Η καθοριστική συμμετοχή των Σφακιανών στην επανάσταση του 1821 στην Κρήτη

 

Η επανάσταση του 1821 είναι το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός του 19ου αιώνα για την Ελλάδα. Είναι το γεγονός εκείνο που οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους το 1830 και η απαρχή για τους μεγάλους απελευθερωτικούς αγώνες που οδήγησαν, σταδιακά, στην προσάρτηση και άλλων εδαφών, με αμιγώς ελληνικούς πληθυσμούς, στο ελληνικό κράτος. Η Κρήτη, παρόλο που συμμετείχε σχεδόν εξ’ αρχής στην επανάσταση του 1821, δεν ευτύχησε να συμπεριληφθεί στο νεοπαγές ελληνικό κράτος, παρόλο που πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος κατά τη δεκάχρονη επαναστατική περίοδο.

Σημαντική και καταλυτική υπήρξε η συμβολή των κατοίκων της επαρχίας Σφακίων στην επανάσταση. Μια επανάσταση που ήρθε μετά από 50 χρόνια από την αποτυχημένη επανάσταση του Δασκαλογιάννη, το 1770, η οποία είχε ως επίκεντρο τα Σφακιά. 

Ο Ιωάννης Βλάχος (Δασκαλογιάννης)

Η δύναμη του νησιού σε άντρες, στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν τραγικά μικρή. Οι καταπιέσεις των Τούρκων, που ακολούθησαν το οικτρό τέλος της επανάστασης του Δασκαλογιάννη, μείωσαν τον χριστιανικό πληθυσμό δραματικά, με αποτέλεσμα τις παραμονές της επανάστασης οι δυο πληθυσμοί, χριστιανικός και μουσουλμανικός, να είναι περίπου ισάριθμοι, χωρίς να ξεπερνούν και οι δυο μαζί τις 300.000 ψυχές. Επίσης, η οικονομική ευρωστία των Σφακιανών είχε πληγεί σε μεγάλο βαθμό και είχαν χάσει μεγάλο μέρος του εμπορικού τους στόλου, που αποτελούσε την αιχμή του δόρατος της οικονομίας της επαρχίας. 

Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί η ελλιπής προετοιμασία και οργάνωση της επανάστασης στην Κρήτη από την Φιλική Εταιρεία. Αν και η Εταιρεία συστάθηκε το 1814, ο πρώτος Κρητικός μυήθηκε το 1818 στο Ιάσιο της Μολδαβίας και ήταν ο Αμαριώτης έμπορος και διπλωμάτης Εμμανουήλ Βερνάρδος.

Η μύηση των Κρητών εντάθηκε τα επόμενα χρόνια, αλλά χωρίς να φτάσει ποτέ σε αξιόλογα επίπεδα. Οι περισσότερες μυήσεις πραγματοποιήθηκαν στη Σμύρνη και στο Κουσάντασι, ενώ καμιά δεν έγινε στην Κρήτη. Το 1820 ξεκίνησαν οι μυήσεις της Εταιρείας στην Κρήτη, κυρίως στα Σφακιά και στα Χανιά, ενώ λιγότερες είχαμε στο Ρέθυμνο και ακόμα λιγότερες στο Ηράκλειο, ενώ στο Λασίθι δεν υπήρξε καμιά μύηση Φιλικού. Υπάρχουν καταγεγραμμένες 85 μυήσεις Κρητών. Από αυτούς οι 55 μυήθηκαν στην Κρήτη, ενώ οι υπόλοιποι σε διάφορα άλλα μέρη, κυρίως εκτός Ελλάδας. Σημαντικός, σε σχέση με τον πληθυσμό της επαρχίας, είναι ο αριθμός των Σφακιανών που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, κυρίως από το 1820 και μετά, και φτάνει τους 20.

Αναγνώστης Μανουσογιαννάκης. Ένας από τους πρώτους Φιλικούς των Σφακίων.

