Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι...


 
Ο κύριος Λευτέρης καθόταν σκυθρωπός στο μικρό γραφειάκι που είχε στη γωνία του σαλονιού του. Στοίβα μπροστά του τα χαρτιά και αυτός σκυμμένος, με ένα μολύβι στο χέρι να κάνει υπολογισμούς.

Πριν λίγες ημέρες είχε κλείσει τα 78 του χρόνια. Είκοσι σχεδόν χρόνια ήταν συνταξιούχος. Με νοσταλγία θυμόταν τη δουλειά του στο Υπουργείο.

Τώρα, με έντονα συνοφρυωμένο βλέμμα, πάνω από τη στοίβα με τους λογαριασμούς, βρισκόταν σε απόγνωση. Η σύνταξη των 1.100 ευρώ που έπαιρνε δεν έφτανε πια για να καλύψει τις υποχρεώσεις του. Πριν την κρίση του έφτανε και με το παραπάνω. Γι αυτό δεν έψαξε ποτέ και η γυναίκα του, η κυρία Βασιλική να βρει δουλειά. «Θα μείνεις στο σπίτι να μεγαλώσεις τα παιδιά» της έλεγε. «Αυτή θα είναι η κληρονομιά μας». Και έβγαλαν τρία παιδιά επιστήμονες. Και καμάρωναν γι αυτά. Πάντα όταν πήγαινε το βραδάκι στο καφενείο ο κύριος Λευτέρης μιλούσε για τα παιδιά του και φωτιζόταν το πρόσωπό του.

 
Και τώρα έμειναν στο σπίτι με τον μικρότερο, τον Βαγγέλη. Οικονομολόγος ήταν σε μια μεγάλη πολυεθνική. Έκλεισε όμως πριν τρία χρόνια κι ο Βαγγέλης έμεινε χωρίς δουλειά. Έκτοτε, στα τριάντα πέντε του, μένει με τους γονείς του. Και ο κύριος Λευτέρης έχει να χαρτζιλικώνει και τον Βαγγέλη.


Αλλά τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έχουν δυσκολέψει. Ο κύριος Λευτέρης κόβει από εδώ, κόβει από εκεί, ο λογαριασμός όμως παραμένει ελλειμματικός. Την Πρωτοχρονιά ήρθαν τα τρία εγγονάκια του να του κάνουν το ποδαρικό. Το πενηντάρικο των προηγούμενων χρόνων, έγινε δεκάρικο εφέτος. Τα εγγονάκια του κοίταξαν με απογοήτευση το χαρτονόμισμα. Μάτωσε η καρδιά του κυρίου Λευτέρη, αλλά…

Φέτος τις γιορτές πάλι είχε τις μαύρες του. Άκουσε στην τηλεόραση για τις νέες αυξήσεις και πιάστηκε η ψυχή του. Αύξηση στα τσιγάρα, αύξηση στον καφέ, αύξηση στη βενζίνη. Μα δεν του είχε μείνει και τίποτα άλλο. Έναν καφέ πήγαινε και έπινε κάθε απόγευμα στο καφενείο και κάπνιζε και ένα πακέτο τσιγάρα. «Άντε, να μας τα κόψουν κι αυτά να δούμε τι άλλο θα μας μείνει», μονολογούσε την ώρα που λογάριαζε τα τέλη κυκλοφορίας, τον ΕΝΦΙΑ, τη ΔΕΗ και το τηλέφωνο. «Πάει η σύνταξη, τίποτα δεν έμεινε. Να κόψω και το κάπνισμα. Να κόψω και τον καφέ στο καφενείο. Και μετά; Σάμπως θα σωθώ; 35 χρόνια δουλειάς, αυτό περίμενα κι εγώ ο καψερός. Να βγω στη σύνταξη να ξεκουραστώ και να πίνω κι έναν καφέ μαζί με την παρέα μου».

Αλήθεια, πόσοι κύριοι Λευτέρηδες υπάρχουν ανάμεσά μας; Πού κάθε μέρα μετρούν και ξαναμετρούν και δεν βγαίνει ο λογαριασμός;

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Υγειονομική έκθεση των εστιατορίων του Ρεθύμνου του 1902

Η παραδοσιακή κρητική φορεσιά στο πέρασμα του χρόνου