Ο Μητροπολιτικός ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου.

Ο μητροπολιτικός ναός του Ρεθύμνου είναι αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Ονομάζεται και «Μεγάλη Παναγία», σε αντιπαραβολή με τη «Μικρή Παναγία» (Κυρία των Αγγέλων), που και αυτή βρίσκεται στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου.




Ο πρώτος ναός.
Στη θέση του σημερινού, πραγματικά λαμπρού, ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, υπήρχε, από την περίοδο της ενετοκρατίας ακόμη, μικρός ναός. Μετά την κατάκτηση του Ρεθύμνου από τους Τούρκους το 1646, ο ναός αυτός παραχωρήθηκε στους ελάχιστους χριστιανούς της πόλης, σαν μοναδικός τους καθεδρικός ναός. Ο ναΐσκος αυτός κατεδαφίστηκε από τον Επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Καλλίνικο Νικολετάκη, για να ανεγερθεί νέος μεγαλύτερος ναός. Αυτό μαρτυρεί η εγχάρακτη κτητορική επιγραφή, που σήμερα βρίσκεται εντοιχισμένη στο νότιο εξωτερικό τοίχο του νέου ναού: «ΩΚΟΔΟΜΗΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΡΗΘΥΜΝΗΣ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΚΗΣ ΕΝ ΕΠΙΤΡΟΠ(ΕΙΑ) Μ. ΜΟΥΜΟΥΤΖΗ. 1844 Απρ(ιλίου) 10».


Η κτητορική επιγραφή του 1844.

Ο ναός του 1844.
Η νεότερη αυτή εκκλησία, όπως είπαμε, χτίστηκε το 1844, με την οικονομική συμπαράσταση της χριστιανικής κοινότητας του Ρεθύμνου. Ο ρυθμός ήταν βασιλική τρίκλιτη ξυλόστεγη χωρίς τρούλο και ήταν πανομοιότυπος του Πατριαρχικού ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου της Κωνσταντινούπολης. Το μεσαίο κλίτος ήταν αφιερωμένο, στα Εισόδια της Θεοτόκου, το δεξιό κλίτος στους Δώδεκα Αποστόλους και του αριστερό στους Τρεις Ιεράρχες, όπως συμβαίνει και στο σημερινό ναό. Έχει σημασία να αναφέρουμε πως ο ναός είχε μήκος 26,60μ και πλάτος 13,30μ., το δε ύψος του δεν ξεπερνούσε τα 10μ.

Το εντυπωσιακότερο, ίσως, στοιχείο του ναού εκείνου ήταν το τέμπλο του. Το κατασκεύασε ο ξυλογλύπτης Δημήτριος Ραγουζής από τη Σίκινο. Πάνω του κυριαρχεί η ξυλόγλυπτη συμβολική παράσταση του αμπελιού, ενώ υπάρχουν πολλά στοιχεία από το φυτικό και ζωικό κόσμο, καθώς και αρκετά πρωτοχριστιανικά σύμβολα.

Ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου, αποτελούσε το πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο της χριστιανικής κοινότητας του τουρκοκρατούμενου Ρεθύμνου. Γύρω απ’ αυτόν θεμελιώθηκαν κτήρια που πρόβαλλαν και προήγαγαν την πνευματική και εκπαιδευτική ζωή της πόλης. Σε αυτά στεγάζονταν αίθουσες διδασκαλίας, του μοναδικού τότε στο νομό εξαταξίου Γυμνασίου. Νοτιοανατολικά του ναού υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα που αρχικά είχε ονομαστεί «αίθουσα του Πρίγκηπος», γιατί σε αυτή οι αρχές της πόλης δεξιώθηκαν τον Πρίγκιπα Γεώργιο, Ύπατο Αρμοστή Κρήτης, όταν αυτός επισκέφθηκε το Ρέθυμνο. Αργότερα μετονομάστηκε σε «αίθουσα των Τριών Ιεραρχών», όπου γίνονταν επίσημες τελετές, ομιλίες, χοροί κ.λ.π. Όλα αυτά τα κτήρια, ιδιωτικά και δημόσια, κατεδαφίστηκαν μέχρι τη δεκαετία του 1960, οπότε ανοικοδομήθηκε ο νέος ναός και δημιουργήθηκε η πλατεία της Μητρόπολης.

Ο σημερινός ναός.
Η εκκλησία του 1844, μετά τους βομβαρδισμούς τους δεύτερου παγκοσμίου πολέμου από τους οποίους επλήγη, είχε γίνει ετοιμόρροπη. Γι αυτό το 1956, μετά από γενναία απόφαση του εκκλησιαστικού συμβουλίου και παρά τις έντονες αντιδράσεις μεγάλης μερίδας της τοπικής κοινωνίας, ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου κατεδαφίστηκε. Στη θέση του ανεγέρθη ο νέος σημερινός ναός, με πρότυπο το ναό της Ευαγγελίστριας της Τήνου. Η αποπεράτωσή του έγινε μετά από έρανο, τον οποίο ένθερμα προέβαλλε ο τοπικός τύπος, τονίζοντας το καθήκον όλων έναντι της εκκλησίας.

