Το Αμάρι στην επανάσταση του 1821

 


Το παρόν άρθρο αποτελεί την ομιλία μου στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος του Μέρωνα Αμαρίου για να τιμήσει τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, στις 11 Αυγούστου 2021.

Στην Παναγία τη Θυμιανή, στους Κομιτάδες Σφακίων, στις 29 Μαΐου του 1821, που έγινε η επίσημη κήρυξη της επανάστασης στην Κρήτη και μαζεύτηκαν οι οπλαρχηγοί απ’ όλη την Κρήτη, από την επαρχία Αμαρίου αναφέρεται ότι παραβρέθηκαν ο Τζώρτζης κι ο Σαουνάτσος, χωρίς να γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία γι αυτούς. Πράγματι, η εκπροσώπηση της επαρχίας ήταν ισχνή και ολιγοπρόσωπη, όχι λόγω αδιαφορίας των Αμαριωτών, αλλά λόγω του φόβου και του κλίματος τρομοκρατίας που είχαν δημιουργήσει οι Αμπαδιώτες Τούρκοι που διέμεναν εκεί και καταδυνάστευαν την περιοχή. 

 Η Αμπαδιά, σαν γεωγραφικός προσδιορισμός, καταλαμβάνει τη μισή περίπου έκταση, στα νότια της επαρχίας Αμαρίου, στα νοτιοδυτικά του Ψηλορείτη και παλιότερα περιελάμβανε δώδεκα με δεκατρία χωριά. Κατά μία ερμηνεία,  πήρε το όνομά της τον 9Ο  μ.Χ. αιώνα από τον Αμπάδ, Σαρακηνό σεΐχη που εγκαταστάθηκε στην ορεινή αυτή περιοχή με τους άνδρες του μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Σαρακηνούς το 830 μ.Χ. Οι Αμπαδιώτες Σαρακηνοί παρέμειναν στην περιοχή αυτή και κατά την τουρκοκρατία. Κατά μια άλλη εκδοχή, οι Αμπαδιώτες ήταν Άραβες πολεμιστές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά την τουρκική κατάληψη του νησιού. 

Γενίτσαροι σε παρέλαση αναβίωσης

Αποτελούσαν ξεχωριστή φυλή μεταξύ των  υπολοίπων μουσουλμάνων, δεν ήταν τουρκογενείς, διατηρούσαν όχι μόνο τα παλαιά τους ήθη και έθιμα, αλλά και τα χαρακτηριστικά της αραβικής φυλής τους. Ήταν μικρόσωμοι, άσχημοι, με μαυριδερό χρώμα και ύπουλο βλέμμα, άξεστοι, ζωηροί και ευκίνητοι. Δεν είχαν έλθει ποτέ σε επιμιξία όχι μόνο με τους Χριστιανούς αλλά ούτε και με τους άλλους Οθωμανούς μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669. Τις σχέσεις των Αμπαδιωτών με τους υπόλοιπους μουσουλμάνους χαρακτήριζε αμοιβαία περιφρόνηση. Οι άλλοι μουσουλμάνοι θεωρούσαν τους Αμπαδιώτες κατωτέρους τους, φυλή ξένη και ταπεινή. Το όνομα Αμπαδιώτης μεταξύ αυτών αποτελούσε ύβρι. Αντίθετα, οι Αμπαδιώτες μουσουλμάνοι, ήταν υπερήφανοι για την προέλευσή τους από παλαιούς μουσουλμάνους. Είχαν θρησκευτικές διαφορές από τους υπόλοιπους, δική τους γλώσσα, με αραβικά στοιχεία, σε αντίθεση με τους άλλους ομοθρήσκους τους, που μιλούσαν ελληνικά. Θεωρούσαν τους άλλους Οθωμανούς νόθους, γιατί προερχόταν σχεδόν όλοι από εξισλαμισθέντες Κρήτες. Οι Αμπαδιώτες κατοικούσαν στα χωριά, από τη Λοχριά μέχρι την Κρύα Βρύση, με κέντρο τους το Βαθιακό. 

