Τα χάνια του Παττακού και του Μποτώνη
Στην οδό Αρκαδίου, στους αριθμούς 48 και 50, βρίσκονται δύο από τα σπουδαιότερα μνημεία αυτής της πολιτείας. Πρόκειται για δύο γειτονικά κτήρια που κατασκευάστηκαν την εποχή της Βενετοκρατίας και αλλάζοντας διάφορες χρήσεις, έφτασαν στις μέρες μας να είναι δύο ετοιμόρροπα κτίσματα που περιμένουν την πολιτεία να επέμβει για να αποκτήσουν επιτέλους την αρχιτεκτονική αίγλη του παρελθόντος.
Λεπτομέρεια από το γνωστό πίνακα CIVITAS RETHYMNAE, όπου φαίνονται τα δύο κτήρια δίπλα στο χείμαρρο "Καμαράκι".
Τα δύο αυτά κτήρια, αν μπορούσαμε να τα τοποθετήσουμε χρονολογικά, θα λέγαμε ότι χτίστηκαν στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γνωστό πίνακα CIVITAS RETHYMNAE , στον οποίο, πιθανότατα, απεικονίζονται τα δύο κτίσματα ανατολικά του χειμάρρου Καμαράκι (Στεριώτου Ι., 1992: τ. Α: 421, τ. Β: 307). Τα δύο αυτά κτήρια, ίσως, κάποτε συγκροτούσαν ενιαίο κτηριακό σύνολο με ένα δημόσιο χαρακτήρα ή αποτελούσαν την ιδιοκτησία μια αρχοντικής οικογένειας του Ρεθύμνου ή, τέλος, την κατοικία ενός ανώτερου διοικητικού αξιωματούχου (Δημακόπουλος Ι., 2001: 101). Σε αυτή την υπόθεση συνηγορούν και τα κτισμένα σήμερα ανοίγματα, πόρτες ή παράθυρα, που υπάρχουν στη μεσοτοιχία των δύο κτηρίων. Το χάνι του Παττακού.
Το χάνι του Παττακού, όπως σώζεται σήμερα,λίγο πριν αρχίσουν οι αναστηλωτικές εργασίες. Στο κτήριο αυτό, το ανατολικότερο απ’ τα δύο, σήμερα σώζεται μόνο το θύρωμά του. Μαζί με το θύρωμα του ναού του Αγ. Φραγκίσκου και αυτό του τζαμιού της Νερατζές (σημερινό Ωδείο), αποτελούν τα πιο πλούσια σε αρχιτεκτονικό διάκοσμο και μεγάλα σε μέγεθος θυρώματα της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου.
Μέρος του θυρώματος του κτηρίου.
Αποτελείται από δυο ζευγάρια κιόνων που πλαισιώνουν την πόρτα, δύο φτερωτούς έρωτες εκατέρωθεν του ημικυκλίου και μια μεγάλη άκανθο στο νοητό κλειδί του ημικυκλίου.
Η μεγάλη άκανθα στο κλειδί του θυρώματος.
Πιο πάνω βρίσκονται δύο μεγάλα βαθιά εξώγλυφα πάνω στο θέμα του λιονταριού, συμβόλου της Βενετίας, που πλαισίωναν έναν τετραγωνικό φεγγίτη, ο οποίος δεν υπάρχει σήμερα. Τα λιοντάρια, σύμβολα της Βενετίας, πάνω από το θύρωμα του κτηρίου.
Πιο πάνω βρίσκονται τρία φουρούσια με ανάγλυφη άκανθο, τα οποία πρέπει να υποβάσταζαν κάποιο οριζόντιο γείσο ή την ποδιά ενός μεγάλου πλάτους παραθύρου (Δημακόπουλος Ι., 2001: 101,162-163).
Τα τρία φουρούσια της πρόσοψης του κτηρίου.
Στις αρχές του 20ου αιώνα επισκέφθηκε την Κρήτη ο γνωστός Ιταλός αρχαιολόγος G. Gerola και κατέγραψε τα βενετικά μνημεία του νησιού, τα οποία τελικά τα εξέδωσε σε τέσσερις τόμους. Ο Gerola φωτογράφισε το διπλανό δυτικό κτήριο, αλλά όχι το εντυπωσιακό ανατολικό θύρωμα, το οποίο αρκέστηκε μόνο να το σκιτσάρει.
