Γετίμ-Αλής και Γλυμίδ-Αλής: Δύο αιμοσταγείς γενίτσαροι του Ρεθύμνου στην επανάσταση του 1821.
Οι γενίτσαροι (γενί-τσερί = νέος στρατός) αποτελούσαν τα στρατιωτικά σώματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους πρώτους, κιόλας, αιώνες της σύστασής της. Ήταν οργανωμένοι σε τάγματα (ορτάδες) και είχαν αυστηρή πειθαρχία.
Ειδικά στην Κρήτη, υπήρχαν δύο κατηγορίες
γενιτσάτων. Οι αυτοκρατορικοί γενίτσαροι και οι ντόπιοι γενίτσαροι ή
«γερλήδες». Οι αυτοκρατορικοί γενίτσαροι είχαν οθωμανική καταγωγή και τάγματά
τους βρίσκονταν κυρίως στο Ηράκλειο. Στην υπόλοιπη Κρήτη υπήρχαν οι γερλήδες γενίτσαροι που ήταν Κρήτες στην
καταγωγή και είχαν εξισλαμισθεί κατά τη διάρκεια της μακραίωνης οθωμανικής
κατοχής. Αυτοί, ήταν πολύ πιο σκληροί στη συμπεριφορά και στις ωμότητες
απέναντι στους χριστιανούς της Κρήτης. Με την πάροδο του χρόνου και λόγω της
απόστασης από την Κωνσταντινούπολη, την έδρα της αυτοκρατορίας, είχαν
αποθρασυνθεί εντελώς, αγνοώντας τελείως τα σουλτανικά φιρμάνια, που πολλές
φορές τους εγκαλούσαν για την αυταρχική συμπεριφορά τους, αλλά και τους ίδιους
τους πασάδες της Κρήτης, που μάταια προσπαθούσαν να τους χαλιναγωγήσουν. Η
αίσθηση της υπεροχής που τους έδινε η μουσουλμανική θρησκεία, τους έκανε να μην
λογαριάζουν τίποτα και να προβαίνουν σε ανείπωτες αυθαιρεσίες και ωμότητες
απέναντι στους χριστιανούς της Κρήτης, παρόλο που είχαν κοινή καταγωγή, ίδια γλώσσα
και έθιμα. Οι γερλήδες γενίτσαροι
είχαν το επάγγελμά του ο καθένας, αλλά όταν η κατάσταση το απαιτούσε, κυρίως
κατά τη διάρκεια των κρητικών επαναστάσεων, ήταν υποχρεωμένοι να στρατεύονται
για να υπερασπίζονται την οθωμανική αυτοκρατορία. Για τον λόγο αυτό, κατείχαν
νόμιμα οπλισμό, σε αντίθεση με τους κατακτημένους Κρήτες χριστιανούς, που η
οπλοκατοχή και η οπλοφορία ήταν παράνομη. Επίσης, δεν ήθελαν, σε καμία
περίπτωση, να διασαλευθεί αυτό το ιδιότυπο status quo, που τους έδινε ασύγκριτη υπεροχή
και ασυδοσία απέναντι στους υποτελείς χριστιανούς. Για τον λόγο αυτό πολεμούσαν
με μεγαλύτερη ορμή και πάθος εναντίον των χριστιανών, για το φόβο ότι πιθανόν
να χάσουν την εξουσία και τα προνόμιά τους σε περίπτωση απελευθέρωσης του
νησιού. Όλη αυτή η κατάσταση τους είχε οδηγήσει σε μια άκρατη υπεροψία και
θράσος, απέναντι στους υποταγμένους γκιαούρηδες.
Στο Ρέθυμνο, κατά τη διάρκεια της
επανάστασης του 1821, υπήρχαν δύο από τους φοβερότερους γερλήδες γενίτσαρους
της Κρήτης, ο Γετίμ-Αλής (Γετιμαλής) και ο Γλυμίδ-Αλής (Γλυμιδαλής ή Γλυμίδης).
Γι αυτό, δεν είναι παράξενο που η κρητική λαϊκή μούσα τους αναφέρει σε αρκετά
από τα δημώδη ιστορικά άσματά της.
Γλυμήδης και Γετίμ Αλής το ‘χανε σηκωμένο (είχαν πάρει αέρα)
κι απού το Κάστρο ως τα Χανιά ναμ’ είχανε βγαρμένο.