Αμέσως μετά την απόφαση για τη συμμετοχή των Κρητών στην επανάσταση του 1821, οι επαναστάτες άρχισαν να αναζητούν συμμάχους. Με τη σύμφωνη γνώμη του Ηγουμένου της Μονής του Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερού, ο οποίος ήταν και από τους πρώτους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία, τον Μάιο του 1821, οι Σφακιανοί αποφάσισαν να έρθουν σε επαφή με τους μουσουλμάνους της Αμπαδιάς, ώστε, ή να τους βοηθήσουν στην επανάσταση ή να μείνουν αμέτοχοι. Οι Κρήτες γνώριζαν ότι οι Αμπαδιώτες είχαν μεγάλη πολεμική δύναμη και εμπειρία και η συμμετοχή τους στην επανάσταση, με τη μία ή την άλλη πλευρά, θα είχε καταλυτικό ρόλο, ιδίως στις επαρχίες Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου.

Ο Ηγούμενος της Μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερός

Για τον λόγο αυτό απέστειλαν πρεσβεία, για να πείσουν τους Αμπαδιώτες, λέγοντάς τους ότι αυτοί είναι οι μόνοι γνήσιοι μωαμεθανοί στο νησί, ενώ όλοι οι άλλοι είναι αποστάτες και εξωμότες χριστιανοί και όπως κινδυνεύει η πίστη των χριστιανών, το ίδιο κινδυνεύει και η πίστη των γνήσιων μωαμεθανών.

Οι Αμπαδιώτες, έδειξαν αρχικά να πείθονται. Το μόνο που τους προβλημάτιζε ήταν ότι δεν είχαν αρκετά όπλα και πολεμοφόδια και δεν ήξεραν από πού μπορούσαν να τα προμηθευτούν. Οι απεσταλμένοι των Κρητών, χωρίς να έχουν πλήρη εμπιστοσύνη στα λεγόμενα των Αμπαδιωτών, αλλά και χωρίς να θέλουν να ψυχράνουν τις σχέσεις τους, τους απάντησαν ότι μπορούσαν να τους προμηθεύσουν, αρχικά, με δέκα βαρέλια πυρίτιδα, αλλά θα έπρεπε να έρθουν οι ίδιοι στα Σφακιά να τα παραλάβουν. Όταν θα παραλάμβαναν και όπλα θα τους διέθεταν έναν ικανό αριθμό.

Οι Αμπαδιώτες, φεύγοντας οι απεσταλμένοι, είτε μετάνιωσαν, είτε προσποιούμενοι από την αρχή, ειδοποίησαν τον Οσμάν πασά του Ρεθύμνου για τις επαναστατικές προθέσεις των Σφακιανών. Στη συνέχεια μήνυσαν στους Σφακιανούς ότι θα πάνε να παραλάβουν το μπαρούτι, όχι από τη «στράτα» που συμφώνησαν, αλλά από μια άλλη στράτα, που θα την μάθουν «σαν έρθει η ώρα του Αλλαχ».

Οι Αμπαδιώτες είχαν αλλάξει ξεκάθαρα στρατόπεδο. Αυτό φάνηκε λίγες ημέρες αργότερα, όταν ένας από τους αγριότερους Αμπαδιώτες, ο Ψαροσμαήλης, ή Κουντούρης κινήθηκε εναντίον των Σφακίων με 200-300 συντοπίτες του για να καταφέρει την παράδοση των όπλων των Σφακιανών, πουλώντας εκδούλευση στον πασά. Αρχικά, στις 23 Μαΐου 1821, διατρέχοντας τον Άη Βασίλη, έφτασε στη Μονή του Πρέβελη, με στόχο να συλλάβει, αθόρυβα, τον Ηγούμενο Μελχισεδέκ Τσουδερό, που ήδη είχε μαθευτεί ότι ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και να τον οδηγήσει στο Ρέθυμνο για να τον κρεμάσουν ως παραδειγματισμό, ώστε να καμφθεί το φρόνημα των χριστιανών. Ο Ηγούμενος πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Κουντούρη και το βράδυ, κρυφά, διέφυγε από το Μοναστήρι μαζί με τους ετοιμοπόλεμους καλόγερους και όπλα που είχε κρυμμένα και πήγε στα Σφακιά, μαζί με τα αδέρφια του Γεώργιο και Γιάννη που διέμεναν στον Ασώματο.

