώρα και να προξενήσουν
περισσότερες συμφορές. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, γράφει ο Latino Orsini στην έκθεση του: «Οι κάτοικοι που είχαν στρατολογηθεί για να
την υποστηρίξουν, βρίσκοντας την πολιτεία εγκαταλελειμμενη, για να εκδικηθούν
τους Βενετούς αρχόντους και κυρίους τους, εξαιτίας από τις πιέσεις που τους
έκαναν, διαγούμισαν (λεηλάτησαν) πρώτα την πολιτεία και μετά βγήκαν στα χωριά
για να σκοτώσουν τους αρχόντους όπου ήθελαν τους συναντήσει» (Δημακόπουλος
Ι., 327).
Οι Τούρκοι, όταν μπήκαν στην έρημη
πόλη, έκαναν πολλές βαρβαρότητες. Λεηλάτησαν τα σπίτια και τις εκκλησίες,
έκαψαν δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, άνοιξαν τους τάφους και διασκόρπισαν τα
οστά των νεκρών ελπίζοντας να βρουν μέσα σε αυτούς κρυμμένα χρήματα και
αντικείμενα αξίας. Ο Cavalli, όχι
χωρίς κάποια δόση υπερβολής, υποστηρίζει ότι οι Τούρκοι δεν βρήκαν να πάρουν
τίποτα άλλο, αφού την πόλη είχαν λεηλατήσει πρώτα οι Έλληνες, εκτός από μερικές
καμπάνες εκκλησιών, λίγα καζάνια που βράζουν το πετιμέζι, καθώς και 22 κανόνια.
Αυτά που θα είχαν εγκαταλείψει οι υπερασπιστές. Έπειτα η πόλη πυρπολήθηκε και
σχεδόν ισοπεδώθηκε. Από τα 3091 σπίτια του Ρεθύμνου, κάηκαν τα 1591
(Μαλαγάρη-Στρατιδάκης 1995, 10).
Στη συνέχεια οι Τούρκοι προχώρησαν
στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου κι έφτασαν ως τα χωριά Καρέας (Καρέ) και Αμπελάκι,
λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Εκεί, όμως, οι κάτοικοι των χωριών αυτών, με
επικεφαλής τους παπάδες Λέοντα Ροδάκινο, Δημήτρη Ασπρέα, Μιχελή Ροδάκινο και το
λαϊκό Λέοντα Κονίδη, πρόβαλαν αποφασιστική αντίσταση. Δίνοντας τέσσερις μάχες
σε μια μέρα. Κατόρθωσαν να σκοτώσουν πολλούς Τούρκους και να συλλάβουν
μερικούς, τους οποίους παρέδωσαν στις βενετικές αρχές. Τελικά, στις 28 Ιουνίου,
Οι Τούρκοι γύρισαν στις γαλέρες τους κι έφυγαν (Γιαννόπουλος 1978, 125).
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, οι
Αρχές ασχολήθηκαν με την καταστολή της ανταρσίας, η οποία είχε, ως ένα βαθμό
συντελέσει, στα δραματικά γεγονότα του Ρεθύμνου. Όπως γράφει ο Cavalli, οι Βενετοί έδωσαν αμνηστία στο λαό, αλλά τιμώρησαν
σκληρά τους αρχηγούς που προκάλεσαν την αναταραχή. Οκτώ παπάδες κι ένας λαϊκός,
από τους πρώτους του τόπου, κρεμάστηκαν (Βακαλόπουλος 1968, 300).
Με γλαφυρό
και παραστατικό τρόπο παρουσιάζει τα γεγονότα, απ’ τη δική του πλευρά ο Barozzi: «Έτσι
ήρθε η τουρκική αρμάδα στις 15ιουνίου στη Σούδα με 300 πλοία και στις 18
Ιουνίου στο Ρέθυμνο με τον Ουλούτζ Αλή. Εμείς βρεθήκαμε χωρίς πυροβολικό να
αντιμετωπίσουμε μεγάλο αριθμό γαλέρων και μικρών πλεούμενων και χωρίς να είναι
παρόντες οι κάτοικοι αφού είχαν φύγει. Ήμασταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε
τη δυστυχή πατρίδα μας λεία στον εχθρό, που αφού λεηλάτησε τις κατοικίες μας
άγρια, παρέδωσε στη φωτιά τα πάντα. Μέχρι και τις πέτρες έκαψε. Αφού
καταστράφηκαν θαυμάσια κτίρια και κατοικίες ευγενών τα οποία στόλιζαν αυτή την
πόλη, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αυτού του Βασιλείου, κατέστρεψαν μέχρι
και τα θεμέλια. Και για να καταλάβετε τη βάρβαρη και απάνθρωπη ωμότητα, θέλησε να καταστρέψει μέχρι και τους ιερούς
ναούς ανοίγοντας μέχρι και τους τάφους των προγόνων μας, βγάζοντας τα οστά και
τα σώματά τους, πετώντας τα στα σκυλιά, θέαμα που είναι φοβερό και αποτρόπαιο
και που θα έκανε να κλάψει και την πιο σκληρή καρδιά. Και ακόμα τώρα από το
φόβο και τη λύπη που αποτυπώθηκε στις ψυχές μας, δεν μπορέσαμε ακόμα να
καταλάβουμε το μέγεθος της μεγάλης καταστροφής».