 Θεωρώ σκόπιμο ότι θα πρέπει να αναφερθούν. Ιωάννης Μπιράκης, Αναγνώστης Μανουσογιαννάκης, Αναγνώστης Παναγιώτου, Αναγνώστης Ψαρουδάκης, Αναγνώστης Χ’’Ιωάννου, Ανδρέας Φασουλής, Γεώργιος Δασκαλάκης (Τσελεπής), Ρούσος Βουρδουμπάς, Χατζή Μιχάλης Χιονιάς, Μιμίκος Βολουδάκης, Γεώργιος Πωλογιάννης, Ανδρέας Κριαράς, Αναγνώστης Γρηγοράκης, Σταυριανός Γιαλεράκης, Αναγνώστης Πρωτοπαπαδάκης, Πρωτοπαπάς Γεώργιος Μοράκης, Ιωσήφ Κουκουτζάκης, Σταυριανός Μπίρης και Τζουπάκης.

Γενίτσαροι σε παρέλαση.

 Σε αυτό το κομβικά, ιστορικά, σημείο, ο τακτικός οθωμανικός στρατός της Κρήτης ανερχόταν περίπου στους 12.000 στρατιώτες, χωρίς σε αυτούς να υπολογίσουμε και τα σώματα των ατάκτων που οπλίζονταν σε κάθε επανάσταση. Επιπρόσθετα, ο οθωμανικός στρατός διέθετε άφθονα όπλα και πολεμοφόδια, ιππικό και πυροβολικό, καθώς και οργανωμένη επιμελητεία, απαραίτητη σε κάθε πολεμική σύγκρουση και εκστρατεία.

Αρχές Μαρτίου του 1821, ο Νικόλαος Καρατζάς, απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας, έφτασε στα Σφακιά και μύησε αρκετούς προύχοντες της περιοχής,  Ήταν πλέον κοινό μυστικό, τουλάχιστον στα Σφακιά, ότι η επανάσταση δεν θα αργούσε.  Άμεσα οι Σφακιανοί, με πρόχειρο έρανο, φόρτωσαν με γεννήματα το βρίκι του παπά Πολάκι από την Ανώπολη και με καπετάνιους τον Μάρκο Δασκαλάκη και τον Ανδρέα Λαδά και με διαχειριστή τον Γεώργιο Τσελεπή, εγγονό του Δασκαλογιάννη, ξεκίνησαν με εντολή να πουλήσουν το φορτίο τους στην Κωνσταντινούπολη και να αγοράσουν όπλα και πολεμοφόδια για τον επικείμενο αγώνα.

Γεώργιος Δασκαλάκης (Τσελεπής).

 Το καράβι των Σφακιανών μόλις είχε αρχίσει τις προμήθειές του στην Πόλη, όταν, στις 14 Μαρτίου, άρχισαν οι μεγάλες σφαγές των χριστιανών, αφού οι Τούρκοι είχαν ήδη πληροφορηθεί την κήρυξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Βιαστικά επέστρεψαν στην Κρήτη, με όσο πολεμικό υλικό κατάφεραν να προμηθευτούν και ανήγγειλαν στα Σφακιά τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη.

Σχεδόν αυθόρμητα και χωρίς ουσιαστική συνεννόηση, μαζεύτηκαν στην απόμερη παραλία των Γλυκών Νερών των Σφακίων την Μεγάλη Πέμπτη, 7 Απριλίου 1821, οι πιο κοντινοί  αρχηγοί και καπεταναίοι των Σφακίων για μια πρώτη εκτίμηση των γεγονότων. Αποφάσισαν να καλέσουν τις επόμενες ημέρες, στο Λουτρό, Γενική Συνέλευση όλων των καπεταναίων των Σφακίων, ώστε από κοινού να εκτιμήσουν την κατάσταση και να προγραμματίσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Οι γιορτινές ημέρες του Πάσχα που ακολούθησαν έδωσαν τη δυνατότητα στις μεγάλες οικογένειες των Σφακιανών να παραμερίσουν τα πάθη και τις έριδες που παραδοσιακά τους κρατούσαν διαιρεμένους και όλοι μαζί να συνταχθούν για τη Μεγάλη Ιδέα. 