Ο νέος ναός είναι ρυθμού παλαιοχριστιανικής τρίκλιτης βασιλικής χωρίς τρούλο. Το μεσαίο κλίτος είναι υπερυψωμένο, δίνοντας τη δυνατότητα της δημιουργίας παραθύρων για πλουσιότερο φωτισμό. Από την αρχή υπήρχε έντονος προβληματισμός για τις διαστάσεις του ναού, λόγω της ύπαρξης του θαυμάσιου πραγματικά ξυλόγλυπτου τέμπλου του προηγούμενου ναού, το οποίο θα μπορούσε να επανατοποθετηθεί στον νέο. Τελικά, ο καθεδρικός ναός χτίστηκε με μήκος 32,5μ. αλλά διατήρησε το παλαιό του πλάτος για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί το αρχικό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Αυξήθηκε και το ύψος του, που έφτασε τα 16μ.

Στο τέμπλο του ναού, υπάρχουν θαυμάσιες εικόνες, με έντονα δυτικά στοιχεία, όπως ο Παντοκράτορας (1856), η Κυρία των Αγγέλων (1856), ο Χριστός Μέγας Αρχιερεύς (1875), τα Εισόδια της Θεοτόκου (1857), ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (1859), ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (1857), η σύναξη των Δώδεκα Αποστόλων (1859), οι Τρεις Ιεράρχες (1852), ο αρχάγγελος Μιχαήλ (1856). Τις περισσότερες απ’ αυτές τις εικόνες έχει φιλοτεχνήσει ο Ρεθύμνιος αγιογράφος Αντώνιος Βεβελάκης.

Η εικόνα της Παναγίας του Πάθους.


Η εικόνα της Παναγίας του Πάθους.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην εικόνα της Παναγίας του Πάθους, η οποία ανάγεται στα τέλη του 15ου αιώνα και αποδίδεται στο εργαστήρι του Κρητικού αγιογράφου Ανδρέα Ρίτζου. Είναι φορητή εικόνα διαστάσεων 1,217 Χ 1,006 και βρίσκεται στο βόρειο τοίχο του ναού, πάνω απ’ την αριστερή θύρα του τέμπλου. Απεικονίζει την Παναγία να κρατά στην αγκαλιά της το μικρό Ιησού που κοιτάζει τον αρχάγγελο Γαβριήλ.

Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα αυτή ήταν η Παναγία η Παλαιοκαστρινή, που βρισκόταν στον ομώνυμο ναό, έξω από την ανατολική είσοδο της Φορτέτζας. Πριν από την πολιορκία του Ρεθύμνου από τους Τούρκους το 1646, οι Βενετοί γκρέμισαν την εκκλησία για να μη βρίσκει προκάλυμμα ο εχθρός. Τότε, ευσεβείς χριστιανοί πήραν την εικόνα της Παναγίας και την έκρυψαν σε διάφορες εκκλησίες για να τη γλιτώσουν από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Αργότερα δε, την τοποθέτησαν στον μητροπολιτικό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου, όπου βρίσκεται σήμερα.

Το καμπαναριό του ναού.




Το καμπαναριό του Μητροπολιτικού Ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου κατασκευάστηκε από τον πρακτικό μηχανικό Γεώργιο Δασκαλάκη, τον ίδιο που το 1887 είχε κατασκευάσει το μιναρέ του τζαμιού Νερατζέ (Ωδείο), καθώς και το Τούρκικο Σχολείο. Έχει ύψος 23,31μ. και οι εξωτερικές διαστάσεις στη βάση του είναι 4,5 Χ4,5μ. Εσωτερικά διαθέτει κυκλική σκάλα με 88 σκαλοπάτια που οδηγούν στο πρώτο από τα τέσσερα επίπεδα του καμπαναριού.

Τα χρήματα προσέφεραν οι λίγοι τότε χριστιανοί της πόλης. Η θεμελίωσή του ήταν πολύ δύσκολη, λόγω του ότι υπήρχαν νερά στο μέρος της ανέγερσής του. Τελικά τα εμπόδια παρακάμφθηκαν και το κτήριο, εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο με πωρόλιθο Αλφάς, παραδόθηκε το 1899.

