Η μάχη του Μπιριτσί Κουλέ κατά την επανάσταση του 1821
Βρισκόμαστε στο 2ο έτος της επανάστασης του 1821. Ήδη από τον Μάιο του 1821 η επανάσταση έχει ξεκινήσει, δειλά, και στην Κρήτη, παρόλο που οι συνθήκες δεν ευνοούν. Το τουρκικό στοιχείο υπερισχύει στο νησί έναντι του χριστιανικού, ενώ οι Κρήτες διαθέτουν ελάχιστο οπλισμό, σε σχέση με τους Τούρκους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νησί υπήρχαν συνολικά μόνο 1.200 όπλα, εκ των οποίων τα 800 στα Σφακιά, ενώ τα υπόλοιπα στις ορεινές περιοχές της δυτικής, κυρίως, Κρήτης. Αλλά και τα πολεμοφόδια ήταν ελάχιστα, αφού οι Κρητικοί, παραδοσιακά, αναγκάζονταν να αγοράζουν την πυρίτιδα από αγορές εκτός της Μεγαλονήσου.
Από την αρχή της επανάστασης φάνηκε
καθαρά ο τρόπος που θα κινούνταν οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Οι Τούρκοι
κλείστηκαν στα τρία μεγάλα κάστρα του νησιού (Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο),
αφού τα τείχη των πόλεων τους έδιναν την απαιτούμενη ασφάλεια. Από εκεί, με
μεγάλα εκστρατευτικά σώματα, επιχειρούσαν στοχευμένες επιθέσεις εναντίον των
επαναστατημένων περιοχών, κυρίως των Σφακίων, καταστρέφοντας και καίγοντας τα
πάντα στο πέρασμά τους, ξεσπώντας, κυρίως, στα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα και
στους υπερήλικες που δεν μπορούσαν να αμυνθούν.
Οι επαναστάτες, από την πλευρά τους,
μην έχοντας οργανωμένο στρατό και τα απαραίτητα πολεμοφόδια, προτιμούσαν την
τακτική του κλεφτοπολέμου. Σε μικρές ομάδες επιτίθενταν εναντίον των Τούρκων
προκαλώντας τους όσο το δυνατόν μεγαλύτερες φθορές, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν
να δυσχεράνουν την προέλαση των εκστρατευτικών σωμάτων των Τούρκων όταν αυτά
έβγαιναν από τα κάστρα του νησιού. Ο στόχος ήταν προφανής: Οι επαναστάτες να
γίνουν κύριοι της υπαίθρου, αναγκάζοντας τους αντιπάλους να παραμένουν
κλεισμένοι στην ασφάλεια των πόλεων.
Τον Ιανουάριο του 1822 οι Τούρκοι του
Ρεθύμνου υπέστησαν δύο σημαντικές ήττες, που είχαν κυρίως ψυχολογικό αντίκτυπο
στο φρόνημά τους, αφού έχασαν δύο από τους πιο αντρειωμένους αρχηγούς τους. Ο
περιβόητος για τις ωμότητές του εναντίον των χριστιανών, Τουρκοκρητικός
γενίτσαρος Αλί Γετήμ (Γετιμαλής)[1],
σκοτώθηκε στο Μοναστήρι του Αρκαδίου, μαζί με τον γιο του, από επαναστάτες
Κρητικούς, μαζί με όλους τους άνδρες του, το οποίο είχε καταλάβει μαζί με
άλλους 70 από τους γενναιότερους Ρεθυμνιών Τούρκων. Όταν το άσχημο νέο
μαθεύτηκε στο Ρέθυμνο, ο άλλος φοβερός, για την αγριότητά του Τουρκοκρητικός γενίτσαρος,
ο Αλί Γλυμίδης (Γλυμιδαλής), ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του
φίλου και ομόθρησκού του. Με εκστρατευτικό σώμα από 2.000 «μαχιμοτάτους» και
καλά οπλισμένους Τούρκους επιτέθηκε στους επαναστάτες που ενέδρευαν γύρω από
την πόλη. Στη θέση «Ακόνια[2]»
έγινε φονική, αμφίρροπη, μάχη που κράτησε όλη την ημέρα. Στη δίνη της μάχης ο
Σφακιανός Ανδρέας Μανουσέλης βλέποντας τον Γλυμίδη να πέφτει νεκρός από κάποιο
βόλι, του έκοψε το κεφάλι και ως τρόπαιο το στερέωσε στην άκρη του όπλου του
επιδεικνύοντάς το στους αντιπάλους. Οι Τούρκοι, έντρομοι που έχασαν τον αρχηγό
του, υποχώρησαν προς την πόλη του Ρεθύμνου, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πάνω
από 100 νεκρούς, ενώ πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι, που αντηλλάγησαν αργότερα με
άλλους Κρητικούς αιχμαλώτους.