Το δυτικό κτήριο όπως το φωτογράφισε ο Gerola.
Με μια πρώτη σκέψη αυτό φαίνεται παράξενο. Παρατηρώντας όμως προσεκτικά τη φωτογραφία του Gerola, θα δούμε ότι στην αριστερή της πλευρά διακρίνεται ο τοίχος ενός κτηρίου που στην πάνω του πλευρά καταλήγει σε κιόσκι. Είναι πασιφανές λοιπόν ότι μπροστά από το ανατολικό κτήριο, τα χρόνια της τουρκοκρατίας, υπήρχε χτισμένο ένα άλλο κτήριο το οποίο έκρυβε το εντυπωσιακό βενετσιάνικο θύρωμα! Ο Gerola, μην έχοντας τις τεχνικές δυνατότητες φωτογράφησης σε κλειστό χώρο, το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να σκιτσάρει το θύρωμα.
Το θύρωμα του κτηρίου όπως το σχεδίασε ο Gerola.
Σαν λεζάντα δε, έγραψε: Είσοδος τοξωτή με πλούσια διακόσμηση και σύνθετο θριγκό στο πάνω τμήμα (στο επιστύλιο υπάρχει ελληνική επιγραφή). Διπλός ρυθμός στις βάσεις των κιόνων με ερωτιδείς στα τρίγωνα και φύλλα ακάνθου στο κλειδί του τόξου (Gerola G., 1917: τ. 3: 238, 242-243). Στο σκίτσο του Gerola φαίνεται καθαρά η ελληνική επιγραφή, ένα ελάχιστο τμήμα της οποία σώζεται και σήμερα (το γράμμα ‘Ε’ της λέξης ΘΕΟΥ), καθώς και ο τετραγωνικός φεγγίτης. Στο σκίτσο έχουν παραλειφθεί τα μεγάλα φουρούσια, ίσως, γιατί στο ύψος εκείνο βρισκόταν ο οντάς του κιοσκιού, ο οποίος τα έκρυβε. Για την τύχη αυτής της πρόσθετης κατασκευής μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Μια αρκετά λογική εξήγηση είναι να την κατέστρεψαν οι Τούρκοι ιδιοκτήτες του οικήματος κατά την αποχώρησή τους από το Ρέθυμνο στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Για το θέμα αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παντελής Πρεβελάκης στο Χρονικό μια πολιτείας: Ήρθε η πικραμένη μέρα, τα βαπόρια, φουντάρισαν αρόδο, αντικριστά στην πολιτεία κι οι Τούρκοι κίνησαν να μπαρκαρίζουνται. Αποβραδίς είχαν κατεβάσει τα πράματά τους στο λιμάνι –πού να σου δώσω να καταλάβεις τι παίρνει μαζί του ο δύστυχος που ξενιτεύεται για πάντα! - και πήγαν ν’ αποχαιρετήσουν τ’ αδειανά κονάκια τους. Εκεί, τι τους έπιασε, Χριστέ μου! Κανένας παλαβός ξεκρέμασε τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του να τα σηκώσει κι αυτά στην ξενιτιά και τούτο το πήρε ο ένας απ’ τον άλλο σαν μόλεμα, κι όλη η Τουρκιά έπεσε πάνω στην ξυλική των σπιτιών κι έριχνε κάτω τα καφάσια, ξήλωνε τις πορτωσιές, ξεπέτσωνε τα πατώματα – κι όλα τούτα μέσα σ’ ένα μπουρίνι ζουρλό κι αγριεμένο που ήταν το ανάποδο από τη φρονιμάδα που είχαν δείξει ίσαμα κείνη τη μέρα. Έτσι, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, ο τούρκικος μαχαλάς ανταριάστηκε, βογκούσε σα δάσος που το λοτομούν, τριζοκοπούσε, μούγκριζε σαν βουβάλι που το σφάζουν (Πρεβελάκης Π., 1999: 84).