Η Μονή του Πρέβελη

Ο Ισμαήλ Αγά Κουντούρης έκαψε στη συνέχεια το Μοναστήρι και θανάτωσε με φριχτό τρόπο τους υπέργηρους, ανήμπορους καλόγερους που είχαν παραμείνει στη Μονή. Ο Αμπαδιώτης Τούρκος πλήρωσε τα ανομήματά του σύντομα. Σε μια από τις πρώτες μάχες της επανάστασης, στις 16 Ιουνίου του 1821, στον Άη Γιάννη τον Καμένο, στον Άη Βασίλη, σκοτώθηκε από τους άνδρες των Τσουδερών. 

Ταυτόχρονα, ένας άλλος αιμοσταγής Αμπαδιώτης Τούρκος, ο Ντελή Μουσταφάς, με 300 άνδρες, είχε αρχίσει να λεηλατεί και να καίει τα χωριά του Αη Βασίλη, Μέλαμπες, Κρύα Βρύση και Ακούμια, προχωρώντας προς το Σπήλι. Από το μένος του δεν γλίτωσε ούτε το Μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος στον Κισσό. Στις 15 Ιουνίου θανάτωσε με φριχτό τρόπο τους πέντε καλόγερους και μετά παρέδωσε τη Μονή στις φλόγες καταστρέφοντάς την ολοκληρωτικά. Δύο μέρες μετά, στις 17 Ιουνίου, ο Ντελή Μουσταφάς, «που μόνο Γιάννηδες είχε σκοτώσει 99» όπως λέει η παράδοση, σε μάχη που έγινε στον Καψαλέ, έξω από το Σπήλι, μετά από σφοδρή μάχη, συνελήφθη από τον Ιωάννη Τσουδερό και στη συνέχεια θανατώθηκε από τους επαναστάτες. 

Η σφαγή των Μοναχών της Μονής του Αγ. Πνεύματος στον Κισσό

Οι Κρήτες δεν ξέχασαν ποτέ την προδοτική και προκλητική στάση των Αμπαδιωτών μουσουλμάνων. Μετά τις σπουδαίες νίκες τους εναντίον των Τούρκων στον Άη Γιάννη τον Καμένο και στο Σπήλι, οι οπλαρχηγοί Ρούσος Βουρδουμπάς, Γεώργιος Τσουδερός, Κουρμούλης, Πολογιώργης και Αντώνης Μελιδόνης, στις 20-21 Ιουνίου κινήθηκαν με τους άντρες τους εναντίον της Αμπαδιάς. Αν και οι χριστιανοί του Αμαρίου είχαν αγοράσει όπλα για να συμμετάσχουν στον απελευθερωτικό αγώνα, δεν μπορούσαν από μόνοι τους να αντιμετωπίσουν τους πολυπληθέστερους και αγριότερους μουσουλμάνους. 