Παίρνοντας θάρρος από αυτές τις δύο
σπουδαίες νίκες οι Κρητικοί εισέβαλαν υπό την αρχηγία του Θ. Χούρδου, Αντώνη
Μελιδόνη[3]
και Αλέξανδρου Μαυροθαλασσίτη[4]
στον Μυλοπόταμο για να καθαρίσουν και αυτή την περιοχή από τους Τούρκους. Σε
φονική μάχη που έγινε σκοτώθηκαν 150 Τούρκοι και είχαν άλλους τόσους
τραυματίες, ενώ οι επαναστάτες είχαν μόλις 17 απώλειες. Οι Κρητικοί καταδίωξαν
τους αντιπάλους τους μέχρι το φρούριο του Ρεθύμνου.
Ο κλοιός γύρω από το κάστρο του
Ρεθύμνου έσφιγγε σταδιακά για τους Τούρκους. Οι επαναστάτες, κερδίζοντας τη μία
μάχη μετά την άλλη πλησίαζαν στην πόλη, την οποία είχαν σκοπό να πολιορκήσουν
και να καταλάβουν σύμφωνα με το σχέδιο του Γάλλου φιλέλληνα και αξιωματικού Ιωσήφ
Βαλέστ (Βαλέστρα).
Στις 3 Φεβρουαρίου 1822 τα αδέρφια
Στρατής και Ιωσήφ[5]
Δεληγιαννάκης[6], μετά
από συνεννόηση με ένοπλους Αμαριώτες και Μυλοποταμίτες, με επικεφαλής τον
Αντώνη Μελιδόνη, καθώς και με τους Τσουδερούς από τον Άη Βασίλη, κατέλαβαν την
περιοχή των Μικρών Ανωγείων, αποκόπτοντας, ουσιαστικά την πόλη και από την
περιοχή των χωριών του Βρύσινα. Παράλληλα, κατέλαβαν και την περιοχή του
ποταμού Πλατανέ, με σκοπό τη διενέργεια μάχης στην περιοχή «θέσιν μάλλον
ευνοϊκοτέραν εις τους Έλληνας». Με αυτόν τον τρόπο θα απέκοπταν την πόλη και
από τα ανατολικά, αφού ο πλατανιανός ποταμός, σε μια χρονική περίοδο που
σίγουρα θα ήταν «φουσκωμένος» λόγω των βροχοπτώσεων του χειμώνα, είχε μόνο την
παλιά βενετσιάνικη γέφυρα (Μέσα Καμάρα) σαν δίοδο επικοινωνίας του Ρεθύμνου με
τις ανατολικές περιοχές του νομού αλλά και της Κρήτης.
Από εκείνο το σημείο ο Στρατής
Δεληγιαννάκης με τους άνδρες του επιτέθηκαν εναντίον των Περιβολίων στο οποίο
οι Τούρκοι θα πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση αφού εκεί υπήρχε ο Μπιριτσί Κουλές,
το τελευταίο προπύργιο των Τούρκων πριν την πόλη του Ρεθύμνου, τον οποίον είχαν
οχυρώσει κατάλληλα και επανδρώσει με ικανό αριθμό στρατιωτών.
Δεν γνωρίζουμε αν στη μάχη αυτή
συμμετείχαν και κάτοικοι των Περιβολίων, ή είχαν εγκαταλείψει την περιοχή. Τον
προηγούμενο Ιούνιο του 1821, με τη γνωστοποίηση της έκρηξης της επανάστασης στο
νησί, οι μουσουλμάνοι του Ρεθύμνου, αφού φυλάκισαν τον επίσκοπο Γεράσιμο
Περδικάρη, σκότωσαν πάνω από 100 φιλήσυχους και άοπλους χριστιανούς κατοίκους
της πόλης του Ρεθύμνου. Στη συνέχεια, για τρεις ημέρες, ξεχύθηκαν στα πέριξ της
πόλεως, λεηλατώντας, αιχμαλωτίζοντας και σκοτώνοντας όποιον έβλεπαν στο διάβα
τους. Από τη μανία τους δεν γλίτωσαν ούτε τα Περιβόλια, αφού ήταν το
κοντινότερο προάστιο στην πόλη, σκοτώνοντας περίπου 60 κατοίκους, που δεν είχαν
προλάβει να κρυφτούν ή να καταφύγουν σε ορεινά μέρη. Πιθανολογούμε, λοιπόν, ότι
τα Περιβόλια, την ημέρα της μάχης, με το κλίμα φόβου και τρομοκρατίας που
επικρατούσε, θα είχαν εγκαταλειφθεί από τους χριστιανούς κατοίκους τους, που θα
είχαν καταφύγει σε πιο ασφαλή μέρη, μακριά από την πόλη, που ήταν η βάση των
μουσουλμάνων.