Το θύρωμα της οδού Στυλ. Κλειδή 11.
Όσον αφορά την ακριβή χρονολογία κατασκευής του θυρώματος, θα πρέπει να το συνδέσουμε με το θύρωμα της οδού Στυλ. Κλειδή 11, αφού είναι εμφανή τα κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Επιπλέον, στο θύρωμα της οδού Κλειδή, όπως και στο θύρωμα της οδού Αρκαδίου υπάρχουν αγγελόπουλα (putti) εκατέρωθεν του ημικυκλίου.
Τα αγγελάκια του θυρώματος της οδού Κλειδή 11.
Με μια τολμηρή αναγωγή θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο τεχνίτης που κατασκεύασε τα δύο αυτά θυρώματα ανήκε στο συνεργείο του διάσημου Ρεθυμνιώτη γλύπτη Φραμπενέτου. Ο Φραμπενέτος κατασκεύασε τη κρήνη Morosini στο Ηράκλειο το 1628, που και σε αυτή υπάρχουν ανάγλυφα αγγελόπουλα και πιθανότατα και την κρήνη Rimondi στο Ρέθυμνο το 1626 (Δημακόπουλος Ι., 2001: 189 και 1970: 340).
Τα χρόνια της τουρκοκρατίας το κτήριο ανήκε σε κάποια τουρκική οικογένεια, η οποία το άφησε μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Τότε περιήλθε στην κατοχή της υπηρεσίας Ανταλλαξίμων, από την οποία το αγόρασε ο Ιωάννης Παττακός, λίγα χρόνια αργότερα, πουλώντας την περιουσία του στο χωριό Χρωμοναστήρι. Ο Παττακός καταγόταν από το χωριό Αποδούλου Αμαρίου και ασκούσε το επάγγελμα του σαγματοποιού (σαμαρά), τέχνη που είχε μάθει από μικρή ηλικία.
Τα χρόνια εκείνα, που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, ο κόσμος χρησιμοποιούσε τα ζώα (γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα) για τις μεταφορές. Όταν λοιπόν έρχονταν οι άνθρωποι από τα χωριά τους στην πόλη για να κάμουν τις δουλειές τους, έπρεπε να αφήσουν, «να παρκάρουν» τα ζώα τους σε κάποιο χώρο. Τέτοιοι χώροι ήταν τα χάνια. Στο Ρέθυμνο, τα χάνια βρίσκονταν στις εισόδους της πόλης: Στην περιοχή της Μεγάλης Πόρτας, που ήταν η είσοδος για τους κατοίκους του δυτικού Ρεθύμνου και της επαρχίας Αγ. Βασιλείου και στς’ Άμμος την Πόρτα (στην αρχή της οδού Αρκαδίου), απ’ όπου έμπαιναν στο Ρέθυμνο οι Αμαριώτες και οι Μυλοποταμίτες. Σε αυτούς τους χώρους παρεχόταν στα ζώα φύλαξη, τροφή και νερό. Οι ιδιοκτήτες πλήρωναν στο «χανιτζή» ένα μικρό ποσό για τη φύλαξη αυτή. Την κοπριά από τα ζώα την πουλούσαν οι «χανιτζήδες» στους περιβολάρηδες από τον Πλατανιά, τα Μισίρια και τα Περιβόλια.
Ο Γιάννης Παττακός χρησιμοποίησε το μπροστινό μέρος του ισογείου του κτηρίου σαν σαμαράδικο και τον εσωτερικό χώρο του μακρόστενου κτίσματος ως χάνι για τα ζώα. Τους καλοκαιρινούς μάλιστα μήνες, έβγαζε έξω τον πάγκο του και πελεκούσε τα σαμάρια του στο δρόμο. Στον οντά προσφερόταν ύπνος, πάνω στα άχυρα, στους ιδιοκτήτες των ζώων, που μπορεί να κατέβαιναν στην πόλη για παραπάνω από μία μέρες για τις δουλειές τους. Ένα μέρος του οντά χρησιμοποιούσε, για κάποιο διάστημα προπολεμικά, ο Ανδρέας Θεοδωράκης ή «Χταπόδης» ως μαραγκούδικο.
Κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, στην ταράτσα του χανιού έπεσαν τρεις γερμανικές βόμβες, οι οποίες, χωρίς ευτυχώς να σκάσουν, κατέστρεψαν τη λεπιδένια οροφή και τον οντά του χανιού. Από τότε ο χώρος, ξεσκέπαστος πια, λειτουργούσε αποκλειστικά ως χάνι.
Το 1963, το κτίσμα απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και στον ιδιοκτήτη δόθηκε το ποσό των 100.000 δραχμών ως αποζημίωση. Τότε, ο Παττακός άνοιξε ένα παντοπωλείο στην οδό Αρκαδίου, στο χώρο που πριν μερικά χρόνια βρισκόταν το ταξιδιωτικό πρακτορείο του Νικόλαου Αστρινάκη.
Το χάνι του Μποτώνη.
Το χάνι του Μποτώνη, λίγο πριν αρχίσουν οι αναστηλωτικές εργασίες.
Το κτήριο αυτό, το δυτικό, κατασκευασμένο τα τελευταία χρόνια του 16ου ή τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, αποτελεί το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα ενός μικρού, αναγεννησιακού μεγάρου που σώζεται ακόμα όχι μόνο στο Ρέθυμνο ή την Κρήτη, αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Η πρόσοψη του κτηρίου σε σχέδιο του Ι. Δημακόπουλου.
Σύμφωνα με το σχέδιο του Ιορδάνη Δημακόπουλου, που δείχνει την πρόσοψή του, φαίνεται πως ο άγνωστος αρχιτέκτονας το είχε συλλάβει ως ένα οργανωμένο σύνολο, γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα συμμετρίας, επάνω στον οποίο τοποθέτησε το θύρωμα και το φεγγίτη του ισογείου. Μια σειρά, κατόπιν, από τέσσερις οριζόντιες ζώνες έδενε, απ’ άκρη σ’ άκρη, την πρόσοψη του κτηρίου, μοιράζοντας έτσι, κατά τα αναγεννησιακά πρότυπα, την πρόσοψη του μεγάρου σε αλληλοεξαρτώμενες ζώνες.
Το κτήριο αυτό, όπως και το προηγούμενο, ανήκε αρχικά την υπηρεσία Ανταλλαξίμων. Αγοράστηκε από κάποιον Καθαράκη, ο οποίος αργότερα το πούλησε στον Αντώνη Γιατάκη-Μποτωνάκη, ο οποίος το αγόρασε πουλώντας ένα λιόφυτο που είχε στο Λατζιμά.
Ο Μποτώνης καταγόταν από τα Αγγελιανά Μυλοποτάμου και αρχικά εξασκούσε την τέχνη του σαμαρά στο χωριό Όρος. Αγοράζοντας το κτίσμα, το λειτούργησε ως σαμαράδικο και χάνι μαζί. Ήταν κι αυτό καλυμμένο με λεπίδα, την οποία τα προκατοχικά χρόνια έφερναν από το Ατσιπόπουλο έναντι 25 δραχμών το φορτίο. Φόρτωναν το γάιδαρο όσο μπορούσαν, αφού είτε πενήντα κιλά του έβαζαν είτε διακόσια το ποσό που θα πλήρωναν θα ήταν το ίδιο. Στον οντά του χανιού, το «μουσαφιροντά του Μποτώνη», όπως τον αποκαλούσαν, κοιμούνταν οι ιδιοκτήτες των ζώων που διανυκτέρευαν στην πόλη, καθώς και εργάτες του λιμανιού και άλλοι φορτοεκφορτωτές, κυρίως λαδιών, που τους παρεχόταν ύπνος έναντι μιας μικρής αμοιβής. Για στρώμα είχαν άχυρα και αφράτα, που τα χρησιμοποιούσε ο Μποτώνης για το γέμισμα των σαμαριών. Στη βορειοδυτική πλευρά του κτηρίου, υπήρχε πηγάδι, το οποίο κλείστηκε αργότερα.