Ο Barozzi κατηγορεί τους χωρικούς ότι δεν βοήθησαν τον κόσμο
που ενόψει της πειρατικής επιδρομής είχε καταφύγει στην εξοχή αλλά αντίθετα «αυτοί εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση τους
και τον πόνο τους και μπήκαν στα σπίτια τους και με απάνθρωπο και κακόβουλο τρόπο
αφαίρεσαν τα υπάρχοντά μας. Αφού είχαν λεηλατήσει το μεγαλύτερο μέρος των
σπιτιών της πόλης έγινε συνομωσία μεταξύ τους για να σκοτώσουν τους ευσεβείς
και πιστότατους άρχοντες, με σκοπό να γίνουν κύριοι στις περιουσίες μας .Επειδή
όλα αυτά τα λένε στα γράμματά τους οι αξιωματούχοι της Βενετίας στην Κρήτη (την
καταστροφή από τους ντόπιους) εκτός από τις επιστολές μας στον Προβλεπτή
ικετεύοντάς τον να προβλέψει γι αυτό το μεγάλο κακό, και να αντιμετωπίσει την
εξέγερση των χωρικών και γι αυτό το λόγο , μετά από πολύ καιρό έστειλαν τον
Αβοκάρντο ο οποίος με σύνεση και ευφυΐα αντιμετώπισε αυτές τις εξεγέρσεις και
που βρισκόταν σε αρχικό στάδιο».
Η πυρπόληση του Ρεθύμνου, της τρίτης
σημαντικότερης πόλης του νησιού, υπήρξε το δραματικότερο γεγονός της τουρκικής
επιδρομής στην Κρήτη. Όπως αναφέρει ο Francesco Da Molin, στην αφήγησή του, όταν έφτασε ως Σύμβουλος στο
Ρέθυμνο στις 9 Σεπτεμβρίου 1573, δύο ολόκληρα χρόνια μετά τα θλιβερά γεγονότα
του 1571, βρήκε το Ρέθυμνο εντελώς κατεστραμμένο: «…κι όταν μου παρουσιάστηκαν μ’
εκείνη την πρώτη επαφή (με την πόλη) τόσα αρχοντικά, τόσα κτήρια καμένα και
κατεστραμμένα και (φάνηκε) η πολιτεία σχεδόν ερημωμένη, με κυρίευσε τέτοια
μελαγχολία ώστε χάλασε η διάθεσή μου και στεναχωρέθηκα που είχα έρθει σε τόπο
που είχε γίνει στάχτη. Κατά τη διάρκεια των επόμενων ημερών συνήθισα να βλέπω
τέτοια αθλιότητα» (Δημακόπουλος Ι. 334).
Μετά το 1573 η πόλη του Ρεθύμνου
άρχισε σιγά αλλά σταθερά να αποκαθίσταται. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η
συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε ανάμεσα σε Βενετούς και Τούρκους μετά το τέλος
του τέταρτου Βενετοτουρκκικού πολέμου το 1573. Από τότε και μέχρι το 1646, που
το Ρέθυμνο έπεσε στα χέρια των Τούρκων, δεν υπάρχει κανένα πολεμικό γεγονός
ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Έτσι, οι κάτοικοι του Ρεθύμνου, χωρίς να νιώθουν την
οθωμανική απειλή, μπορούσαν να ασχοληθούν με έργα ειρήνης και προόδου.
Το 1573 θεμελιώθηκε και η Φορτέτζα,
πάνω στο λόφο του Παλαιόκαστρου, μετά την επιμονή[9] των κατοίκων του Ρεθύμνου
για καλύτερη οχύρωση της πόλης.