Ο Κουλές του Βαθιακού

Αλλά και οι μουσουλμάνοι της Αμπαδιάς, μαθαίνοντας ότι ξέσπασε η επανάσταση, άρχισαν να προετοιμάζονται κι αυτοί κατάλληλα. Μετέφεραν, μέσω της Μεσαράς, τις οικογένειές τους και την κινητή περιουσία τους στο Ηράκλειο, που υπήρχε ασφάλεια και συγκεντρώθηκαν στο Βαθιακό, που ήταν το κέντρο της οθωμανικής Αμπαδιάς. Ο αρχηγός τους, Δελημουσταφάς, με 100 περίπου άνδρες, οχυρώθηκαν στον οικισμό περιμένοντας τους επαναστάτες Κρήτες. 

Στις 28 Ιουνίου του 1821 άρχισε η σκληρή μάχη, η οποία κράτησε δύο ημέρες, χωρίς να υπάρχει νικητής. Οι μουσουλμάνοι, οχυρωμένοι, αντιστέκονταν με σθένος στις επιθέσεις των Κρητικών. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας, οι Αμπαδιώτες, με τον Δελημουσταφά επικεφαλής, έκαναν γιουρούσι εναντίον των επαναστατών, οι οποίοι υποχώρησαν και κατέλαβαν πιο οχυρές θέσεις. Ο Δελημουσταφάς όρμησε εναντίον τους κραυγάζοντας χλευαστικά να σταθούν οι Σφακιανοί να υπογράψουν τη συμμαχία, θυμίζοντάς τους τη συνάντηση για τις διαπραγματεύσεις του προηγούμενου μήνα. Τέσσερις ώρες οι επαναστάτες απέκρουαν με επιτυχία τις επιθέσεις των Αμπαδιωτών. Πάνω στην ένταση της μάχης τραυματίστηκε στο χέρι ο Δελημουσταφάς, ενώ, συγχρόνως διερράγη το όπλο του και αχρηστεύθηκε. Βλέποντας την ευμενή γι αυτούς εξέλιξη, ο Βουρδουμπάς με τους άντρες του περικύκλωσε τον Δελημουσταφά και τους Αμπαδιώτες που ήταν γύρω του και τους σκότωσαν όλους. Συγχρόνως, ο Μελιδόνης με τους άνδρες του επιτέθηκε εναντίον των άλλων Αμπαδιωτών, οι οποίοι, βλέποντας και τον θάνατο του αρχηγού τους, άρχισαν να υποχωρούν προς τα γύρω βουνά, καταδιωκόμενοι από τους χριστιανούς του Αμαρίου που γνώριζαν εξίσου καλά τα μέρη. Από τους Αμπαδιώτες ελάχιστοι σώθηκαν, ενώ οι Κρητικοί είχαν επτά νεκρούς και εννιά τραυματίες. Στη συνέχεια, οι επαναστάτες, αφού λαφυραγώγησαν τα όπλα και τα πολεμοφόδια των νεκρών αντιπάλων τους, έκαψαν όλα τα χωριά της Αμπαδιάς. 

Η Μονή Αρκαδίου

Τον Ιανουάριο του 1822, ο τουρκοκρητικός γενίτσαρος Γετίμ-Αλής, κατέλαβε τη Μονή του Αρκαδίου, που ήταν στρατηγικής σημασίας, αφού βρισκόταν ανάμεσα στις επαρχίες Ρεθύμνου και Αμαρίου. Ένας καλόγερος διέφυγε από το Μοναστήρι και ειδοποίησε τους Κρήτες επαναστάτες που είχαν στρατοπεδεύσει στο Θρόνος και στη Βισταγή Αμαρίου. Αυτοί επιτέθηκαν εναντίον της Μονής, σκότωσαν όλους τους Τούρκους, απελευθερώνοντας τους φυλακισμένους μοναχούς. Ο Ηγούμενος και οι καλόγεροι της Μονής, από τον φόβο των αντιποίνων, εγκατέλειψαν το Μοναστήρι και κατέφυγαν στο Βένι, στη Μονή του Αγίου Αντωνίου. Επέστρεψαν στο Αρκάδι τον επόμενο χρόνο και αποκατέστησαν κάποια από τη κτήρια της Μονής, αφού ήδη οι Τούρκοι το είχαν μετατρέψει σε σωρούς ερειπίων. 

