Ποτέ την Κυριακή


 

           
 Η Βούλα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Με ανυπομονησία περίμενε την πρώτη Κυριακή των χειμερινών εκπτώσεων. Όλη μέρα καθόταν με τις ώρες στο ίντερνετ και κοίταζε τα ρούχα και τα παπούτσια στις ιστοσελίδες των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων.


            «Την Κυριακή θα πάμε στα Χανιά» ξεφούρνισε την Παρασκευή το μεσημέρι στον άντρα της την ώρα που έτρωγαν. «Να κάνουμε τι;» την ρώτησε ο Παναγιώτης με τη μπουκιά στο στόμα. «Καλά με δουλεύεις;» του απάντησε η Βούλα.  «Την Κυριακή τα μαγαζιά θα είναι ανοιχτά. Δεν το ξέρεις;» Και πριν προλάβει ο Παναγιώτης να αρθρώσει λέξη συνέχισε: «Θα πάμε στα Χανιά να ψωνίσουμε. Έχουμε τόσες ανάγκες!» Εκεί ο Παναγιώτης άφησε το πιρούνι κάτω. Το πράγμα άρχισε να σοβαρεύει. «Τι ανάγκες έχουμε ρε Βούλα; Με δουλεύεις; Ανάγκες έχουμε να πληρώσουμε το νοίκι και τα φροντιστήρια των παιδιών. Δυο μήνες χρωστάμε στα Αγγλικά».

            Σιγά μην μπορούσε να αντισταθεί ο Παναγιώτης. Τι κι αν της είπε ότι και στο Ρέθυμνο έχουν μαγαζιά, ότι είναι αντιεργατικό το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές, ότι είναι επικίνδυνος ο δρόμος, ότι δεν έχουν λεφτά… Η Βούλα εκεί! Αμετάπειστη. Από τότε που την είχαν απολύσει από το σούπερ μάρκετ που δούλευε, πριν από δύο χρόνια, την είχε πιάσει αμόκ. Ενώ ο καημένος ο Παναγιώτης δούλευε από ήλιο σε ήλιο για να τα φέρει βόλτα, η καλή του προσπαθούσε να κάνει τη μεγάλη ζωή. Κομμωτήριο και νύχια δυο φορές την εβδομάδα, και κάθε μέρα στα μαγαζιά για ψώνια. Είχε δεν είχε χρήματα στο πορτοφόλι.

            Και πήγαν την Κυριακή για ψώνια στα Χανιά. Αυτό που έβλεπε ο Παναγιώτης δεν το χωρούσε ο νους του. Οι εμπορικοί δρόμοι πλημμύριζαν από κόσμο. Τα μαγαζιά ασφυκτικά γεμάτα. «Είδες;» του έλεγε η Βούλα. «Όλοι εδώ είναι. Μόνο εσύ κλαίγεσαι». Τι να πει ο καημένος ο Παναγιώτης. Με σκυμμένο το κεφάλι ακολουθούσε τη Βούλα του. Φούσκες έβγαλαν τα πόδια του, αλλά κουβέντα.

            Και βέβαια η Βούλα ξετίναξε την κάρτα. «Με κάρτα θα ψωνίζουμε Παναγιώτη μου», του έλεγε. «Να χτίσουμε και το αφορολόγητο που να μην έχουμε πρόστιμο από την εφορεία».

            Μέτραγε και ξαναμέτραγε ο Παναγιώτης τις αποδείξεις μέχρι που έχασε τον λογαριασμό. Το μόνο που τον απασχολούσε πλέον ήταν να βρει τα χρήματα για το ενοίκιο του μήνα και για τα Αγγλικά των παιδιών.

            Η Βούλα πάντως το καταυχαριστήθηκε! «Μεγάλη υπόθεση τις Κυριακές ανοιχτά τα μαγαζιά» του έλεγε καθώς επέστρεφαν. «Να μπορεί να ψωνίζει με άνεση κι ο κόσμος»…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Υγειονομική έκθεση των εστιατορίων του Ρεθύμνου του 1902

Η παραδοσιακή κρητική φορεσιά στο πέρασμα του χρόνου