Η καταστροφή
του Ρεθύμνου το 1571 θα γίνει η αιτία να χαθούν για πάντα ένα πλήθος
αρχιτεκτονημάτων του 16ου αι. και ίσως και παλιότερων χρόνων. Θα
γίνει αφορμή, όμως, να αλλάξει η γενική φυσιογνωμία της πόλης και να αποκτήσει
μια καινούργια, η οποία θα διατηρηθεί μέχρι την τελική της πτώση στους
Τούρκους. Θα δοθεί η ευκαιρία να στολιστούν οι δρόμοι και οι πλατείες της με
τους νέους ρυθμούς της Αναγέννησης, που κυριαρχούν, πλέον, στο Ρέθυμνο.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο πόλεμος αυτός άρχισε στα 1568 και
τελείωσε με τη συνθήκη του 1573. Οι πολεμικές όμως επιχειρήσεις, σε στεριά και
θάλασσα, κλιμακώθηκαν κυρίως στα χρόνια 1570-1571, οπότε έχουμε και την
κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους.
[2] Στις 10 Σεπτεμβρίου 1570 ο στόλος
των συμμάχων ήρθε στο Ηράκλειο. Εκεί, δημιουργήθηκε μεγάλη διένεξη μεταξύ των
ναυτών του στόλου και των στρατιωτών και των κατοίκων της πόλης. Ο Γενικός
Προβλεπτής Marino
Cavalli, κρέμασε
έναν ναύτη για παραδειγματισμό από τον εξώστη του σπιτιού του και έτσι
κατεστάλη η στάση (Ζουδιανός Ν., 1960: 236).
[3] Το τείχος του Ρεθύμνου άρχισε να κατασκευάζεται το
1540, πάνω στα αρχικά σχέδια του διάσημου βερονέζου αρχιτέκτονα M. Sanmicheli. Επειδή όμως τα σχέδιά του ήταν περίπλοκα και
απαιτούνταν μεγάλα κονδύλια για την υλοποίησή τους, αυτά απλοποιήθηκαν. Παρ’
όλα αυτά το τείχος ολοκληρώθηκε το 1570, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά τη
θεμελίωσή του εξαιτίας της οικονομικής και όχι μόνο παρακμής που είχε αρχίσει
να περιέρχεται η Βενετία.
Το τείχος ξεκινούσε
από την ανατολική αμμώδη παραλία της πόλης, που υπήρχε ο προμαχώνας της Santa Barbara,
με τα θολωτά καταλύματα των στρατιωτών. Ο προμαχώνας αυτός ήταν ο μοναδικός που
χτίστηκε πάνω στα σχέδια του Sanmicheli. Στη
συνέχεια το τείχος έκανε γωνία 90ο, και συνεχιζόταν σε ευθεία γραμμή
κατά μήκος των σημερινών οδών Γερακάρη κι Δημακοπούλου, μέχρι τη βραχώδη δυτική
ακτή. Στο μέσο περίπου της απόστασης υπήρχε ο προμαχώνας της Santa Veneranda,
εκεί που σήμερα βρίσκεται η πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων. Στη δυτική του γωνία
υπήρχε ο προμαχώνας Kalergi. Τέλος, ακολουθώντας κατά
μήκος τη δυτική ακτή, το τείχος κατέληγε στους πρόποδες του λόφου του
Παλαιόκαστρου, όπου σήμερα βρίσκεται η Φορτέτζα. Στο σημείο αυτό υπήρχε ένας
υποτυπώδης προμαχώνας.(Δερεδάκης Ν. 2005).
[4] Ο Προνοητής βρήκε από την αρχή τους
κατοίκους δυσαρεστημένους, επειδή η βενετική διοίκηση του Ρεθύμνου δεν τους
άφηνε να στείλουν πρεσβεία στο Δόγη για την οχύρωση της πόλης, μολονότι ήταν
πρόθυμοι να καταβάλλουν δασμό στα εξαγόμενα προϊόντα, ώστε με αυτούς τους
πόρους να οχυρωθεί το ύψωμα του Παλαιόκαστρου (εκεί που αργότερα χτίστηκε η
Φορτέτζα). Επίσης, έντονες ήταν οι αντιδράσεις των κατοίκων όταν, με διαταγή
της Γερουσίας, αφαιρέθηκαν πάνω από δέκα κανόνια από την πόλη για να
μεταφερθούν στο Χάνδακα ( Γιαννόπουλος Ι., 1978: 122).
