Υγειονομική έκθεση των εστιατορίων του Ρεθύμνου του 1902

 



Τον Δεκέμβριο του 1898 αποβιβάστηκε στα Χανιά ως Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης ο Πρίγκιπας της Ελλάδας Γεώργιος, γυρίζοντας σελίδα στην πολιτική κατάσταση της Νήσου, αφού έκτοτε και μέχρι το 1913 που ενώθηκε με την Ελλάδα, η Κρήτη καταγράφει μια αυτοτελή δεκαπενταετή πολιτική περίοδο ως αυτόνομη Κρητική Πολιτεία. Ψηφίστηκε Σύνταγμα, εξελέγησαν βουλευτές (πληρεξούσιοι) και δημιουργήθηκε Κυβέρνηση με Υπουργούς, υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο.

Την περίοδο εκείνη η πόλη του Ρεθύμνου, (εννοούμε την παλιά πόλη εντός των τειχών)  σύμφωνα με επίσημη απογραφή του 1900, είχε περίπου 8.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 3.000 ήταν χριστιανοί και οι 5.000 μουσουλμάνοι. Μαζί με τα περίχωρα, Λωβοχώρι, Μασταμπά, Περιβόλια καθώς και τα γύρω Μετόχια, ο πληθυσμός του τότε Δήμου Ρεθύμνου έφτανε τους 9.300 κατοίκους.

Αναμφίβολα, η Κρητική Πολιτεία, παρά τη βραχεία ζωή της, επέδειξε μια εξαιρετική οργάνωση σε όλους τους τομείς της δημόσιας Διοίκησης, εφάμιλλη ευρωπαϊκών κρατών και σίγουρα, πολύ καλύτερη και από αυτή του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Όλοι οι νόμοι, τα διατάγματα, οι αποφάσεις και γενικά ό,τι είχε σχέση με τη δημόσια ζωή, δημοσιεύονταν στην «Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας», σαν να λέμε σήμερα στην «Εφημερίδα της Κυβέρνησης» (ΦΕΚ).

Σε ένα τέτοιο φύλλο της Εφημερίδας της Κρητικής Πολιτείας της 18ης Μαΐου 1902, δημοσιεύεται έκθεση του Αστύατρου Ρεθύμνου κ. Τζανουδάκη, προς τον Νομάρχη Ρεθύμνου σχετικά με υγειονομική επιθεώρηση που πραγματοποίησε ο πρώτος, μετά από εντολή του δευτέρου, στις 11 Μαΐου του ίδιου έτους στα 28(!) εστιατόρια και μαγειρεία που υπήρχαν εντός της πόλεως του Ρεθύμνου. Το πρώτο και εύλογο σχόλιο που προκύπτει είναι ο μεγάλος αριθμός εστιατορίων, σε μια πόλη των 9.000 κατοίκων σε συνδυασμό με την ένδεια της εποχής που επικρατούσε σε όλη την Κρήτη, με τα αποκαΐδια της τελευταίας κρητικής επανάστασης να καίνε ακόμα. Επίσης, όπως φαίνεται και παρακάτω, εντύπωση προκαλεί η ύπαρξη μόνο δύο εστιατορίων με ιδιοκτήτες Τουρκοκρητικούς, σε μια πόλη που υπερτερούσε, εκείνη την περίοδο, καταφανώς το μουσουλμανικό στοιχείο.


Ο αστύατρος αναφέρει στην εισαγωγή της έκθεσής του ότι τα αποτελέσματα του ελέγχου υπήρξαν ενθαρρυντικά, αφού σε όλα σχεδόν τα εστιατόρια «ου μόνον σχετική καθαριότης και τάξη παρετηρήθη, αλλά και αι συσκευαί της μαγειρικής, τα έπιπλα και σκεύη εν καλή καταστάσει». Επίσης, αναφέρει ως αξιοσημείωτο ότι σε όλα τα εστιατόρια τα υλικά για την παρασκευή των φαγητών βρέθηκαν σε καλή κατάσταση και καλά προφυλασσόμενα. Αναφέρει, ακόμα, ότι οι ιδιοκτήτες των εστιατορίων, στην πλειονότητά τους, «επαινετήν επιμέλειαν καταβάλλουσι» ώστε να επιδείξουν στους πελάτες τους «φιλοκαλία, καθαριότητα και τάξιν».

Η έκθεση συνεχίζει με αναλυτική υγειονομική περιγραφή καθενός εστιατορίου.

Αντώνης Λαμπάκης: Όλο το εσωτερικό του εστιατορίου και του μαγειρείου ασβεστωμένο και σε καλή κατάσταση. Τα έπιπλα και σκεύη «φιλοτίμως» καθαρά, οι συσκευές της μαγειρικής κασσιτερωμένες και καθαρές, τα υλικά είναι εκλεκτά και καλά προφυλασσόμενα, «αξιέπαινος εν γένει παρετηρήθη εν τούτω καθαριότης, φιλοκαλία και τάξις». Η έκθεση συνεχίζεται με παρόμοια σχόλια για τα εστιατόρια του Κωνσταντίνου Κανδυλάκη και του Ιωάννη Κουϊδάκη.

Ο αστύατρος συνεχίζει με το «αρτισύστατον παρά τον λιμέναν καφεστιατόριον» του Σωκράτη Βάμβα, «ο ρέκτης διευθυντής του οποίου πάσαν καταβάλλει μέριμναν και δαπάνην όπως εκπλήξη τους θαμώνας του».