Τα χρήματα όμως δεν επαρκούσαν για να αγοραστούν οι καμπάνες. Τότε η χριστιανική Δημογεροντία ζήτησε την οικονομική βοήθεια του Θεόδωρου Δε Χιοστάκ, Διοικητή των ρωσικών δυνάμεων κατοχής στο Ρέθυμνο. Αυτός τους είπε ότι, έπειτα από τη δωρεά της Ρωσίας για το Επισκοπικό μέγαρο, δεν είχε τη δυνατότητα για πρόσθετη οικονομική ενίσχυση. Τους διαβεβαίωσε όμως ότι ευχαρίστως θα τους παραχωρούσε τα έσοδα από το Γραμματόσημο της κατοχής, με την προϋπόθεση ότι θα εύρισκαν από αλλού πόρους για την αξία του ορείχαλκου.

Το κόστος αυτό ανέλαβε η συντεχνία των οινοπωλών του Ρεθύμνου. Η καμπάνα που παραγγέλθηκε ήταν τεραστίων διαστάσεων και δημιούργησε πολλά προβλήματα κατά τη μεταφορά και ανύψωσή της. Με τα πρώτα μάλιστα κτυπήματα ράγισε και κομματιασμένη στάλθηκε πάλι στη Βενετία για να ξαναχυθεί και να δημιουργηθούν οι οχτώ καμπάνες που τοποθετήθηκαν μετά.

Σε όλες είναι γραμμένη η φράση «Κοινότης Ρεθύμνης» και έκτυπες οι εικόνες της Σταύρωσης, της Αποκαθήλωσης, της Ανάστασης του Χριστού και των Εισοδίων της Θεοτόκου. Ξεχωριστά δε σε καθεμιά αναγράφεται η ονομασία των ρωσικών συνταγμάτων, ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης για την προστασία που πρόσφεραν στην πόλη μας. Στην πιο μεγάλη, που ζυγίζει περίπου 250 κιλά, είναι γραμμένο το όνομα του Θεόδωρου Δε Χιοστάκ και στις άλλες:Σύνταγμα Ζιτόρμσκυ, Σύνταγμα Σκοπευτών, Σύνταγμα Ζατόσκυ, Σύνταγμα Λοβζόσκυ, Σύνταγμα Μαδλίσκυ, Ταξιαρχία Πυροβολικού και Ελευθερωθείσα Πατρίς.

Αμέσως μετά τις καμπάνες, τοποθετήθηκε και το ρολόι. Χτυπούσε με ευδιάκριτο τρόπο τις ολόκληρες ώρες, τις μισές και τα τέταρτα. Ήταν προσφορά του φιλορεθυμνιώτη εμπόρου Γεώργίου Τριφύλη από τα Κύθηρα, ο οποίος το παρήγγειλε στο εργοστάσιο των αδελφών Σολάρο, στο Μιλάνο. Πριν μερικά χρόνια (1994), αντικαταστάθηκε από νέο δορυφορικό, αφού είχε πλέον απορυθμιστεί τελείως και στάθηκε ακατόρθωτο να ξαναβρεί τους αρχικούς του ήχους. Σήμερα, το ρολόι αυτό αποτελεί μουσειακό έκθεμα στο Εκκλησιαστικό μουσείο της πόλης, που λειτουργεί στο ενοριακό γραφείο του ναού της Μητρόπολης. Το μόνο που σώζεται σήμερα στο καμπαναριό από το μηχανισμό του παλιού ρολογιού, είναι οι δυο καμπάνες, στερεωμένες σε ένα καλλιτεχνικό σιδερένιο κιγκλίδωμα πάνω στο θόλο του κωδωνοστασίου, οι οποίες όπως προαναφέρθηκε σήμαιναν τις ώρες, τις μισές και τα τέταρτα.


ΠΗΓΕΣ

• Γιουμπάκης Μ., - Τζεκάκης Μ., Ρέθυμνο τουριστικός οδηγός, Ρέθυμνο 1967.

• Δρανδάκης Ν., Η Ρεθυμνία εικών Παναγία του Πάθους, Κρητικά Χρονικά 1 (Ιαν.-Απρ. 1951), έτος Ε’ σσ. 61-70.

• Καμηλάκης Χ., Ο μητροπολιτικός ιερός ναός τα Εισόδια της Θεοτόκου Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 1999.

• Μαλαγάρη Α. – Στρατιδάκης Χ., Ρέθυμνο οδηγός για την πόλη, Αθήνα 19954

• Τρούλης Μ., Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Ρέθυμνο 2000.

• Χατζηγάκης Αλεξ., Εκκλησίες Κρήτης παραδόσεις, Ρέθυμνο 1954.









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτικοί αχυράνθρωποι.

Υγειονομική έκθεση των εστιατορίων του Ρεθύμνου του 1902

Η παραδοσιακή κρητική φορεσιά στο πέρασμα του χρόνου