Ο όρμος στο Λουτρό Σφακίων.

Στις 15 Απριλίου πραγματοποιήθηκε στην Παναγία του Λουτρού Γενική Συνέλευση όλων των καπεταναίων και των Προκρίτων των Σφακίων. Εκεί εξελέγη εξαμελής επιτροπή του Αγώνα, με την επωνυμία Καγκελαρία των Σφακίων, η οποία  αποτελούνταν από τον Πρωτόπαπα των Σφακίων Γεώργιο Μοράκη, Χατζή Ιωάννη Πωλιουδάκη,  Σήφη Παπαδάκη, Στρατή Βουρδουμπά, Ανδρέα Κριαρά, Αναγν.Ψαρουδάκη, ενώ γραμματέας ορίστηκε ο Ηρακλειώτης Δημήτριος Φλαμπουριάρης. Η σφραγίδα της Καγκελαρίας ήταν εικόνα της Παναγίας που έφερε την επιγραφή "Παναγία του Λουτρού".

Στο Λουτρό ελήφθησαν και οι πρώτες αποφάσεις: Να μην εκδηλωθεί καμιά απολύτως δράση προτού προμηθευτούν τις αναγκαίες ποσότητες όπλων και πυρομαχικών. Να γίνει γενική εισφορά των κατοίκων σε χρήματα και είδη για να γίνει η αγορά των πολεμοφοδίων. Να ειδοποιηθούν οι Φιλικοί και των άλλων επαρχιών, να μην προβούν σε καμιά εσπευσμένη ενέργεια. Οι πλοιοκτήτες που βρίσκονταν στα λιμάνια των Σφακίων να παραδώσουν όσα πολεμοφόδια είχαν, για έναν πρώτο εφοδιασμό, για κάθε ενδεχόμενο.

Πρώτος ο Ανδρέας Φασούλης, εμποροπλοίαρχος από την Ανώπολη, παρέδωσε 360 οκάδες μπαρούτι και ανάλογες ποσότητες μολύβδου και χαρτιού, ενώ και οι υπόλοιποι καπετάνιοι παρέδωσαν μικρότερες ποσότητες, λαμβάνοντας χρεωστικές αποδείξεις από την Καγκελαρία.  Παράλληλα, και ο υπόλοιπος λαός των Σφακίων κατέθεσε ό,τι μπορούσε ο καθένας: Παλιά όπλα, ζώα, τυρί, μέλι, κερί, ενώ πολλές γυναίκες προσέφεραν διαφόρων ειδών υφάσματα, κιλίμια, είδη οικοτεχνίας, κειμήλια και κοσμήματα. Όλα αυτά τα είδη απέστειλαν με το πλοίο του  Τσουράκη στη Μάλτα για να πουληθούν και να αγοραστούν όπλα και πολεμοφόδια. Ταυτόχρονα αποφασίστηκε να συναφθεί δάνειο ανάμεσα στο Κοινόν και στους Σφακιανούς που είχαν την οικονομική ευρωστία, ώστε να αγοραστούν και άλλα όπλα. Έτσι, ο Αναγνώστης Παναγιώτου ή Πωλίδης, που είχε οριστεί και υπεύθυνος των ναυτικών επιχειρήσεων από την Καγκελαρία, κατέθεσε 7.857 δίστηλα τάληρα, ο Πρωτοπαπάς Γεώργιος 2.800 και άλλοι μικρότερα ποσά, ώστε τελικά μαζεύτηκε το ποσό των 24.000 δίστηλων και μαζί με τις εισφορές σε είδη, το τελικό ποσό ανήλθε σε 54.000 δίστηλα τάληρα.