Αρχές Φεβρουαρίου του 1822, εκστρατευτικό σώμα από 4.000 Τούρκους ξεκινά από το Ηράκλειο, περνάει στη Μεσαρά και μέσα από το Αμάρι θα όδευε προς στο Ρέθυμνο και από εκεί στα Σφακιά για να καταπνίξει την επανάσταση με τη βοήθεια άλλων τούρκικων σωμάτων από Ρέθυμνο και Χανιά. Οι επαναστάτες, άμεσα, πιάνουν θέσεις στα χωριά Μέρωνας, Μοναστηράκι και Νευς Αμάρι, αφού είχαν πληροφορηθεί ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το Βαθειακό, την Αγία Παρασκευή και το Βυζάρι, αφού οι Αμαριώτες καπετάνιοι Καλομενόπουλος, Μητροφάνης και Θεοδωράκης, με λίγους μόνο άντρες που είχαν στη διάθεσή τους δεν μπόρεσαν να τους αντιμετωπίσουν. Οι επαναστάτες, εφαρμόζοντας το σχέδιό τους, άφησαν τους Τούρκους ανενόχλητους να περάσουν τον φουσκωμένο Λυγκιώτη ποταμό, ώστε να αντιμετωπίσουν τους αντίπαλους σε δύσβατες γι αυτούς περιοχές, που δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί με ευκολία ο πολυάριθμος στρατός τους, ενώ ο ποταμός, με το στενό ξύλινο γεφύρι που υπήρχε, θα δυσχέραινε την υποχώρησή τους. Αφού οι Τούρκοι πέρασαν με ευκολία τον ποταμό, οι Κρητικοί τους περίμεναν οχυρωμένοι στο Μοναστηράκι. Μάταια οι αριθμητικά περισσότεροι μουσουλμάνοι προσπαθούσαν να διαπεράσουν τις γραμμές των χριστιανών. Έπεφταν νεκροί από τις ευθύβολες τουφεκιές τους. Όλη μέρα βάσταξε η μάχη. Προς το βράδυ οι Τούρκοι άρχισαν να κλονίζονται και να χάνουν το κουράγιο τους, αφού ήδη είχαν πολλούς νεκρούς και περισσότερους τραυματίες. Τότε, ο Τσουδερός με τον Βουρδουμπά, δίνουν το σύνθημα της γενικής επίθεσης. 2.000 Κρήτες επιτίθενται στους Τούρκους, οι οποίοι αρχίζουν να υποχωρούν προσπαθώντας να βρουν διέξοδο μέσα στην άγνωστη γι αυτούς περιοχή. Άλλοι χάνουν τον δρόμο τους και άλλοι προσπαθώντας να περάσουν το ξύλινο γεφύρι πέφτουν στον ορμητικό ποταμό και πνίγονται. Πάνω από 300 νεκρούς είχαν οι Τούρκοι εκείνη την ημέρα και διπλάσιους βαριά τραυματισμένους τους οποίους αναγκάστηκαν να στείλουν πίσω στο Ηράκλειο. Οι χριστιανοί είχαν μόλις 30 νεκρούς και 23 τραυματισμένους. 

Ο Σφακιανός Ρούσος Βουρδουμπάς

Τις  επόμενες τρεις ημέρες οι δύο αντίπαλοι έμειναν στις θέσεις περιμένοντας ενισχύσεις. Την τέταρτη μέρα, το βράδυ, ο Αντώνης Μελιδόνης, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, προχώρησε σε μια παράτολμη πράξη. Με 80 από τους άντρες του κατευθύνθηκε στο Βαθιακό που το είχαν καταλάβει οι Τούρκοι. Μέσα στο τζαμί του χωριού φύλαγαν τα όπλα, τα πολεμοφόδια και τις τροφές όλης της εκστρατείας. Με τέχνασμα, μπήκε στο τζαμί, σκότωσε τους 18 φρουρούς του και πήρε μαζί με τους άντρες του όσα όπλα και πολεμοφόδια μπορούσαν να σηκώσουν, ενώ τα υπόλοιπα τα κατέστρεψαν για να μην μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι. Φεύγοντας, κατάφεραν να σκοτώσουν και όσους Τούρκους βρέθηκαν στο διάβα τους.

