Από τη Μικρά Ασία στο Ρέθεμνος
Η Μικρασιατική καταστροφή, που ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1922 με την πλήρη καταστροφή της Σμύρνης, απόρροια των λανθασμένων ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών ενεργειών, προκάλεσε ένα τεράστιο προσφυγικό ρεύμα από την Μικρά Ασία και άλλες περιοχές του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού προς την Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι περίπου 1,2 εκατομμύρια Έλληνες εγκατέλειψαν τις εστίες τους για να εγκατασταθούν, πλέον, μόνιμα στην Ελλάδα, της οποίας ο πληθυσμός δεν υπερέβαινε τα 5 εκατομμύρια κατοίκους. Η εγκατάσταση αυτή δημιούργησε πλείστα προβλήματα, κυρίως οικονομικά και κοινωνικά, στο ελληνικό κράτος που εξερχόταν από μια μακρόχρονη περίοδο πολέμου, που το είχε εξαθλιώσει οικονομικά.
Στην Κρήτη, των 350 χιλιάδων
κατοίκων, από το 1922 έως και το 1925, εγκαταστάθηκαν περίπου 34 χιλιάδες
πρόσφυγες, αποτελώντας, περίπου το 10% του συνολικού πληθυσμού. Από αυτούς οι
19 χιλιάδες τοποθετήθηκαν στον Ν. Ηρακλείου, 8 χιλιάδες στον Ν. Χανίων, 4,2
χιλιάδες στον Ν. Ρεθύμνου και 1,7 χιλιάδες στον Ν. Λασιθίου.
Στην πόλη του Ρεθύμνου, που ο τότε ο
πληθυσμός του δεν υπερέβαινε τις 5-6 χιλιάδες ψυχές, κατέπλευσε στο λιμάνι, στις 29 Σεπτεμβρίου
1922, το υπερωκεάνιο ΠΑΤΡΙΣ αποβιβάζοντας 2.800 πρόσφυγες, προερχόμενοι από
διάφορα σημεία της Μ. Ασίας. Είχε προηγηθεί, στις αρχές του Αυγούστου και πριν
την κατάρρευση του Μετώπου, η άφιξη 170 Ποντίων προσφύγων. Αυτοί φιλοξενήθηκαν
προσωρινά σε ένα θερινό σινεμά της πόλης, πριν διαμοιραστούν σε διάφορους
οικισμούς του Νομού.
Η άφιξη ενός τόσο μεγάλου αριθμού
προσφύγων, σε μια μικρή πόλη πάμφτωχη, που τη μάστιζε η ανέχεια, δημιούργησε
μεγάλη αναστάτωση και προβλήματα. Οι πρόσφυγες, ρακένδυτοι, με πολλά μέλη των
οικογενειών τους αγνοούμενους, αναζητούσαν πρώτιστα στέγη και τροφή, με τον χειμώνα
να πλησιάζει. Άμεσα συστάθηκαν επιτροπές περίθαλψής τους, ενώ διενεργήθηκαν
δεκάδες έρανοι για την οικονομική στήριξή τους, κυρίως σε ένδυση και τροφή. Τα
δημόσια κτήρια, οι εκκλησίες και τα τζαμιά της πόλης επιστρατεύθηκαν για τη
διαμονή τους, σε συνθήκες πραγματικά άθλιες. Η μικρή κοινωνία του Ρεθύμνου
ανταποκρίθηκε, στη συντριπτική της πλειοψηφία, προσφέροντας από το υστέρημά
της, για την περίθαλψη των προσφύγων. Ακόμα και οι Μουσουλμάνοι της πόλης, που
ακόμα υπήρχαν, αφού δεν είχε πραγματοποιηθεί ακόμα η ανταλλαγή των πληθυσμών
βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, βοήθησαν οικονομικά τους αλλόθρησκους
πρόσφυγες. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αρκετών μηνών, οι πρόσφυγες
διέμεναν σε άθλιες συνθήκες στην πόλη του Ρεθύμνου, εξαρτώντας την επιβίωσή τους
αποκλειστικά από τους εράνους και την όποια, ελάχιστη, κρατική βοήθεια. Η
εύρεση εργασίας ήταν σχεδόν αδύνατη, σε μια πόλη που αδυνατούσε να θρέψει ακόμα
και τους αυτόχθονες κατοίκους της.
Με την πάροδο του χρόνου και μετά την
αναχώρηση των Μουσουλμάνων, βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης το 1924, οι
συνθήκες ζωής των προσφύγων άρχισαν να βελτιώνονται, με αργό, βέβαια, ρυθμό.
Πολλοί μετακινήθηκαν από την πόλη σε οικισμούς, κυρίως του ανατολικού Ρεθύμνου,
καταλαμβάνοντας πρώην μουσουλμανικές γαίες προς καλλιέργεια, τα ανταλλάξιμα.
Ο κοινωνικός ρατσισμός, όμως, που
υφίσταντο από την αρχή, πήρε πολλά χρόνια για να εκλείψει. Ο πρόσφηγκας, ο τουρκόσπορος, ο αναμαζωξάρης,
ήταν το επίθετο που για αρκετά χρόνια στιγμάτιζε όλους αυτούς, που τους έβλεπαν
ως ξένους οι Τούρκοι στη Μ. Ασία και ως Τούρκους οι Έλληνες στη νέα τους
πατρίδα.
Σταδιακά, οι χιλιάδες αυτοί
πρόσφυγες, άρχισαν να ενσωματώνονται στην τοπική, κλειστή, κοινωνία. Η
κουλτούρα που έφεραν από τις αλησμόνητες
πατρίδες, σε συνδυασμό με τις γνώσεις σε διάφορες τέχνες, τους έκαναν να
ορθοποδήσουν. Έφεραν νέες τεχνικές, με σύγχρονη επιστημονική γνώση, στη γεωργία
και στην αλιεία. Νέα ήθη, νέα έθιμα. Νέες γεύσεις στην παραδοσιακή κρητική
κουζίνα. Και βέβαια νέα ακούσματα, νέα γλωσσικά ιδιώματα. Ακούσματα που μπήκαν
και στη μουσική της Ελλάδας και της Κρήτης. Τα μικρασιάτικα τραγούδια ενσωματώθηκαν ομαλά και αβίαστα στην
ελληνική κουλτούρα ανοίγοντας νέους μουσικούς δρόμους.
Σχόλια