Ταυτόχρονα, περί τα μέσα του Απρίλη κατέφθασαν στο Λουτρό  δύο πλοία μεταφέροντας από τη Σμύρνη 200 βαρέλια μπαρούτη. Αμέσως, άρχισαν να κατασκευάζονται φυσέκια. Ο Οσμάν πασάς του Ρεθύμνου πληροφορήθηκε την προμήθεια της πυρίτιδας και με γραπτή εντολή ζήτησε από τους Σφακιανούς να του παραδώσουν όλη την ποσότητα. Αυτοί, προφασιζόμενοι ότι η ποσότητα ήταν μόνο 30 βαρέλια, του παρέδωσαν τα 20, ώστε να καταλαγιάσουν τις υποψίες του Τούρκου διοικητή.

Την ίδια περίοδο, η τριμελής επιτροπή «Ταμείου του Αγώνος», αποτελούμενη από τους Αναγνώστη Παναγιώτου, Στρατή Μπελιβάνη και Γεώργιο Παπαδάκη ή Ξέπαπα, από τον Τζιτζιφέ, με επιστολή της Καγκελαρίας, ταξίδεψε στην Ύδρα με σκοπό να αγοράσει όπλα με χρήματα που είχαν ήδη συγκεντρωθεί.

Στα τέλη Μαΐου, Τούρκοι αξιωματικοί, απεσταλμένοι του Σερίφ πασά του Ηρακλείου, κατέφθασαν στα Σφακιά ζητώντας από τους Σφακιανούς να παραδώσουν τα όπλα που είχαν συλλέξει. Οι Σφακιανοί, προσπάθησαν να τα αποκρύψουν, αναφέροντας σε απαντητική επιστολή στον πασά: «…μόλις μας ευρίσκονται εις κάθε χωριόν 3-4 παλιοντούφεκα, τιποτένια και άχρηστα, αλλ’ ως κι αν είναι τα θέλομεν διά να φυλάγομεν τα ζώα μας από τα άγρια θηρία…». Οι απεσταλμένοι, όμως, του Σερίφ πασά δεν έδειχναν να πείθονται με τις δικαιολογίες των Σφακιανών. Αυτοί, τότε, μετά από αρκετές ημέρες παραμονής των Τούρκων στα Σφακιά, έχασαν την υπομονή τους και τους έδιωξαν λέγοντάς τους: «Λοιπόν, θέλετε τα όπλα μας διά να πάρετε με ευκολίαν ύστερα και την ζωή μας. Δεν σας τα δίδομεν λοιπόν και ας έλθουν οι πασάδες να τα πάρουν. Και εσείς να φύγετε το ντελόγκο (αμέσως) από πα να μην φάτε και την κεφαλή σας».

Η Παναγία η Θυμιανή.

 Στις 29 Μαΐου πραγματοποιήθηκε στην Παναγία τη Θυμιανή στους Κομιτάδες Σφακίων η Γενική Συνέλευση των Κρητών οπλαρχηγών όπου πάρθηκε η τελική απόφαση κήρυξης της επανάστασης στο νησί. Παρόντες ήταν καπετάνιοι από όλη την Κρήτη, αλλά η πλειονότητα ήταν Σφακιανοί.  Οι παρευρισκόμενοι, πάντως, υπερέβαιναν τους 1.500 άνδρες. Εκείνη την ημέρα καταμετρήθηκαν για πρώτη φορά τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους οι Κρητικοί για να αντιπαρατεθούν με τον πολυπληθέστερο οθωμανικό στρατό. Οι ιστορικοί της εποχής δεν συμφωνούν με τον αριθμό των όπλων που βρέθηκαν στη Θυμιανή. Το σίγουρο είναι ότι δεν υπήρξαν παραπάνω από 1.500 τουφέκια, τα περισσότερα εκ των οποίων βρίσκονταν στα χέρια των Σφακιανών. Τα υπόλοιπα ανήκαν στους Ριοζοκυδωνιάτες και στους Αγιοβασιλιώτες.  