Ο συντάκτης της έκθεσης συνεχίζει με παρεμφερή ευμενή σχόλια για τα εστιατόρια του Ευάγγελου Σοφουλάκη, Ιωάννη Μπεμπή, Εμμανουήλ Μαυρομιχελάκη, Ανδρέα Αντωνάκη, ενώ στα καταστήματα του Μιχάλη Παπαντωνάκη και Μιχάλη Μανωϊλά βρίσκει τα σκεύη και τα υλικά «καλά και καθαρά αλλ’ ατελώς διατηρούμενα».

Στο εστιατόριο του Τουρκοκρητικού Χασάν Καντινέλη, αναφέρει ότι, ενώ τα υλικά και τα εδέσματα βρέθηκαν σε καλή κατάσταση, η καθαριότητα του χώρου ήταν πλημμελής. Δικαιολογεί, όμως, ως τυχαίο το γεγονός, «καθότι εις προγενεστέρας μου επιθεωρήσεις εν ισορροπία διετέλουν αμφότερα». 

Σε ικανοποιητική κατάσταση βρήκε, επίσης, τα εστιατόρια του Κωνσταντίνου Βαβουράκη, Δημητρίου Ζωγραφάκη, Ιωάννη Κιαγιαδάκη και Μανώλη Πετρομανωλάκη. Αντίθετα, στο εστιατόριο του Παντελή Τσακιδάκη βρέθηκε «ακάθαρτον το εσωτερικόν του καταστήματος ως και τα έπιπλα, αι συσκευαί όμως της μαγειρικής σχετικώς καθαραί και τα υλικά καλά». Παρόμοια, αρνητική εικόνα και στα εστιατόρια του Μιχαήλ Καλομενόπουλου και Δημητρίου Μαρκάκη, με «παχηλή ακαθαρσία εις το εσωτερικόν του καταστήματος και εις άπαντα τα χρειώδη και έπιπλα, τα υλικά όμως της μαγειρικής ευρέθησαν καλής ποιότητος και καλώς διατηρούμενα».

Στα εστιατόρια των αδελφών Γοβατσιδάκη και Εμμανουήλ Καπετανάκη η εικόνα που αντίκρισε ο αστύατρος ήταν καλή. Αντίθετα, στο εστιατόριο του έτερου Τουρκοκρητικού, Αχμέτ Καρκαντσιδάκη, βρέθηκε «ακάθαρτον καθ’ όλα το μαγειρείον του, τα υλικά του καλά, μη καλώς όμως προφυλασσόμενα».

Σε ξεχωριστή κατηγορία κατατάσσει ο αστύατρος κ. Τζανουδάκης τα εστιατόρια του Νικόλαου Σελιανού, Δημήτριου Μίγια, Χαράλαμπου Σοφουλάκη, Μανώλη Μαντακάκη, Δημήτριου Σπυριδάκη και Ευάγγελου Μπολανάκη. Για αυτά αναφέρει ότι «εισί μικρά μαγειρεία εξυπηρετούντα τας ανάγκας των πολλών και των εκ των επαρχιών ενταύθα συναλαττομένων». Οι ιδιοκτήτες τους παρασκευάζουν «πρόχειρα εδέσματα προς εξοικονόμησιν των αναγκών των πενεστέρων τάξεων».  Αυτοί, συνεχίζει ο αστύατρος, αγοράζουν τα υλικά τους καθημερινά και γι αυτό δεν βρέθηκαν αποθηκευμένα προϊόντα. «Τα εδέσματά των ευρέθησαν καλά και σχετικώς καθαρά».

Προφανώς, πρόκειται για τα γνωστά «Χάνια» που βρίσκονταν στις εισόδους της πόλης και κυρίως στα «Πεταλάδικα» και στην αρχή της σημερινής οδού Αρκαδίου, κοντά στην πόρτα της Άμμου. Εκεί άφηναν τα ζώα του οι Ρεθεμνιώτες της επαρχίας που επισκέπτονταν την πόλη. Αυτά τα Χάνια διέθεταν σταύλο και κάποιο πρόχειρο μαγειρείο στο ισόγειο και κάποιες υποτυπώδεις υποδομές για ξεκούραση και ύπνο στον όροφο.   


Ο αστύατρος κλείνει την έκθεσή του προς τον Νομάρχη Ρεθύμνου, την οποία υπογράφει ως «Αστυνομικός ιατρός Ρεθύμνης», αναφέροντας ότι έδωσε τις σχετικές οδηγίες στους ιδιοκτήτες των εστιατορίων καλώντας τους να συμμορφώνονται σύμφωνα με τον νόμο και τις αστυνομικές διατάξεις «καθότι πάσα παράβασις αποτελεί πράξιν κολάσιμον».

Συμπερασματικά, μπορούμε να αναφέρουμε και να παρατηρήσουμε τις προσπάθειες που καταβάλλει η νεοσύστατη Κρητική Πολιτεία, διά των οργάνων της, ώστε να διαφυλάξει την δημόσια υγεία, σε μια εποχή που η καθαριότητα, ιδιωτικών και δημόσιων χώρων, δεν αποτελούσε πρώτο μέλημα, ούτε υπήρχαν τα μέσα για την επίτευξή της. Παρόλα ταύτα, είχε θεσπιστεί ο θεσμός του «Αστύατρου» προπομπός των Υγειονομικών υπηρεσιών που υπάρχουν σήμερα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι μεταγενέστερες και ανήκουν στο αρχείο του εκλεκτού φίλου Μάνου Γοργοράπτη, τον οποίο ευχαριστώ θερμά!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Η παραδοσιακή κρητική φορεσιά στο πέρασμα του χρόνου