Στον χορό των ντεσιμπέλ


 
Ο Παύλος μένει στον 2ο όροφο σε ένα διαμέρισμα στον παραλιακό δρόμο. Ό,τι οικονομίες είχε, μαζί με ένα δάνειο που πήρε, τα έριξε όλα για να πάρει αυτό το διαμέρισμα. Και καμάρωνε και κόμπαζε για το σπίτι που αγόρασε. Χειμώνας ήταν. «Δεν θα καλοκαιριάσει; Πού θα πάει;» έλεγε. «Θα βγαίνω στη βεραντάρα μου, θα πίνω τη φραπεδιά μου και θα κοιτάζω τη θάλασσα. Ζωάρα!!!».

Αχ! Πού να ‘ξερε ο καψερός ότι θα καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που αγόραζε τέτοιο σπίτι…

Τον βρήκα ένα βραδάκι του Ιουλίου σε ένα καφενεδάκι να πίνει τη μπύρα του και να κρατάει το κεφάλι του. «Καλά βρε Παύλο» του λέω, «εσύ δεν έλεγες ότι θα κάθεσαι στη βεραντάρα σου και θα πίνεις τη φραπεδιά σου και εννιά έχει ο μήνας; Τι έγινε και το έριξες έξω;» «Ανάθεμά την ώρα και τη στιγμή που πήρα το κωλόσπιτο», ξεκίνησε να μου λέει. «Όχι φραπεδιά και βεραντάρα, ούτε να κοιμηθώ δεν μπορώ, είτε μεσημέρι είτε βράδυ». «Καλά, πώς κι έτσι;» τον ρώτησα όλο περιέργεια εγώ, περιμένοντας με ανυπομονησία να μου πει τους λόγους αυτής του της έκρηξης.

«Κοίτα να δεις», μου λέει ο Παύλος, πίνοντας μια κουτσογουλιά από τη μπύρα του. «Την πρώτη μέρα που κάθισα στην έρμη τη βεράντα να απολαύσω κι εγώ ο καημένος το καφεδάκι μου, κατά τις 9 το βράδυ πρέπει να ήταν, περνάει ένα μηχανάκι από κάτω με κομμένη την εξάτμιση και μας ξεσήκωσε όλους. Πριν προλάβει να απομακρυνθεί, να κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο… Σταματημό δεν είχαν τα άτιμα. Κι εκεί που λέω πως ηρέμησα, να κι ένας μάγκας με ένα σαράβαλο, με ορθάνοιχτα τα παράθυρα να ακούει στο τέρμα μουσική. Τι μουσική δηλαδή; Όλο ντάπα-ντούπα ήταν. Ανάθεμα κι αν καταλάβαινες τι έπαιζε! Κι όσο νύχτωνε και τα νεύρα μου γίνονταν τσατάλια, να κι άλλο μηχανάκι, να κι άλλο αυτοκίνητο με τέρμα τη μουσική! Κι εκεί που από τα νεύρα μου και την απελπισία μου, λέω να πάω να την πέσω για ύπνο, λες και μου το κάνανε επίτηδες, λυσσάξανε να περνάνε και μηχανάκια με κομμένες τις εξατμίσεις και αυτοκίνητα με τέρμα τη μουσική τους. Και να γινόταν μόνο μια βραδιά, πάει κι έρχεται! Κάθε βράδυ! Το ακούς; Κάθε βράδυ! Και σκέφτομαι: Καλά, διασκεδάζουν αυτοί οι τύποι με τέτοιο θόρυβο; Δεν ξεκουφαίνονται κι οι ίδιοι;»

Κουνούσα το κεφάλι μου χωρίς να τολμώ να διακόψω τον Παύλο. Άκουγα. Μόνο άκουγα. Τι να του πω; Ότι υπάρχει λογική και εξήγηση σε όλο αυτό; Εμ! Δεν υπάρχει. Πώς να το κάνουμε!  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Υγειονομική έκθεση των εστιατορίων του Ρεθύμνου του 1902

Η παραδοσιακή κρητική φορεσιά στο πέρασμα του χρόνου