Ο Ρούσος Βουρδουμπάς και ο Αναγνώστης Μανουσέλης.

Η Συνέλευση της Θυμιανής ανέδειξε και τους οπλαρχηγούς όλων των επαρχιών της Κρήτης. Εννιά Σφακιανοί, μετά από αρκετές διαφωνίες και αντεγκλίσεις, ανέλαβαν ως επικεφαλής εκστρατευτικών σωμάτων: Ο Γεώργιος Δεληγιαννάκης, Αναγνώστης Πρωτοπαπαδάκης, ο Κοστόπουλος, ο Πολογιώργης, ο Ρούσος Βουρδουμπάς, ο Ανδρέας Παναγιώτου, ο Γεώργιος Δασκαλάκης ή Τσελεπής, ο Βαρδουλομανούσος, ο Αναγνώστης Μανουσέλης και ο Ανδρέας Φασουλής, ως επικεφαλής του στόλου που αριθμούσε περίπου 27 σφακιανά πλοία.

Από αυτούς, Ο Βουρδουμπάς και ο Πολογεώργης ανέλαβαν τις γύρω από τον Ψηλορείτη επαρχίες, ο Ανδρέας Μανουσέλης τα Ρεθεμνιώτικα, ο Γεώργιος Δεληγιαννάκης το Αμάρι, ο Ανδρέας Παναγιώτου την Κυδωνία και ο Γεώργιος Τσελεπής το Σέλινο και την Κίσαμο.



Γεώργιος Τσουδερός, Σήφακας και Μιχαήλ Κουρμούλης.

 Σε αυτούς προστέθηκαν ο Γεώργιος Τσουδερός στον Άη Βασίλη, ο Σήφης Κωνσταντουδάκης ή Σήφακας στον Αποκόρωνα και ο Μιχαήλ Κουρμούλης στη Μεσαρά. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι στο βόρειο τμήμα του Ηρακλείου καθώς και σε ολόκληρο τον νομό Λασιθίου δεν τοποθετήθηκε επικεφαλής, αφού σε αυτές τις περιοχές ήταν δύσκολη, τουλάχιστον στην αρχή, η εκδήλωση της επανάστασης. Η επανάσταση, δηλαδή, θα ξεκινούσε, αρχικά, από τη δυτική, μόνο, Κρήτη.

Στις 14 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη, μικρής κλίμακας, πολεμική σύγκρουση στον Λούλο Χανίων με νικητές τους Κρήτες. Είναι η πρώτη επίσημη μάχη της δεκάχρονης κρητικής επανάστασης του 1821 στην Κρήτη. Λίγα όπλα έπεσαν στα χέρια των επαναστατών, αλλά η νίκη τους είχε μεγάλη συμβολική σημασία.

Μετά την πρώτη έκπληξη των Τούρκων και τις πρώτες μικρές επιτυχίες των χριστιανών σε Χανιά και Ρέθυμνο, οι Μουσουλμάνοι άρχισαν να οργανώνουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους. Στόχος τους ήταν η καταστροφή των Σφακίων και η κατάπνιξη της επανάστασης στην καρδιά της.

Στις 3 Ιουλίου, εκστρατευτικό σώμα 1.500 Τούρκων ξεκινά από το Ρέθυμνο προς τα Σφακιά. Στο χωριό Γάλλος του Ρεθύμνου τους σταματούν ο Πέτρος Μανουσέλης με τον Γεώργιο Δεληγιαννάκη. Μετά από τριήμερη μάχη, οι Τούρκοι αναγκάζονται να επιστρέψουν πίσω. Στις 5 Ιουλίου, ένα άλλο εκστρατευτικό σώμα 8.000 Τούρκων υπό τον Λατίφ πασά των Χανιών κινείται εναντίον των Σφακίων. Οι Κρητικοί τους σταματούν στους Κάμπους Χανίων. 500 μουσουλμάνοι νεκροί, ενώ πολλά λάφυρα πέφτουν στα χέρια των επαναστατών.