Ο Γιετιμάκης δέρνεται παρηγοριά δεν έχει
να γδικηθή τσι χριστιανούς γυρεύει και ξετρέχει…
Ο Γετίμ-Αλής καταγόταν από το χωριό
Κυριάνα και με τις αυθαιρεσίες του, που αποσκοπούσαν στο προσωπικό όφελος και
κέρδος, είχε καταφέρει να κρατά κάτω από τον ζυγό του, με φοβέρες, απειλές,
βασανισμούς και θανάτους, όλη σχεδόν την επαρχία Ρεθύμνου. Αιμοβόρος και ασελγής, είχε διαπράξει πλείστα
κακουργήματα εναντίον των χριστιανών του Ρεθύμνου. Όπως έχουμε αναφέρει σε
παλιότερο δημοσίευμα[i], με την
έκρηξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, κατέλαβε τη Μονή Αρκαδίου στις 16
Ιανουαρίου 1822. Την επόμενη ημέρα του επιτέθηκαν οι επαναστατημένοι Κρητικοί,
και μετά από φονική μάχη σκότωσαν όλους τους Τούρκους καθώς και τον ίδιο τον
Γετίμ-Αλή, τον οποίο αποκεφάλισαν.
Και πιάνουν τον Γετίμ Αλή, κόβγουν την κεφαλήν του
στο Ρέθυμνο την μπέψασι, να φαν οι γι εδικοί του.
Κ’ εις το τζαμί την πήγασι, να τηνε συντηρούσι (να την βλέπουν)
γονατιστοί επέφτασι, να τήνε προσκυνούσι.
Ο θάνατος
του Γετίμ-Αλή έφερε μεγάλη αναστάτωση στους μουσουλμάνους του Ρεθύμνου, αφού
τον θεωρούσαν έναν από τους γενναιότερους γενίτσαρους της Κρήτης. Ο φανατισμός
των επόμενων ημερών ήταν πρωτοφανής. Ο έτερος σπουδαίος γενίτσαρος Γλυμίδ-Αλής
πρωτοστατούσε σε αυτό το κύμα φανατισμού και σε λαϊκή μάζωξη στο μεϊντάνι του
Ρεθύμνου ορκίστηκε εκδίκηση για τον θάνατο του φίλου του.
Έτσι, μερικές ημέρες αργότερα, στις
25 Ιανουαρίου 1822, ο Γλυμίδης, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος 2.000
γενιτσάρων του Ρεθύμνου, κινήθηκε προς το Ρουσσοσπίτι, που βρίσκονταν
συγκεντρωμένοι με τα σώματα των επαναστατών οι αρχηγοί Τσουδερός, Βουρδουμπάς,
Μελιδόνης, Δεληγιαννάκης και Μανουσέλης. Οι Κρητικοί, με 700 τουφέκια, είχαν
πιάσει οχυρές θέσεις στην περιοχή Ακόνια,
έξω από το Ρουσσοσπίτι.
Η μάχη, αμφίρροπη, κράτησε όλη μέρα. Με
άγριες και χυδαίες βρισιές προκαλούσε ο ένας τον άλλον. Προς το βράδυ, ο
Γλυμίδ-Αλής, με έπαρση και εγωισμό, χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο, ξεχύθηκε
με γυμνό το γιαταγάνι του εναντίον των Κρητικών, ώστε να παρασύρει και τους
άλλους Τούρκους σε μια γενική έφοδο. Ο ιστορικός Παπαδοπετράκης αναφέρει την
προκλητική στιχομυθία ανάμεσα στον αρχιγενίτσαρο και τον Καλλικρατιανό
οπλαρχηγό Πέτρο Παπαδάκη που έκαναν τον Γλυμίδη
να χάσει τον αυτοέλεγχό του: «Σταθήτε
κερατάδες! Σταθήτε ταυλόπιστοι, μη φύγετε να σας εδείξω εγώ πώς πολεμούνε οι
άντρες». Για να του απαντήσει ο Παπαδάκης: «Πολέμα κι εσύ Μπουρμά με την όρεξή σου και βλέπου μη γυρίσεις πρώτος τη
ράχη σου, ως είσαι μαθημένος. Πολέμα, αν είσαι άντρας, μα ορπίζω (ορκίζομαι)
στον θεό να μη γυρίσεις πλιο ζωντανός να σε ξαναδή η μάνα σου, διάλε τη μάνα
σου!».