Ο Αντώνης Γιατάκης, τυφλώθηκε κάποια στιγμή από ένα πελεκούδι που μπήκε στο μάτι του, καθώς πελεκούσε ένα σαμάρι. Από τότε η μόνιμή του κουβέντα ήταν: «ε! το παντέρμο λιόφυτο», εννοώντας ότι μετάνιωσε που πούλησε το λιόφυτο στου Λατζιμά για να αγοράσει το χάνι, το οποίο, πλέον, λόγω της τύφλωσής του δεν του απέφερε χρήματα, αφού δεν μπορούσε να εργαστεί ως σαμαράς.
Σε αυτόν το μικρόκοσμο των χανιών, πέρα από τον καθημερινό μόχθο και την αγωνία για το μεροκάματο, δεν έλειπαν τα αστεία και τα πειράγματα μεταξύ των χανιτζήδων, των πελατών και των περαστικών. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Γιώργη Καλομενόπουλου με τίτλο «Ο Μποτώνης».
Ένας τίμιος, καλόψυχος και ανοιχτόκαρδος σαμαράς στο «Καμαράκι», που ήταν γλέντι για τη γειτονιά στα παλιά χρόνια. Ο καλόκαρδος Μποτώνης στου Αδελιανού το χάνι εις τον «πάγκο» του καβάλα τα σαμάρια πελεκούσε. Τον πειράζουν και πειράζει και αστεία σ’ όλους κάνει και το «Καμαράκι» όλο γέλια αντηχούσε. Τα μουλάρια του Ρεθέμνου…που απ’ αλάργα τον γνωρίζουν μπρος στο χάνι σταματάνε κι ο αναβάτης τους πεζεύει. Ως τον βλέπουν τα γαϊδούρια, από τη χαρά…γκαρίζουν κι ο Μποτώνης με συμπόνια τα καπούλια τους χαϊδεύει. Και βροχή φάρσες κι αστεία του καλόψυχου Μποτώνη, σαν του λένε για καπίστρια, για «μπροστέλες» και γαϊδούρια. Και γειτόνους και πελάτες, όλους τους αποστομώνει μ’ ετοιμότητα και κέφι και μ’ ωραία καλαμπούρια. «Γεια σου…γαϊδουρομοδίστρα»! «Είμαι… αφού σ’ έχω πελάτη». «Πάρε μέτρα για σαμάρι». «Του γαϊδάρου… ή δικά σου»; «Το μουλάρι μου κουτσαίνει». «Σήκωσέ το εις… την πλάτη». «Είντα πολεμάς, Μποτώνη»; «Ράφτω τα γαμπριάτικά σου». Με τα ζώα του ο Μποτώνης δένει πάντα μια φιλία. Τους μιλεί, τους κουβεντιάζει με δικούς του χίλιους τρόπους και γι αυτό συχνά φωνάζει πως «με πιότερη ευκολία τα βολεύεις με γαϊδάρους… από μερικούς ανθρώπους». Μα του άτυχου η μοίρα δίβουλη είναι –ανάθεμά τη-! και πικρό το ριζικό του, κακομοίρη μου Μποτώνη. Και στου μόχτου τον ιδρώτα πελεκούδι ένα κομμάτι μες στο μάτι σου καρφώνει και στο τέλος σε τυφλώνει. Στην περιοχή υπήρχαν άλλα δύο χάνια. Το ένα του Ανδρέα Μπουλούμπαση ή «Κάπρου» (εξαιτίας των δίδυμων παιδιών που έκανε) και του Παπαμάρκου. Έξω από τα δύο χάνια υπήρχε και ένας πεταλωτής, ο Γιάννης Φοβάκης, ο οποίος είχε αποκτήσει ειδικότητα στη διασταύρωση θηλυκιάς γαϊδούρας με «μπεγίρι». Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε το χώρο που σήμερα βρίσκεται το εστιατόριο του Σκεπετζή. Είχε μάλιστα και πρακτικές γνώσεις κτηνιατρικής και όλοι τον αποκαλούσαν γαϊδουροκτηνίατρο.