Στις 15 Ιουλίου, ενωμένοι οι Τούρκοι του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου, με 12.000 στρατιώτες, με επικεφαλής τον τουρκοκρητικό Καούνη, κινούνται εναντίον των Σφακίων, μέσω της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Πάνω από 2.000 νεκρούς άφησαν οι μουσουλμάνοι σε αυτή την αποτυχημένη εκστρατεία στα στενά του Κατρέ. Λίγες μέρες αργότερα, εκστρατευτικό σώμα 960 Τούρκων από το Ηράκλειο, με επικεφαλής τον Ομέρ Εφέντη, που προσέτρεξε προς βοήθεια του προηγούμενου σώματος, έπαθε ολοκληρωτική καταστροφή στου Ασκύφου, αφού σκοτώθηκαν όλοι. 

Οι Τούρκοι, βλέποντας ότι δεν μπορούν να υποτάξουν και να καταστρέψουν τα Σφακιά, οργανώνουν τη μεγαλύτερη εκστρατεία τους. Στις 28 Ιουλίου, με 25.000 στρατό, τακτικό και άτακτο, από Ρέθυμνο και Χανιά, μέσω του Αποκόρωνα χτυπούν τα Σφακιά. Η εκστρατεία κράτησε έναν μήνα και κατέληξε σε ολοκληρωτική καταστροφή των χωριών των Σφακίων. Τεράστιες ήταν οι απώλειες των Τούρκων αλλά και αμάχων Κρητικών.

Η επανάσταση φαίνεται να σβήνει. Οι Σφακιανοί αντιλαμβάνονται ότι μόνοι τους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τον πολυάριθμο εχθρό. Αναγκάζονται να ζητήσουν από την κεντρική διοίκηση της Ελλάδας έναν Γενικό Διοικητή που να οργανώσει την επανάσταση σε όλο το νησί. Έτσι, στις 25 Οκτωβρίου 1821 καταφθάνει ο Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ στο Λουτρό, ως Αρχιστράτηγος και Διοικητής της Κρήτης, διορισμένος από την ελληνική Διοίκηση. Έτσι, ξεκινά μια νέα φάση της επανάστασης που οργανώνεται, πλέον και πολιτικά. 

Η σφραγίδα που χρησιμοποίησε ο Αφεντούλιεφ.

Παρά τις πρώτες πολεμικές επιτυχίες, ο Αφεντούλιεφ δεν κατορθώνει να ενώσει τους Κρήτες. Οι Σφακιανοί οπλαρχηγοί νιώθουν ότι παραγκωνίζονται και αρχίζουν να αμφισβητούν ανοιχτά τον Αφεντούλιεφ. Η έλευση του εμπειροπόλεμου αιγυπτιακού στρατού και στόλου, στα τέλη Μαΐου του 1822 και ο κίνδυνος να σβήσει η επανάσταση ξανασυσπειρώνει του Κρητικούς, ενώ η επανάσταση έχει πια εξαπλωθεί σε όλη την Κρήτη.

Ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στρατός εφαρμόζει την τακτική της καμένης γης και τις σφαγές αμάχων, ενώ οι Κρητικοί επιλέγουν την τακτική του κλεφτοπολέμου, αδυνατώντας να αντιπαρατεθούν ανοιχτά στον οργανωμένο στρατό των αντιπάλων.

Οι Σφακιανοί καταφέρνουν να απομακρύνουν τον Αφεντούλιεφ από Γενικό Διοικητή της Κρήτης, κατηγορώντας τον, όχι άδικα, για ιδιοτέλεια και για εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων. Τέλη Μαΐου του 1823 καταφθάνει στην Κρήτη, ως νέος Αρμοστής, ο Υδραίος Εμμμανουήλ Τομπάζης, δημιουργώντας νέες προσδοκίες στους επαναστάτες. Παρά τις πρώτες μικρές επιτυχίες, ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός δείχνει ανίκητος. 