Έντρομοι οι Τούρκοι του Ρεθύμνου, με
τον φόβο ότι θα έχαναν το τελευταίο τους οχυρό πριν την πόλη, όρμησαν έξω από
τα τείχη με επικεφαλής τον Οσμάν πασά. Η μάχη ήταν πεισματική και αμφίρροπη και
διήρκεσε μέχρι το βράδυ. Πολλές φορές οι αντίπαλοι συγκρούστηκαν σώμα με σώμα.
Τα πυροβόλα όπλα έδωσαν τη θέση τους στα γιαταγάνια και τις σπάθες και η μάχη
διεξαγόταν προς το γυρογυάλι με απίστευτη σφοδρότητα. Κατά τη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε στο
μάτι[7]
ο Νικόλαος Δαμβέργης[8].
Βλέποντάς τον ο αδερφός του Κωνσταντίνος, που πολεμούσαν πλάι πλάι, όρμησε στον
Τούρκο που είχε πυροβολήσει τον αδερφό του «καταβαλών πάραυτα τον τρώσαντα τον
αδελφό του διά του πελώριου λάζου του».
Για μια στιγμή κινδύνευσε και ο ίδιος
ο Οσμάν πασάς και αναγκάστηκε να αποσυρθεί μέσα στην πόλη, αφού οι χριστιανοί
προσπαθούσαν να του κόψουν την υποχώρηση και να τον ρίξουν είτε στη θάλασσα
είτε στα χέρια τους. Ο σημαιοφόρος του πασά, Μουραμπούτης, χάνει το ένα του
δάχτυλο από μια μαχαιριά, τη στιγμή που τρομοκρατημένος προσπαθούσε να τυλίξει
τη σημαία του και να ακολουθήσει τον πασά.
Εν τέλει επικράτησαν οι Κρητικοί που
λίγο έλειψε να ρίξουν τους Τούρκους στη θάλασσα, καταδιώκοντάς τους μέχρι το
φρούριο του Ρεθύμνου, όπου οι Τούρκοι κατάφεραν να ανακόψουν την προέλασή τους
προς τα τείχη της πόλης, στην Πόρτα της Άμμου, με πυκνά πυρά και
κανονιοβολισμούς.
Στη μάχη έχασαν τη ζωή τους πολλοί
Τούρκοι, ενώ μόνο 30 από τους Κρητικούς. Υπήρξαν όμως και πολλοί τραυματίες,
ανάμεσα στους οποίους και ο γενναίος Μυλοποταμίτης Σκορδύλης.
Οι επαναστάτες δεν μπορούσαν να
παραμείνουν σε αυτά τα προχωρημένα σημεία. Λαφυραγώγησαν τους νεκρούς Τούρκους,
παίρνοντας οπλισμό και πολεμοφόδια και μάζεψαν όσες προμήθειες μπορούσαν από τα
μετόχια και τις αγροικίες που είχαν εγκαταλείψει οι Μουσουλμάνοι και στη
συνέχεια αποσύρθηκαν προς την Αμνάτο για να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις
τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·
Δετοράκης Θεοχάρης, Ιστορία
της Κρήτης, Ηράκλειο, 1990.
·
Ζαμπελίου
& Κριτοβουλίδη, Ιστορία των
επαναστάσεων της Κρήτης, Αθήναι, 1971.
·
Κριάρης Παναγιώτης, Ιστορία
της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τέλους της επαναστάσεως του 1866,
Εν Χανίοις, 1902.
·
Μουρέλλος Δ. Ιωάννης, Ιστορία
της Κρήτης, Ηράκλειον 1931.
·
Παπαδοπετράκης Γρηγόριος, Ιστορία
των Σφακίων, Αθήναι 1971.