Ο οπλαρχηγός Αντώνης Μελιδώνης

Γεμάτος χαρά και υπερηφάνια επέστρεψε στο Μοναστηράκι ο Μελιδόνης φορτωμένος λάφυρα και όπλα. Ο Βουρδουμπάς, όμως, σαν ανώτερός του, τον επέπληξε για την παράτολμη ενέργειά του που έθεσε σε κίνδυνο τους άνδρες του. Πάνω στη φιλονικία των δύο ανδρών, ο Βουρδουμπάς έσυρε το μαχαίρι του και σκότωσε τον Αντώνη Μελιδόνη. Ο θάνατος του οπλαρχηγού έφερε τεράστια αναστάτωση στους επαναστάτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν το Μοναστηράκι. Ελάχιστοι οπλαρχηγοί με τους άντρες τους έμειναν, οι οποίοι, όμως δεν μπορούσαν να αντιπαρατεθούν στο μεγάλο εχθρικό στράτευμα. Έτσι, οι Τούρκοι έγιναν κύριοι του Αμαρίου, αφού οι επαναστάτες υποχώρησαν προς την επαρχία Αγίου Βασιλείου.

Σε όλη, βέβαια, τη δεκαετή επανάσταση τα χωριά, οι εκκλησίες και τα μοναστήρια του Αμαρίου καταστράφηκαν, πυρπολήθηκαν και βεβηλώθηκαν πολλές φορές. Οι Αμαριώτες, όμως, με πείσμα και επιμονή κατάφερναν να επιστρέφουν στις εστίες τους να ξαναφτιάχνουν τα σπίτια τους και τους ναούς τους και να αντιστέκονται στους κατακτητές με θάρρος, αυτοθυσία και αυταπάρνηση.

Κλείνοντας θα αναφερθώ, με συντομία, σε κάποιες ηρωικές, αμαριώτικες μορφές της επανάστασης του 1821, που έθεσαν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία της πατρίδας και της ελευθερίας.

Ο Εμμανουήλ Βερνάρδος, αν και είχε εγκατασταθεί στο Ιάσιο, ήταν ο πρώτος Κρητικός που μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, προσφέροντας και χρήματα σε αυτήν. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα χρημάτισε φροντιστής Οικονομικών και πληρεξούσιος των Κρητών στις Εθνοσυνελεύσεις της Τροιζήνας και του Άργους.  

Ο Εμμανουήλ Βιβιλάκης, 15χρονος έφυγε από τη γενέτειρά του, τις Βρύσες Αμαρίου και πήγε στο Ναύπλιο ως εθελοντής αμέσως μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821. Αργότερα επέστρεψε στην Κρήτη, στη δεύτερη φάση της επανάστασης και συμμετείχε στην κατάληψη της Γραμβούσας το 1825. Συμμετείχε και σε άλλες επαναστάσεις και ήταν ο εκδότης της εφημερίδας «Ραδάμανθυς».

Γεώργιος και Νικόλαος Βλαστός. Τα δύο αυτά αδέρφια είχαν γεννηθεί στο Βυζάρι, αλλά επειδή ορφάνεψαν μικροί τα πήραν συγγενείς τους εκτός Κρήτης. Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση στο νησί επαναπατρίστηκαν και οι δυο και συμμετείχαν σε πολλές μάχες με τον οπλαρχηγό Ιωάννη Μοσχοβίτη.