Ο Εμμανουήλ Τομπάζης.

Σταδιακά καταπνίγεται η επανάσταση στην ανατολική Κρήτη, ενώ στόχος παραμένει η ολοκληρωτική καταστροφή και παράδοση των Σφακίων. Τέλη Μαρτίου του 1824, ο Αιγύπτιος στρατηγός Χουσείν πασάς επιτίθεται στα Σφακία που είναι έρημα από επαναστάτες, οι οποίοι προσπαθούν να σώσουν τις οικογένειές τους. Σε 10 ημέρες τα καταστρέφει ολοκληρωτικά ενώ τα γυναικόπαιδα προσπαθούν να σωθούν είτε στα φαράγγια είτε βρίσκοντας καταφύγιο στα νησιά των Κυκλάδων και στην Πελοπόννησο. Η δεύτερη φάση της επανάστασης λήγει άδοξα, αφού στις 10 Απριλίου 1824 αποχωρεί από την Κρήτη ο Γενικός Έπαρχος Εμμανουήλ Τομπάζης.

Η γολέτα ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ του Εμμ. Τομπάζη.

Αρχές του Αυγούστου του 1825, μια ολιγομελής ομάδα Κρητικών, ξεκινώντας από τα παράλια της Πελοποννήσου καταλαμβάνει το φρούριο της Γραμβούσας. Η επανάσταση στην Κρήτη μπαίνει σε νέα φάση. Οι επαναστάτες που κλείνονται στο φρούριο επιδίδονται σε κλεφτοπόλεμο εναντίον των Τούρκων της δυτικής, κυρίως, Κρήτης. 

Το φρούριο της Γραμβούσας το 1829.

Οι Σφακιανοί, όμως, παραμένουν κίνδυνος για τους Τούρκους. Έτσι, τον Απρίλιο του 1826, ο Μουσταφά πασάς με δόλο συλλαμβάνει και φυλακίζει τον Ρούσο Βουρδουμπά και άλλους Σφακιανούς οπλαρχηγούς, ώστε να μείνουν χωρίς τις κεφαλές τους τα Σφακιά. Τον Δεκέμβριο του 1826 η Διοίκηση της Γραμβούσας αποστέλλει επιστολή στους Σφακιανούς να ξαναμπούν στον αγώνα για την ελευθερία, αφού, έως τότε, για λόγους πικρίας, δεν αναγνώριζαν τη Διοίκηση της Γραμβούσας και είχαν, ουσιαστικά, καταθέσει τα όπλα, απέχοντας από κάθε εχθροπραξία. 

Η σφραγίδα της Επιτροπής της Γραμβούσας.

Πράγματι, οι Σφακιανοί ξαναμπαίνουν, έστω μεμονωμένα, στον αγώνα για την ελευθερία και τον Μάιο του 1827, ο Μουσταφά πασάς με τον Μεχμέτ πασά με 15 χιλιάδες στρατό κινούνται εναντίον των Σφακίων με σκοπό να παραδώσουν οι Σφακιανοί τα όπλα. Λίγους μήνες μετά, τον Δεκέμβριο του 1827, οι πρόκριτοι των Σφακίων αποστέλλουν επιστολή προς τη διοίκηση της Γραμβούσας, με την οποία δείχνει να γεφυρώνεται το μεταξύ τους χάσμα. 

Οι Σφακιανοί ξαναμπαίνουν ενεργά στον αγώνα και τον Απρίλιο του 1828 διενεργούν μεταξύ τους έρανο για τις ανάγκες του αγώνα. Παράλληλα, στέλνουν συνεχείς αντιπροσωπείες στον Καποδίστρια, που έχει ήδη αναλάβει Κυβερνήτης της Ελλάδας, για βοήθεια της Ελλάδας στον κρητικό αγώνα. Ο Καποδίστριας, όμως, για πολιτικούς και διπλωματικούς λόγους, δεν βλέπει με θετική ματιά τον αγώνα των Κρητών. 

Ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης.

Στα μέσα του Μάη του 1828, ο Μουσταφά πασάς ξεκινά νέα εκστρατεία εναντίον των Σφακίων. Παρά τις αντιρρήσεις των οπλαρχηγών των Σφακίων, ο Χατζη Μιχάλης Νταλιάνης, που έχει έρθει από την Ελλάδα, αποφασίζει να αντιμετωπίσει τους Τούρκους στον ανοιχτό κάμπο του Φραγκοκάστελλου, όπου και παθαίνει πανωλεθρία. Επιστρέφοντας ο Μουσταφά πασάς, οι Σφακιανοί τον χτυπούν στην Ακοσταρέ, προξενώντας του μεγάλες καταστροφές.

Το επόμενο διάστημα διεξάγονται σποραδικές μάχες σε όλη την Κρήτη, προσπαθώντας οι Κρητικοί να κρατούν το νησί επαναστατημένο. Παράλληλα, με πρωτεργάτη το Κρητικό Συμβούλιο, διεξάγεται ένας έντονος διπλωματικός πόλεμος,  για το αν θα υπαχθεί η Κρήτη στο νεοπαγές ελληνικό κράτος. Τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων επικρατούν, τελικά, και με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 4ης Φεβρουαρίου 1830, η Κρήτη εξαιρείται οριστικά από το πρώτο ελληνικό κράτος. 

Η σφραγίδα του Κρητικού Συμβουλίου.

Η πολεμική σημαία του Ανδρέα Κριαρά, που την πήρε μαζί του στη Σύρο, όπου κατέφυγε μετά την επανάσταση του 1821. 

Αυτή είναι εν συντομία η ιστορία της κρητικής επανάστασης του 1821, που για μια φορά ακόμη φέρει έντονη τη σφραγίδα των Σφακίων και των κατοίκων της. Από τους Σφακιανούς οπλαρχηγούς πολλοί έχασαν τη ζωή τους για την πολυπόθητη ελευθερία. Αλλά και από αυτούς που σώθηκαν, αρκετοί, πάμφτωχοι, πλέον, εγκατέλειψαν την Κρήτη για να εγκατασταθούν σε μέρη της ελεύθερης Ελλάδας. 

Η επανάσταση του 1821 δεν έφερε το πολυπόθητο αποτέλεσμα της ελευθερίας στον πολύπαθο κρητικό λαό. Αντίθετα, η Μεγαλόνησος πλήρωσε βαρύ τίμημα σε αυτή της την προσπάθεια. Χιλιάδες οι νεκροί αγωνιστές. Αμέτρητα τα ανυπεράσπιστα  γυναικόπαιδα και οι γέροι που σφαγιάστηκαν. Εκατοντάδες οι οικογένειες που εκπατρίστηκαν για να γλιτώσουν το μουσουλμανικό μένος. Η γη ερημώθηκε και η φτώχεια και η ανέχεια σκέπασε σαν μαύρο πέπλο την Κρήτη. Έπρεπε να περάσει ένας σχεδόν αιώνας ακόμη, να χυθεί κι άλλο κρητικό αίμα για να έρθει η πολυπόθητη Ένωση. 

Η ομιλία αυτή εκφωνήθηκε στις 9 Μάϊου 2022 στο θέατρο Μίκης Θεοδωράκης στα Χανιά, σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Ένωση Σφακιανών Ν. Χανίων με  θέμα "Η συμμετοχή των Σφακίων στους εθνικούς αγώνες από το 1821 μέχρι τη Μακεδονία".  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Υγειονομική έκθεση των εστιατορίων του Ρεθύμνου του 1902

Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι: Μήπως χρειάζεται επανεκκίνηση;