Βλέποντας ο Ανδρέας Μανουσέλης τον Γλυμίδ-Αλή
να εφορμά, ξεχύνεται κι αυτός εναντίον του. Με μια δυνατή σπαθιά, τον βρίσκει
απροετοίμαστο και του φεύγει το γιαταγάνι από το χέρι. Άοπλος, πλέον, ο
Γλυμίδαλής τα χάνει. Με μια αστραπιαία κίνηση ο Μανουσέλης καταφέρνει δεύτερο,
τρομερό, χτύπημα στον γενίτσαρο και του κόβει το κεφάλι, το οποίο πέφτει κάτω.
Μέσα σε βροχή από σφαίρες, παίρνει το κεφάλι του και το στερεώνει στο μακρύ
καριοφίλι του, κραδαίνοντάς το επιδεικτικά προς το μέρος των Τούρκων. Οι
Τούρκοι, βλέποντας νεκρό τον ηρωικό αρχηγό τους, αρχίζουν την άτακτη υποχώρηση.
Πάνω από εκατό νεκρούς άφησαν στη
μάχη στα Ακόνια οι μουσουλμάνοι, ενώ οι επαναστάτες συνέλαβαν τον Μουζούρ-Αγά,
μαζί με τον σημαιοφόρο του καθώς και μερικούς άλλους από τους σημαντικότερους
μουσουλμάνους του Ρεθύμνου, τους οποίους αντάλλαξαν τις επόμενες ημέρες με
χριστιανούς που οι Τούρκοι είχαν φυλακισμένους στις φυλακές του Ρεθύμνου.
Η δεύτερη αυτή, αλλεπάλληλη ήττα των
Τούρκων σε μικρό χρονικό διάστημα τους έκανε να κλειστούν στα τείχη του
Ρεθύμνου και να μην τολμούν, πλέον, εξόδους. Παράλληλα, ο χαμός και του
δεύτερου αρχιγενίτσαρου του Ρεθύμνου, Γλυμίδ-Αλή, έφερε κλάμα και οδυρμό στους
μουσουλμάνους της πόλης, που έβλεπαν ότι οι ομόθρησκοί τους δεν ήταν ανίκητοι.
Η λαϊκή κρητική μούσα τραγούδησε τον
θάνατο και του Γλυμίδη, που τόσα κακά είχε διαπράξει εναντίον των χριστιανών.
Γεις Σφακιανός εχύθηκε, ωσαν το περιστέρι
και του κοψεν την κεφαλή, με το δεξίον του χέρι.
Και του κοψεν την κεφαλή, τ’ Αλή του Γλυμιδάκη
κ’ εβάσταν τη στη στη χέραν του, ωσάν το μπαϊράκι.
Γλυμίδη το κεφάλι σου, το πολυπαινεμένο
του Ρούσου (Βουρδουμπά) το επήγασι στο αίμα κυλισμένο.
Γλυμίδη και Γετίμη μου, όμορφο παληκάρι
οι Σφακιανοί σε πιάσασι κ’ είναι ντροπή μεγάλη.
Γλυμίδη το κεφάλι σου, που ‘βανες τα τσιτσέκια (λουλούδια)
κ’ εδά το χουσ’ οι Σφακιανοί, σημάδι στα τουφέκια.
Γλυμίδη το κεφάλι σου, το ‘χουσι κρεμασμένο
και τ’ αποδέλοιπο κορμί το ‘χουσι πεταμένο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·
Ζαμπελίου,
Κριτοβουλίδη, Ιστορία των επαναστάσεων
της Κρήτης – συμπληρωθείσα υπό Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη, Αθήναι, 1971.
·
Κριάρης
Αριστείδης, Πλήρης συλλογή Κρητικών
δημωδών ασμάτων, Εν Αθήναις, 1920.
·
Μουρέλλος
Δ. Ιωάννης, Ιστορία της Κρήτης,
Ηράκλειον, 1931.
·
Παπαδοπετράκης
Γρηγόριος, Ιστορία των Σφακίων,
Αθήναι, 1971.
·
Ψιλάκης
Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης, Τ. Γ’,
Εκδόσεις Μινώταυρος, Χανιά, χ.χ.
Σχόλια