Ο Γεώργιος Καλομενόπουλος γεννήθηκε στο Νευς Αμάρι το 1770. Η επανάσταση του 1821 τον βρήκε ανάπηρο από μια πτώση από τα τείχη του Ρεθύμνου που προσπαθούσε να δραπετεύσει. Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Υδραίο Εμμανουήλ Τομπάζη και διέθεσε όλη του την περιουσία στον αγώνα. Δεν μπορούσε να αγωνιστεί στις μάχες κι έτσι συμμετείχε ως πολιτικό πρόσωπο, σαν αντιπρόσωπος των επαναστατών στις Συνελεύσεις, ενώ διετέλεσε και μέλος του Κρητικού Συμβουλίου. Πέθανε στο Αμάρι το 1856.

Ο Εμμανουήλ Καλομενόπουλος γεννήθηκε στο Αμάρι το 1785 και πολύ νέος μετανάστευσε στην Kωνσταντινούπολη για να σπουδάσει στην εκεί Πατριαρχική Σχολή. Eπιστρέφοντας στην Kρήτη χειροτονήθηκε ιερέας το 1817 και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, συμμετέχοντας στην προετοιμασία του αγώνα.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, εκλέχτηκε οπλαρχηγός των συγχωριανών του και πολέμησε σε αρκετές μάχες κατά των Tούρκων, στην περιοχή κυρίως του Pεθύμνου. Σκοτώθηκε στην απόπειρα να καταληφθεί το φρούριο της Pεθύμνης την άνοιξη του 1822. 

Ο καπετάν Μητροφάνης

Τελευταίο θα αφήσω τον καπετάν Μητροφάνη, που η πολυτάραχη χαίνικη ζωή του έμελε να δημιουργήσει τριγμούς ακόμη και σήμερα στην επιτροπή για τα 200 χρόνια της επανάστασης, με την απεικόνιση της μορφής του. Με καταγωγή από τον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου είχε βγεί στα βουνά πολεμώντας τους Τούρκους πριν την έναρξη της επανάστασης, ως χαίνης. Για να γλιτώσει από τους Τούρκους της Αμπαδιάς εκάρη μοναχός στη Μονή Ασωμάτων, συνεχίζοντας, όμως, τον ένοπλο αγώνα εναντίον τους. Όταν ξεκίνησε η επανάσταση δημιούργησε δικό του σώμα και συμμετείχε σαν οπλαρχηγός σε πολλές μάχες. Όταν η επανάσταση στην Κρήτη βρέθηκε σε ύφεση πήγε στην Πελοπόννησο με τους άντρες του και πολέμησε εναντίον του Ιμπραήμ από το 1824-1827. Στη συνέχεια επανήλθε στην Κρήτη και συνέχισε την επαναστατική του δράση. Είχε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος των Τούρκων του Αμαρίου και γι αυτό οργάνωσαν μυστική αποστολή για να τον εξολοθρεύσουν. Του έστησαν καρτέρι, σε μέρος που περνούσε μόνος του και αφού τον σκότωσαν του έκοψαν το κεφάλι, το έβαλαν σε έναν σάκο και το πήγαν στο χωριό του, τον Άη Γιάννη για να το δείξουν περιπαιχτικά στη μάνα του, τάχα αν τον γνωρίζει. Ήταν μόλις 31 ετών.  Η απάντηση της μάνας του, δείχνει το διαχρονικό μεγαλείο της ψυχής της γυναίκας της Κρήτης. «Ποιος, σκύλοι, δεν γνωρίζει την κεφαλήν του παιδιού του; Μα τι θαρρείτε; Πως εσκοτώσατε τον Μητροφάνη θα χαθεί η Χριστιανότης; Όχι, δεν χάνεται.»

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Υγειονομική έκθεση των εστιατορίων του Ρεθύμνου του 1902

Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι: Μήπως χρειάζεται επανεκκίνηση;