[5] Στην τάξη αυτή ανήκαν οι γόνοι των
μεγάλων αρχοντικών οικογενειών, που σύμφωνα με την παράδοση κρατούσαν από τις
δώδεκα μεγάλες αρχοντικές οικογένειες του Βυζαντίου. Οι οικογένειες αυτές ήταν
οι Φωκάδες, απ’ του οποίους κατάγονταν οι Καλλέργηδες, οι Σκορδίληδες απ’ τους
οποίους προήλθαν οι Πάτεροι, οι Ψαρομηλίγκοι, οι Παπαδόπουλοι, οι Βασιλόπουλοι
κ.λ.π., οι Γαβαλάδες, οι Καλαφάτοι, οι Αρκολέοι, οι Χορτάτζηδες, οι
Μουσούροι, οι Βαρούχες, οι Μελισσηνοί,
οι Λίτινοι, οι Αργυρόπουλοι ή Αγιοστεφανίτες και οι Βλαστοί. Οι περισσότεροι
απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν στο διαμέρισμα του Ρεθύμνου. Με συνεχείς και σκληρές
επαναστάσεις ανάγκασαν τους Βενετούς να τους αναγνωρίσουν τα προνόμια που
απέρρεαν απ’ την ιστορική καταγωγή τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συνθήκη του Αλέξιου Καλλέργη (1299),
περιλαμβάνεται ιδιαίτερος όρος για τους αρχοντορωμαίους: «Qui est arcondus sit arcondus et qui est arcondopulus debeat esse arcondopulus» δηλ. όποιος είναι άρχοντας
(Βενετός) να είναι άρχοντας και όποιος είναι αρχοντόπουλος (αρχοντορωμαίος)
πρέπει να είναι αρχοντόπουλος (Δετοράκης 1990, 156-157, 211).
[6] Αυτό που ισχυρίζεται ο Cavalli δεν ισχύει γιατί, γιατί σύμφωνα με
την αναφορά του Καλλέργη, πριν από την εμφάνιση των Τούρκων, όταν εμφανίστηκαν
στην πόλη ο Φραγκίσκος Καλλέργης με 400 Παπαδόπουλους, ο Αντώνιος Πεκατόρος και
ο Τζώρτζης Βαρούχας, επικεφαλής άλλων ενόπλων, οι αρχές δεν τους επέτρεψαν την
είσοδο με την πρόφαση ότι δεν είχαν ανάγκη από άλλους υπερασπιστές
(Γιαννόπουλος 1978, 124).
[7] Ο
Francesco Barozzi
πρωτοστατεί στη βραχύβια ζωή της ακαδημίας των Vivi
(ζωντανών) στο Ρέθυμνο, την πρώτη ακαδημία λόγιων στη βενετοκρατούμενη
Κρήτη.
[8] Τίτλος του τουρκικού ναυτικόυ που
αντιστοιχεί σε αρχιναύαρχο.
[9] Ρεθεμνιώτικη αντιπροσωπεία φτάνει
στη Βενετία το φθινόπωρο του 1571, λίγο μετά την πυρπόληση της πόλης από τον
Ουλούτζ Αλή. Την αποτελούν ο λόγιος Francesco Barozzi και ο δικηγόρος Ιωάννης Σοφιανός.
Εκθέτουν στη βενετική Γερουσία τις καταστροφές που έγιναν στην πόλη και ζητούν
την καλύτερη οχύρωσή της (Δημακόπουλος, 323, σημ. 6).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·
Βακαλόπουλος Απόστολος. (1968). Ιστορία
του νέου Ελληνισμού. τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη.
·
Γιαννόπουλος Ιωάννης. (1978). Η Κρήτη κατά τον τέταρτο βενετοτουρκικό
πόλεμο (1570-1571). Αθήνα.
·
Δερεδάκης Νίκος.
(2004). Ιστορία της Κρήτης για την Ε΄
τάξη. Ρέθυμνο.
·
Δερεδάκης Νίκος.
(2005). Ένας περίπατος στην παλιά πόλη
του Ρεθύμνου. Ρέθυμνο.
·
Δετοράκης Θεοχάρης. (1988). Πειρατικές επιδρομές στην Κρήτη κατά την περίοδο της
Βενετοκρατίας στο Κρητική Εστία, τ.
Β΄. σ. 136-151. Χανιά.
·
Δετοράκης Θεοχάρης. (1995). Ιστορία της Κρήτης.
Ηράκλειο.
·
Δημακόπουλος Ιωάννης. Το Ρέθυμνο στα 1573 στο Κρητικά
Χρονικά, ΚΒ.
·
Ζουδιανός Νικόλαος. (1960). Ιστορία της Κρήτης επί
ενετοκρατίας. Αθήνα.
·
Θεοτόκης Σπύρος.
(1933). Η Κρήτη το 1570 στο Ημερολόγιο
της Μεγάλης Ελλάδος, σ. 313-337. Αθήνα.
·
Μεγάλη Ελληνική εγκυκλοπαίδεια. (1932). τ. 19, εκδ. Πυρσός. Αθήνα.
·
Μαλαγάρη Αλκμήνη-Στρατιδάκης Χάρης. (1995). Ρέθυμνο-οδηγός για την πόλη και τα περίχωρα.
Αθήνα.
Σχόλια