Αργότερα, την εποχή της γερμανικής κατοχής, ο γιος του Αντώνη Γιατάκη, Μανώλης Μποτωνάκης, μετέτρεψε το χώρο σε «σκιτζίδικο» (επιδιορθώσεις υποδημάτων) και αργότερα πουλούσε και ετοιματζίδικα παπούτσια και στιβάνια. Επίσης, έξω είχε στήσει έναν πάγκο που πουλούσε χύμα τσιγάρα. Εκείνη την εποχή, ή λίγο αργότερα, επενέβη στο χώρο προσπαθώντας να γκρεμίσει το θύρωμα για ν’ ανοίξει η «φάτσα» του μαγαζιού. Τότε στέγασε με πλάκα μπετόν ένα τμήμα του χαλασμένου οντά και τοποθέτησε ένα τσιμεντένιο δοκάρι στην πρόσοψη του κτηρίου, μισοκλείνοντας τον παλιό βενετσιάνικο φεγγίτη. Γι αυτές του τις ενέργειες, επειδή δηλαδή παρενέβη στην πρόσοψη διατηρητέου μνημείου, καταδικάστηκε σε 20 μέρες φυλάκιση.
Ο Μανώλης Μποτωνάκης, ο τελευταίος ιδιοκτήτης του κτηρίου.
Το κτήριο αυτό, όπως και το διπλανό του, απαλλοτριώθηκε το 1963 από το Υπουργείο Πολιτισμού και στον Μανώλη Μποτώνη δόθηκαν 100.000 δραχμές ως αποζημίωση. Από την εποχή εκείνη και μέχρι τις μέρες μας, για πάνω από 40 χρόνια δηλαδή, δεν έγινε καμιά προσπάθεια αναστήλωσης των δύο κτηρίων από το νέο τους ιδιοκτήτη (το Υπουργείο Πολιτισμού) με αποτέλεσμα να υποστούν ανεπανόρθωτες ζημιές από το χρόνο. Επιπλέον και στα διπλανά κτίσματα έχουν δημιουργηθεί προβλήματα στατικότητας, λόγω των ερειπωμένων πλέον «βενετσιάνικων μνημείων».
Ευτυχώς, το τελευταίο διάστημα έχουν εξευρεθεί πόροι μέσω του Ευρωπαϊκού προγράμματος INTERCEC 3C και έχουν ξεκινήσει οι εργασίες για την αποκατάσταση των δύο κτηρίων. Όταν κάποια στιγμή θα ολοκληρωθούν οι εργασίες αποκατάστασης των δύο κτηρίων, τα οποία θα αποτελέσουν ένα ενιαίο κτηριακό σύνολο, σε αυτό θα στεγαστούν τα γραφεία της Προγραμματικής σύμβασης της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου.
*Θα ήθελα να ευχαριστήσω πολύ τον κ. Στάθη Κελέκη, προϊστάμενο του γραφείου προγραμματικής σύμβασης της παλιάς πόλης, τον κ. Κώστα Γιαπιτσόγλου, αρχαιολόγο και την κα.Δομίνα Παπαδάκη δικηγόρο, για τη βοήθεια που μου προσέφεραν κατά τη συγγραφή αυτού του άρθρου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
Δημακόπουλος Ι. (1970). Μεγάλη Βρύση, μια βενατσιάνικη κρήνη του Ρεθύμνου. Στο: Κρητικά Χρονικά τ. ΚΒ. Ηράκλειο. - Δημακόπουλος Ι. (2001). Τα σπίτια του Ρεθέμνου. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού.
- Gerola G. (1917). Monumenti Veneti nell’Isola di Creta.τ. 3. Βενετία.
- Καλομενόπουλος Γ. (1964). Ποιήματα-Τα τραγούδια του παλιού Ρεθέμνους. Αθήνα.
- Πρεβελάκης Π. (1999). Το Χρονικό μιας Πολιτείας. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
- Στεριώτου Ι. (1992). Οι βενετικές οχυρώσεις του Ρεθύμνου (1540-1646). Αθήνα: Τ.Α.Π.Α.
- Μποτωνάκης Μ. Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη. 10/2/05.
- Γιατάκης Π. Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη. 13/2/05.
- Μακρυδάκη-Παττακού Ι. Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη. 14/2/05.
Σχόλια