·
Ψιλάκης
Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης, Τ. Γ’,
Μινώταυρος, Αθήνα, χ.χ.
[1] Ο Γετιμαλής καταγόταν από το χωριό Κυριάννα. Κρατούσε κάτω από τον ζυγό του όλη σχεδόν την επαρχία Ρεθύμνου. Αιμοβόρος και ασελγής, είχε διαπράξει πλείστα κακουργήματα εναντίον των χριστιανών.
[2] Η περιοχή Ακόνια βρίσκεται νότια του χωριού Ρουσσοσπίτι, στον δρόμο που ανεβαίνει στο όρος Βρύσινας, εκεί που σήμερα βρίσκεται η δεξαμενή ύδρευσης του οικισμού.
[3] Ο Αντώνης Μελιδόνης καταγόταν από το χωριό Μελιδόνι. Νέος εγκατέλειψε την Κρήτη και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, η οποία τον έστειλε σε διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας να μυήσει και άλλους στον ιερό αγώνα. Με την έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη, επανήλθε στο νησί όπου πήρε μέρος σε πολλές μάχες επιδεικνύοντας μεγάλη τόλμη και ανδρεία. Γι αυτές τους τις υπηρεσίες έλαβε τον μεγαλύτερο στρατιωτικό βαθμό, αυτόν του Πεντακοσίαρχου.
[4] Ο Αλέξανδρος Μαυροθαλασσίτης καταγόταν από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Στη Σάμο γνωρίστηκε με Κρητικούς και όταν πληροφορήθηκε την έκρηξη της επανάστασης στο νησί δεν δίστασε να έρθει να αγωνιστεί για την ελευθερία του. Είχε ψηλό και μεγαλοπρεπές ανάστημα και αγαθή ψυχή. Ήταν επικεφαλής στρατιωτικού σώματος 150 ανδρών, πολλοί εκ των οποίων κατάγονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
[5] Ο Ιωσήφ έλαβε αργότερα τον βαθμό του Συνταγματάρχη του ελληνικού Στρατού.
[6] Οι αδελφοί Δεληγιαννάκηδες ήταν συνολικά έξι αδέρφια, όλοι τους άνδρες: Γεώργιος, Στρατής, Εμμανουήλ, Ιωσήφ, Θεόδωρος και Βαρδής. Η καταγωγή τους ήταν από το χωριό Ασφένδου Σφακίων. Ο Γεώργιος, από την αρχή κιόλας της επανάστασης, λόγω των ικανοτήτων του και της ανδρείας του προήχθη σε Πεντακοσίαρχο. Σκοτώθηκε σε μάχη στον Αρμενόκαμπο τον Οκτώβρη του 1822. Ο Εμμανουήλ έπεσε ηρωικά στο Αρκάδι πολεμώντας εναντίον του Γετιμαλή.
[7] Ανάρρωσε πλήρως, αφού το τραύμα του περιποιήθηκε ο περίφημος, τότε, χειρουργός Χατζή Πωλιός. Δάκρυζε μόνο λίγο, έκτοτε, αφού το βόλι είχε περάσει πίσω από το κεφάλι του.
[8] Ήταν ο πρωτότοκος γιος του εύπορου και Ρεθυμνιώτη Χατζή Ιωάννη Δαμβέργη, που ήταν Γραμματέας επί των Οικονομικών της Κρήτης (Μινίστρος) στη Διοικητική Επιτροπή κατά τα πρώτα έτη της επανάστασης. Ο Νικόλαος, νεαρός ακόμα, είχε πυροβοληθεί ένα πρωινό, βγαίνοντας από το σπίτι του, από κάποιον νεαρό Τούρκο, αλλά χωρίς να πληγωθεί. Με την έναρξη της επανάστασης κατέφυγε στα Σφακιά όπου μπήκε στα επαναστατικά σώματα των Δεληγιαννάκηδων, που ήταν και συγγενείς. Εκτός από γενναίος αγωνιστής, διέπρεψε και ως Γραμματέας του Συμβουλίου Κρήτης μέχρι το τέλος της επανάστασης. Σε αυτόν οφείλεται η διάσωση των επίσημων εγγράφων της επανάστασης της Κρήτης, στα οποία στηρίχθηκε ο Κριτοβουλίδης για να γράψει την Ιστορία της κρητικής επανάστασης. Πέθανε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1866, εργαζόμενος ως απλός λιμενικός υπάλληλος.
Σχόλια